Το απόγευμα της Πέμπτης 28 του Ιούνη 2001 συντελέστηκε μια ακόμη πράξη - όχι η τελευταία - της Μεγάλης Τρομοκρατίας της σύγχρονης νέας τάξης των μεγάλων καπιταλιστικών συμφερόντων εναντίον του γιουγκοσλαβικού λαού. Συνεχίζοντας τις κάθε μορφής επιδρομές τους και με την τυφλή προσφορά των ντόπιων συνεργατών τους απήγαγαν τον τελευταίο ηγέτη της ελεύθερης (με τα όποια προβλήματα) μέχρι τότε Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Κοινοί, ανελέητοι μαφιόζοι με την ακόμη πιο τρομοκρατική πολυτελή κρατική πανοπλία και οργάνωση σκύλευσαν επιδεικτικά και αδίστακτα το πτώμα της παγκόσμιας Δικαιοσύνης, καταστέλλοντας τη διατήρηση των κατακτημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών και του πολιτισμού, αυτής της Δικαιοσύνης που επιδεικτικά σκότωσαν.
Οδηγούν το Μιλόσεβιτς, καθώς και απροσδιόριστο αριθμό στελεχών εκείνης της Γιουγκοσλαβίας, στη δική τους Δικαιοσύνη. Οργανο αυτής της Δικαιοσύνης το «Διεθνές Δικαστήριο για την ποινική δίωξη προσώπων που ευθύνονται για τη Διάπραξη Σοβαρών Παραβιάσεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στο Εδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας από το 1991». Ετσι το ονομάζουν στο Καταστατικό του. Τι είναι, όμως, ακριβώς αυτό το δικαστήριο και ποιες είναι οι εξουσίες του;
Για όλα αυτά τα γεγονότα έχουν γραφεί και ειπωθεί πάρα πολλά όλο αυτό το διάστημα. Ομως, λίγα ακόμη, ιδίως σχετικά με αυτό το δικαστήριο, με όλη τη δικαιοσύνη της «νέας τάξης» και κυρίως με όσα από αυτά έχουν σχέση με τα δραματικά γεγονότα της απαγωγής του Μιλόσεβιτς και τη γενικότερη σημασία τους για τις συνέπειες της παραπέρα κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, αλλά και την ανάγκη και τις δυνατότητες να ενταθεί ο αγώνας των λαών για την απόκρουσή τους, είναι χρήσιμο να αναφερθούν.
Αυτές οι διατάξεις σημαίνουν πολύ απλά ότι αυτό το δικαστήριο είναι κυρίαρχο απέναντι στα εθνικά δικαστήρια, ώστε και αν ακόμη ένα εθνικό δικαστήριο έχει ξεκινήσει την ποινική δίωξη εναντίον υπηκόων του ή και άλλων προσώπων για εγκλήματα πολέμου και ύστερα ξεκινήσει και το δικαστήριο της Χάγης δίωξη κατά των ίδιων προσώπων, το πρώτο πρέπει να σταματήσει και να διαβιβάσει την υπόθεση (τις δικογραφίες κλπ.) στο δεύτερο και να εκτελεί μόνο διαδικαστικές πράξεις που εκείνο θα αναθέσει.
α) Η Γιουγκοσλαβία, υπό την ηγεσία του Μιλόσεβιτς το 1993, δεν είχε υπογράψει ούτε και αναγνωρίσει αυτή την απόφαση του ΟΗΕ για την ίδρυση και τις εξουσίες του δικαστηρίου σκοπιμότητας.
