Κυριακή 2 Φλεβάρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Δύσκολες ισορροπίες όσο η παραγωγή οργανώνεται με βάση το κέρδος

Την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης υπολογίζουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις ως ένα σημαντικό παράγοντα στην προσπάθεια ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων και συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στο έδαφος αυτό, είναι απαραίτητες ορισμένες ρυθμίσεις, ώστε οι γυναίκες, και κυρίως οι μητέρες, να μην αποκλείονται από την αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, η γυναικεία απασχόληση δεν μπορεί να αυξηθεί χωρίς άδειες μητρότητας και ανατροφής των παιδιών, χωρίς βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η στρατηγική τους περιλαμβάνει την προσπάθεια για συνεχή περιορισμό των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, για συρρίκνωση των παροχών, ακόμα και των στοιχειωδών, προς τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Ο στόχος τους είναι οι παροχές αυτές να κοστίζουν λιγότερο, αν είναι δυνατό και καθόλου, στο κράτος και τους εργοδότες.

Η ισορροπία, λοιπόν, που πρέπει να επιτευχθεί ανάμεσα στους παραπάνω στόχους είναι δύσκολη. Μέρος του «κόστους», που στοχεύουν να συμπιέζουν, αποτελούν και τα δικαιώματα και οι παροχές που σχετίζονται με τη μητρότητα. Ετσι, επιστρατεύονται μια σειρά από «λύσεις»: Εδραιώνεται η ανταποδοτικότητα, δηλαδή η πληρωμή των σχετικών υπηρεσιών από τους γονείς, τη θέση των δημόσιων δομών παίρνουν οι «κοινωνικές επιχειρήσεις», υιοθετούνται άδειες με ψαλιδισμένες ή και χωρίς καθόλου αποδοχές, η διάρκεια των οποίων μοιράζεται στους δύο γονείς.

Το «κόστος» της άδειας μητρότητας...

Ενδεικτική για τον τρόπο, με τον οποίο η ΕΕ και οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τη μητρότητα και τις παροχές που σχετίζονται με αυτήν, είναι η συζήτηση που ξεδιπλώθηκε τα προηγούμενα χρόνια γύρω από την άδεια μητρότητας και τη διάρκειά της. Αφετηρία της, στάθηκε η Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «για την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων γυναικών». Η πρόταση αφορούσε την τροποποίηση της ισχύουσας Οδηγίας (92/85/ΕΟΚ) στο σκέλος της άδειας μητρότητας. Συγκεκριμένα, η ισχύουσα μέχρι σήμερα Οδηγία προβλέπει άδεια μητρότητας «διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες». Η πρόταση αφορούσε την επιμήκυνση της διάρκειας της άδειας μητρότητας, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προτείνει αρχικά διάρκεια 20 βδομάδων.

Στη συζήτηση σε μια σειρά από όργανα της ΕΕ, η πλειοψηφία των κρατών - μελών τοποθετήθηκε κατά μιας ενδεχόμενης αύξησης της άδειας μητρότητας στις 20 βδομάδες, με πλήρεις αποδοχές για τις εργαζόμενες. Ο λόγος των αντιρρήσεων που εκδηλώθηκαν δεν ήταν άλλος από το κόστος. Ακολούθησαν αλλεπάλληλα παζάρια για μια μικρότερη αύξηση στη διάρκεια της άδειας μητρότητας, μεταξύ των 16 και 18 βδομάδων, όπως και διαπραγματεύσεις σχετικά με το επίπεδο των αποδοχών των εργαζόμενων μητέρων κατά το διάστημα της άδειας αυτής. Ούτε όμως και αυτά μπόρεσαν να οδηγήσουν σε μια κοινά αποδεκτή συμβιβαστική λύση.

Οσο για τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης στην παραπάνω συζήτηση, αυτή εξαρχής ήταν αρνητική σε οποιαδήποτε αύξηση της διάρκειας της άδειας μητρότητας πέρα από αυτήν που ήδη ισχύει στη χώρα. Η Ελλάδα χορηγεί άδεια μητρότητας διάρκειας 17 βδομάδων, δηλαδή 119 ημερών, από τις οποίες 56 μέρες χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού, ενώ οι υπόλοιπες 63 μέρες μετά τον τοκετό. Σχετικά με το ύψος των αποδοχών των γυναικών, η ελληνική πλευρά υποστήριξε την άποψη πως η άδεια μητρότητας πρέπει να αμείβεται με ποσό ισοδύναμο των αποδοχών ασθενείας και όχι με το μισθό που παίρνουν οι εργαζόμενες.

Η διαδικασία έχει κολλήσει, εδώ και πάνω από τρία χρόνια, στο στάδιο της πρώτης ανάγνωσης, αφού οι αντιρρήσεις που προέκυψαν ήταν ισχυρές. Μάλιστα, η συζήτηση δεν αναμένεται να αναθερμανθεί αλλά το πιο πιθανό είναι να παραμείνει η υπόθεση για το επόμενο διάστημα εκεί που ήδη βρίσκεται, δηλαδή «στον πάγο». Ετσι, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων της Ελληνικής Προεδρίας λείπει οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το ζήτημα.

