Η γραμμικότητα της ιστορίας συνιστά τη δύναμή της - γιατί αντανακλά τον δωρικό χαρακτήρα της ζωής εκεί - αλλά και ταυτόχρονα την αδυναμία της, σε ό,τι αφορά όρους κινηματογραφικής ένστασης που ίσως προβάλλει ένας μέσος θεατής. Η ταινία πάντως βραβεύτηκε στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, όταν προβλήθηκε στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα». Η βράβευση της ταινίας, ειδικά στις Κάννες, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για μια χώρα σαν την Ισλανδία, της οποίας η κινηματογραφική ετήσια παραγωγή δεν υπερβαίνει τις 10 ταινίες.
Παλιός ντοκουμενταρίστας ο Χακόναρσον κατόρθωσε σ' αυτή, τη δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους με τον ξηρό τίτλο πρωτότυπου «Κριάρια», να εκπλήξει με την απλοϊκή ιστορία δύο ηλικιωμένων κτηνοτρόφων αδελφών, του Κίντι και του Γκούμι, που κατοικούν σε χωριστές, γειτονικές φάρμες στην έρημη, παγωμένη κοιλάδα και δεν μιλιούνται για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Επικοινωνούν, σπάνια βέβαια, μόνο μέσω ενός καταπληκτικά νοήμονος σκύλου που μεταφέρει στο στόμα του γραπτά μηνύματα από τον έναν προς τον άλλον αδελφό. Ο σκηνοθέτης υφαίνει μια ιστορία με πολλές παύσεις, σιωπές, χαρακτηριστικά τοπία και ανθρώπους τραχείς, ψυχρούς «απέξω» και θερμούς «απομέσα», μοναχικούς γιατί διδάχθηκαν να ζουν χωρίς την ανάγκη άλλων, ανθρώπους γκρινιάρηδες που αναπτύσσουν ουσιαστικές σχέσεις, απ' ό,τι φαίνεται, κυρίως με τα πανέμορφα ζώα τους. Δεν περνά καιρός κι ένας θανάσιμος ιός, που πλήττει αμετάκλητα το νευρικό σύστημα των ζωντανών, χτυπά το κοπάδι του Κίντι. Η απειλή είναι γενικευμένη και οι υπηρεσίες του κράτους αποφασίζουν να θέσουν τα κοπάδια της περιοχής σε καραντίνα. Ο αδελφός του Κίντι, ο νομοταγής Γκούμι, αποφασίζει να παραβεί τους κανόνες της εξουσίας και κρύβει στην καντίνα του κάποια κριάρια, κάτι που αργότερα θα συμβάλει στη συμφιλίωση μεταξύ τους... Οι δυο ξεροκέφαλοι γερο - Βίκινγκς με γυμνά τα μαχαίρια για σαράντα χρόνια, κάτω από το χιόνι της βαθιάς Ισλανδίας, ανακαλύπτουν ξανά τους εαυτούς τους, γυμνούς, αληθινούς κι ανθρώπινους, παρά το γεγονός ότι δεν διανοούνται, δεν μπορούν να εκφράσουν συναισθήματα λόγω ενός «πολιτισμού» που τους έγινε «φύση»...
Μεγαλύτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον από την καθαυτή ιστορία παρουσιάζει το φόντο, η κοινωνική ζωή της κοινότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στη λιπόσαρκη αυτή γη, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στους λιγόλογους γείτονες με τις σπάνιες χειρονομίες, τις ενσωματωμένες στην καθημερινή επιβίωση και στα θέματα που την απασχολούν...
Με τους: Σίγκουρντουρ Σιγκουργιόνσον, Τεοντόρ Γιουλίουσον, Σαρλότ Μπέβινγκ, κ.ά.
Παραγωγή: «Rams», Ισλανδία (2015) - (στο «Αστυ» και στο «Πτι Παλαί»).