β) Ακόμη, από τις ενστάσεις της υπεράσπισης του Μιλόσεβιτς τώρα, με τις οποίες προσπάθησε να εμποδίσει τη διαδικασία της έκδοσής του, προκύπτει αξιόπιστα ότι το Σύνταγμα της χώρας απαιτεί νόμο με τον οποίο να επιτρέπεται η έκδοση υπηκόου της για να δικαστεί σε ξένη χώρα σε κάθε περίπτωση. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να τηρήσουν και τη νομιμότητα, κυρίως λόγω εσωτερικών αντιδράσεων και για να αποφύγουν τις σχετικές συνέπειες, αλλά και για να εξαπατήσουν, σε κάθε περίπτωση, το γιουγκοσλαβικό λαό, επιχείρησαν αυτή τη νομιμοποίηση της έκδοσης. Οι ίδιοι όμως οι κυρίαρχοι του ΝΑΤΟ και η εξανδραποδισμένη κυβέρνηση δεν άντεξαν ούτε για λίγες μέρες τη διαδικασία. Από τις αντιδράσεις της κυβέρνησης και άλλων πολιτικών παραγόντων του Μαυροβουνίου, αλλά κυρίως του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σε όλη την Ομοσπονδία, διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να πετύχουν την ψήφιση νόμου στη Βουλή της Ομοσπονδίας. Επιχείρησαν, λοιπόν, αποφεύγοντας τη Βουλή, να νομιμοποιήσουν την έκδοση με «διάταγμα» της κυβέρνησης, δηλαδή με αυτό που εδώ λέμε «πράξη νομοθετικού περιεχομένου». Κι αυτή η παράνομη κατά το Σύνταγμά τους πράξη ψηφίστηκε μόνο από ένα μέρος του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι προθεσμίες για αντίδραση της υπεράσπισης του Μιλόσεβιτς άρχισαν να «τρέχουν». Αλλά και η οργάνωση λαϊκών αντιδράσεων προχωρούσε. Ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός ανοιχτά απειλούσε ότι όποια κι αν είναι η απόφαση των δικαστηρίων αυτοί θα παραδώσουν τον Μιλόσεβιτς.
Αυτό και έπραξαν. Αφήνοντας «στα κρύα του λουτρού» τις διαδικασίες στα δικαστήρια, βρωμίζοντας την οικουμένη ολόκληρη με τη... δικαιολογία ότι την Παρασκευή, 29 του Ιούνη, θα αποφασιζόταν από τις δυνάμεις της στρατιωτικής και πολιτικής κατοχής της πατρίδας τους, αν θα τους χορηγήσουν τα λύτρα κάποιων εκατομμυρίων δολαρίων για την καπιταλιστική ανοικοδόμηση της Γιουγκοσλαβίας, που αυτοί οι «δωρητές» κατέστρεψαν, για να συνεχίσουν την υποδούλωσή της, παρέδωσαν τον Μιλόσεβιτς, που με το προσυμφωνημένο δρομολόγιο τον απήγαγαν οι κατακτητές στη Χάγη.
Εξάλλου, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και με σκοπό την τρομοκράτησή του, οι ΗΠΑ καλούν τον Κοστούνιτσα στην Ουάσιγκτον, τον βραβεύουν και του θέτουν όρο να έχει συλλάβει το Μιλόσεβιτς έως τις 31 του Μάρτη, στη συνέχεια αξιώνουν να τον φυλακίσει, να τους τον παραδώσει σε ορισμένες ημερομηνίες - κι αυτός ο Πρόεδρος και η κυβέρνησή του συμμορφώνονται απολύτως. Την καταδίκη του αξιώνουν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές αυτού του δικαστηρίου τον φωνάζουν ένοχο πριν ακόμα τον δικάσουν. Ο ίδιος αυτός ο Πρόεδρος της «κατακτημένης» χώρας παίζει το ρόλο του δέσμιου των περιστάσεων Πιλάτου, δέσμιου περιστάσεων που δεν έχει τη δύναμη να εμποδίσει, αυτό τον πανομοιότυπο ιστορικό ρόλο που αντικειμενικά - κι αυτό έχει σημασία στην ιστορία - συντελεί στην εκτόνωση κάποιου μέρους της λαϊκής οργής για την προδοσία.