Στην έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε χτες, αναφέρονται τα παρακάτω :
1. Η «αύξηση της αποταμίευσης πρόνοιας» των νοικοκυριών κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «μεγάλη απώλεια μελλοντικών μεταβιβάσεων από το Δημόσιο (λόγω της μεγάλης μείωσης των συντάξεων), αλλά και των μεταβιβάσεων σε είδος (λιγότερες καλύψεις σε ιατροφαρμακευτική δαπάνη, περίθαλψη κλπ.)», όπως σημειώνουν. Σε αυτό το πλαίσιο, τα νοικοκυριά που «θέλουν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης και στο μέλλον θα πρέπει να θυσιάσουν τωρινή κατανάλωση και να αυξήσουν την αποταμίευση για το μέλλον». Αυτό, με τη σειρά του, θα έχει «θετικά αποτελέσματα στο μέτρο και στο βαθμό που οι επιχειρήσεις και το Δημόσιο είναι διατεθειμένα να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών για παραγωγικές επενδύσεις». Σημειώνουν, επίσης, ότι η «αποταμίευση πρόνοιας» των νοικοκυριών πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να αντισταθμίσουν τις «μεγάλες απομειώσεις στην περιουσιακή τους κατάσταση, κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας τους».
Τι λένε εδώ στα λαϊκά νοικοκυριά; Κάντε αποταμίευση (αλήθεια από το εισόδημα που δε φτάνει ούτε για τα στοιχειώδη τι αποταμίευση να γίνει;) στο όνομα αναγκών που καλύπτονταν από το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά τώρα έχουν περικοπεί. Και λέμε στο όνομα αυτών, γιατί οι τράπεζες θέλουν το αποταμιευμένο χρήμα των λαϊκών νοικοκυριών ως κεφάλαιο για καπιταλιστικές επενδύσεις.
2. Ως «συστηματικά μη ρεαλιστική» κρίνουν την προσέγγιση της Κομισιόν και του ΔΝΤ, που προβλέπουν «έκρηξη των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα». Σύμφωνα με την «Πειραιώς», καθοριστικοί παράγοντες είναι τα πραγματικά επιτόκια, τα οποία προσδιορίζουν το κόστος του κεφαλαίου, καθώς και η εσωτερική ζήτηση (κατανάλωση), η οποία επηρεάζει την απόδοση του κεφαλαίου, δηλαδή την κερδοφορία. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνουν μέτρα άμεσης βελτίωσης σε συνδυασμό με το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Ουσιαστικά θέλουν πιο φτηνά επιτόκια δανεισμού τους (διεκδικούν χρήμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), ταυτόχρονα με τόνωση της ζήτησης για αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων και των κερδών.
3. Τονίζουν την ανάγκη προσαρμογής των ελληνικών επιχειρήσεων σε «συνθήκες μειωμένης εσωτερικής ζήτησης, η οποία θα πρέπει να αναπληρωθεί από την αύξηση των εξαγωγών». Προτάσσουν την ανάγκη επαναπροσανατολισμού από κλάδους που βασίζονται στην εσωτερική ζήτηση (οικοδομή, λιανικές πωλήσεις κ.ά.) σε κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επισημαίνουν ακόμη ότι σε «αντιπληθωριστικό περιβάλλον» η βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί με αυξήσεις τιμών, αλλά με την αύξηση του όγκου των πωλήσεων, ακόμη και σε μειωμένες τιμές. Αρα δε νοιάζονται για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
4. Εστιάζουν στην ανάγκη «εκλογίκευσης» στο κόστος εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους. Επίδικο ζήτημα είναι ο τρόπος «αξιοποίησης» πρωτογενών πλεονασμάτων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, σε όφελος των ντόπιων επιχειρηματικών ομίλων. Παραθέτουν μάλιστα τις προβλέψεις του «Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής», σύμφωνα με το οποίο, μόνο για την 3ετία 2014 - 2016 τα «πλεονάσματα» θα φτάσουν σε 17,2 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο μαζί με τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης και τις εισπράξεις από τις αναμενόμενες ιδιωτικοποιήσεις φτάνουν στα 30,5 δισ. ευρώ.