...και οι «φθηνότερες» λύσεις

Ο σκοπός της πρότασης Οδηγίας για την επιμήκυνση της άδειας μητρότητας δεν περιοριζόταν στη «βελτίωση της παρεχόμενης προστασίας σε εγκύους, λεχώνες και γαλουχούσες», αλλά δίπλα σε αυτήν προσέθετε και την «ενθάρρυνση λήψης μέτρων με σκοπό τη συμφιλίωση επαγγελματικής, οικογενειακής και προσωπικής ζωής». Για τη «συμφιλίωση» αυτή, για το συνδυασμό δηλαδή της εργασίας με τη φροντίδα της οικογένειας και τις ευθύνες που βαραίνουν κατά κύριο λόγο τις γυναίκες στο πλαίσιό της, η ΕΕ προωθεί πιο «οικονομικές» λύσεις. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ευρωπαϊκή οδηγία για τις γονικές άδειες (2010/18/ΕΕ), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία το Μάρτη του 2012.

Η ενσωμάτωση της οδηγίας, στην ουσία, επέφερε μικρές αλλαγές στο καθεστώς που ήδη ίσχυε για τη γονική άδεια ανατροφής: Για την ακρίβεια, επιμήκυνε τη μέγιστη διάρκειά της από τους 3,5 στους 4 μήνες, για τον εργαζόμενο γονιό, μητέρα ή πατέρα, με προϋπόθεση τη συμπλήρωση ενός χρόνου εργασίας στον ίδιο εργοδότη. Ακόμα, αύξησε το διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί να γίνει χρήση της, αλλάζοντας το ανώτερο όριο ηλικίας του παιδιού από τα 3,5 στα 6 έτη. Τα παραπάνω, όμως, στην πραγματικότητα αποτελούν «κενό γράμμα», αφού η γονική άδεια ανατροφής είναι μια άδεια άνευ αποδοχών. Η μητέρα ή ο πατέρας, δηλαδή, που αποφασίζουν να κάνουν χρήση της μένουν χωρίς μισθό για όσο διάστημα αυτή διαρκεί.

Για το δικαίωμα στη μητρότητα και στη δουλειά με δικαιώματα

Οι δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να ικανοποιηθεί τόσο το δικαίωμα στη μητρότητα όσο και το δικαίωμα στην εργασία για τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα επιτεύγματα της επιστήμης, εξασφαλίζουν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για ουσιαστική και ολόπλευρη προστασία της μητρότητας: Για μέτρα προστασίας του γυναικείου οργανισμού στο χώρο δουλειάς, για άδειες μητρότητας που να ικανοποιούν τις ανάγκες της μητέρας και του βρέφους, για δημόσιες και δωρεάν υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες για τη λαϊκή οικογένεια.

Εμπόδιο στην πραγματοποίηση των δυνατοτήτων αυτών στέκεται το καπιταλιστικό σύστημα, οι νόμοι της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος. Ο συνδυασμός του δικαιώματος στη μητρότητα και την ουσιαστική προστασία της και στη σταθερή δουλειά με δικαιώματα απαιτεί η παραγωγή να οργανωθεί με βάση την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και των οικογενειών τους και όχι την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων. Το δρόμο αυτό έδειξε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού τον περασμένο αιώνα, στη Σοβιετική Ενωση και σε άλλες χώρες. Σε συνθήκες που αντικειμενικά υπολείπονταν από τις σύγχρονες δυνατότητες, οι γυναίκες στις χώρες αυτές γνώρισαν δικαιώματα τα οποία φαντάζουν αδύνατα για τις εργαζόμενες, τις άνεργες, τις νέες γυναίκες, που σήμερα βλέπουν κάθε κατάκτησή τους να πολιορκείται και να αλώνεται από την αντιλαϊκή επίθεση.

Ο συνδυασμός της μητρότητας και της εργασίας χωρίς αντιφάσεις μπορεί να γίνει πράξη στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου η προστασία της μητρότητας και η στήριξη της λαϊκής οικογένειας με κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές δε θα λογίζονται ως κόστος που περιορίζει τα κέρδη, αλλά ως κοινωνική ανάγκη που θα πρέπει να ικανοποιείται σε ανώτερο διαρκώς βαθμό. Σε ένα σύστημα στο οποίο η εργασία των γυναικών δε θα αποτελεί εφεδρεία για την κερδοφορία του κεφαλαίου αλλά η συμμετοχή τους στην κοινωνική παραγωγή θα γίνεται με σύγχρονα εργασιακά δικαιώματα, χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας και η αύξηση του κοινωνικού πλούτου θα μεταφράζεται σε βελτίωση της ζωής των ίδιων των γυναικών και των οικογενειών τους.


Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