2. Δεν είναι εύκολο να ακολουθήσεις έναν ναυτικό. Οφείλεις να «μπαρκάρεις». Οταν ο Θάνος βρέθηκε στο καράβι, διάλεξε απ' όλο το πλήρωμα να συναντηθεί με τον μαρκόνι, γιατί ήδη είχε κολλήσει στην περιπέτεια της μετάδοσης. Ο μαρκόνι είναι σιωπηλός και απόμακρος, που όταν δεν είναι στο πόστο του γυρίζει στους σκοτεινούς αλουέδες, ακούγοντας με μακάρια υπομονή μέσα από τις καμπίνες τα πειράγματα από το πλήρωμα που θεωρεί εύκολη την ασχολία του. Η ιδιαιτερότητα της δουλειάς του τού δίνει το πλεονέκτημα του χρόνου, για να παρατηρεί το καθετί, να το μεταδίδει και, σε μια μαγική στιγμή που τη λένε Καββαδία, να μπορεί να αποκαλύψει τα χαρίσματα του κάθε παρία, τις παραξενιές που έχει το αλογάκι της θάλασσας, και να τα αναδείξει σε παιδαγωγό μας. Ενας παρίας των κυμάτων παιδαγωγός; Ναι, γιατί δεν κρύφτηκε αδέξια πίσω από τις λέξεις. Θεώρησε ότι οι ναυτικοί είναι οι μόνοι αληθινά ζωντανοί, οι μόνοι ικανοί να προκαλέσουν αναστατώσεις πάσης φύσεως, αφού γυρίζουν τον κόσμο, αφήνοντας το αποτύπωμά τους παντού.
3. Ο μουσικός αφέθηκε στη γραμματική και το ρυθμό των ναυτικών, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορείς να διαχειριστείς τα λόγια τους με τον τρόπο που έχεις διδαχθεί από την πολιτεία: σαν νεκρά σημεία που προσδοκούν ανάσταση νεκρών. Ο Μικρούτσικος απλά τραγούδησε το ρυθμό που έχει κάθε ναυτικός μέσα του: Από το «έι χοπ» καθώς μαζεύουν τους κάβους, από το «μέση και γραμμή όπως πάει», που φωνάζει στο αυτί του ναύτη ο πιλότος στο τιμόνι, μέχρι τον μοναδικό ήχο που ξεπερνάει όλες τις καμπάνες του κόσμου: Αυτόν της άγκυρας όταν πέφτει από το όκιο και ταράζει την αιωνιότητα που καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Το τραγούδι κατάφερε να κλέψει τον ψίθυρο των κυμάτων, που σβήνουν άλλοτε απαλά σε ρομαντικές ακρογιαλιές και άλλοτε ξεσπάνε άγρια στα βράχια, και να το μεταφέρει στο κέντρο της ζωής μας ατόφιο. Τραγούδι, όχι ψαλμός, γιατί ο ναυτικός αγνοεί τι είναι θεός και μόνο τον πατέρα ωκεανό αναγνωρίζει.