Σύμφωνα με το ΥΠΠΟ, το νομοσχέδιο «βελτιώνει» τον ισχύοντα νόμο για την πνευματική ιδιοκτησία του 1993 (σ.σ. να σημειωθεί ότι οι όροι «δικαίωμα» και «ιδιοκτησία» είναι εντελώς διαφορετικοί, αφού αν ένα δικαίωμα μετατραπεί σε «ιδιοκτησία» μπορεί στην πράξη να εμπορευματοποιηθεί), διότι γίνεται «ευκολότερη η διαδικτυακή πρόσβαση των πολιτών στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας» και φέρνει «περισσότερα έσοδα για τους καλλιτέχνες χάρη στην επέκταση της διάρκειας προστασίας κατά 20 έτη». Ομως, αυτή η επέκταση, όπως παραδέχεται το ΥΠΠΟ στο νομοσχέδιο «ευνοεί επίσης και τις δισκογραφικές εταιρείες, οι οποίες μπορεί να αυξήσουν τα έσοδά τους από την πώληση των φωνογραφημάτων τους σε καταστήματα ή στο διαδίκτυο, προκειμένου να εξοικονομήσουν κάποιους πόρους, που θα τους επιτρέψουν να προσαρμοστούν ταχύτερα στις ανάγκες των νέων επιχειρηματικών μοντέλων και να συνεχίσουν να επενδύουν σε νέα ταλέντα».
Αλλωστε, η ΕΕ, όχι μόνο στοχεύει, με συνδυασμό ενεργειών στον πολιτιστικό τομέα τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, στην πλήρη εμπορευματοποίηση των πνευματικών δικαιωμάτων σε βάρος, φυσικά, των δημιουργών, αλλά δεν το κρύβει κιόλας: Μόλις τον περασμένο Οκτώβρη, σε ομιλία της στο Βίλνιους της Λιθουανίας, η Ανδρούλλα Βασιλείου, επίτροπος Εκπαίδευσης, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας της ΕΕ, σημείωσε ότι οι «δημιουργικές» επιχειρήσεις «πρέπει να αναπτύξουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα και «τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τις ιδιαιτερότητες του τομέα (...) Οι τράπεζες δεν έχουν γνώση για το πώς να αξιολογούν τα περιουσιακά στοιχεία των δημιουργικών επιχειρήσεων (όπως τα πνευματικά δικαιώματα, άδειες) και συνεπώς είναι απρόθυμες να κάνουν χρήση αυτών ως εγγύηση για δάνεια. Την ίδια στιγμή, οι πολιτιστικοί φορείς είναι γενικά απρόθυμοι να ψάξουν για τραπεζική χρηματοδότηση και αυτό εμποδίζει, επίσης, τις τράπεζες από τη δημιουργία αυτής της εξειδικευμένης γνώσης»! Η ΕΕ, λοιπόν, προτείνει ανοιχτά ως «λύση» τη μετατροπή ακόμη και των πνευματικών δικαιωμάτων και αδειών σε... εγγυήσεις για τραπεζικό δανεισμό.
Σε σχέση με την ψηφιοποίηση συλλογών, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα σε συγκεκριμένους πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς φορείς (βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα, μουσεία, αρχεία, ιδρύματα κινηματογραφικής ή ακουστικής κληρονομιάς και δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς) να ψηφιοποιήσουν τα έργα που βρίσκονται στις συλλογές τους και να τα καταστήσουν προσβάσιμα στο κοινό, μετά από μια συγκεκριμένη διαδικασία που αναφέρεται ως «επιμελής αναζήτηση». Η δυνατότητα αυτή αφορά μόνο σε έργα «τα οποία προστατεύονται μεν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικό δικαίωμα, αλλά οι δικαιούχοι τους είτε είναι άγνωστοι, είτε δεν μπορούν να εντοπιστούν (τα λεγόμενα «ορφανά έργα»)». Το ΥΠΠΟ υποστηρίζει ότι η«ψηφιοποίηση και η διάθεση των έργων στο κοινό θα είναι δυνατή για πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς μη κερδοσκοπικούς σκοπούς μόνο».
Ωστόσο, εδώ και χρόνια, κυρίως από το 2008 που παρουσιάστηκε η Ευρωπαϊκή Ψηφιακή Βιβλιοθήκη, μαίνεται ένας ακόμη άγριος ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων από τις δύο όχθες του Ατλαντικού - αλλά και μεταξύ τους όπως τα αμερικανικά Google και Amazon - ακριβώς επειδή η ψηφιοποίηση, τόσο της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και της σύγχρονης δημιουργίας, αποτελεί για τον καπιταλισμό ένα κερδοφόρο «φιλέτο» που δεν σκοπεύουν να το «μοιραστούν» φυσικά με κανέναν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΕ προβάλλει ήδη από το 2008 το μοντέλο των «ΣΔΙΤ» (σ.σ. Σύμπραξη Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα) στην πολιτιστική κληρονομιά και τη σύγχρονη δημιουργία, ενώ, τον περασμένο Γενάρη, σε ημερίδα για την ψηφιοποίηση, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ σημείωνε, αντανακλώντας την κυρίαρχη πολιτική της ΕΕ, ότι «η αξιοποίηση του πολιτιστικού αποθέματος, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων στόχων και των αναγκών του ίδιου του Τομέα, μπορεί να συμβάλει με δυναμικό και καθοριστικό τρόπο στην ανάπτυξη και πολλών άλλων κλάδων της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας, ιδίως δε του Τουρισμού». Αφού, «τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσεία, καθώς και όλες οι δράσεις πολιτιστικού και κοινωνικού χαρακτήρα που συνδέονται με αυτά, αποτελούν πόλους έλξης σημαντικών οικονομικών δραστηριοτήτων και ανάπτυξης βιώσιμων επενδύσεων με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στο χώρο του τουρισμού, του εμπορίου και των υπηρεσιών γενικότερα» (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας).