Ο «Ρ» συζητά με αγρότες που βρίσκονται σχεδόν ένα μήνα στο μπλόκο της Νίκαιας
Σε μεγάλο βαθμό, αν όχι συνολικά, μια σειρά συνηθισμένα συνθήματα έχουν για την κοινή, όσο κοινή μπορεί να είναι, συνείδηση που αναπτύσσει ο «αγρότης του μπλόκου» τετριμμένο χαρακτήρα: Τα κοινοτικά προγράμματα είναι «για τους λίγους», τα αγροτικά δάνεια δεν ενισχύουν τον παραγωγό αλλά «του περνάνε θηλιά στο λαιμό», δε θέλουν να ενισχύουν την αγροτική παραγωγή, αλλά να «φυτέψουν» παντού «λαμπογυάλια» (σ.σ. φωτοβολταϊκά).
Το περασμένο Σάββατο βρεθήκαμε στο μπλόκο της Νίκαιας. Σε μία πιστή καταγραφή των προβλημάτων που ακολουθεί, γίνεται ολοφάνερο ότι στην αγροτική συνείδηση ενισχύεται όλο και περισσότερο ένα στοιχείο ποιοτικά διαφορετικό από πριν. Στοιχείο ...«επικίνδυνο» για τους αστούς και την εξουσία τους: Οι μικρομεσαίοι αγρότες καταλαβαίνουν ότι κυβέρνηση, τραπεζίτης, εμπορομεσάζοντας, οι «μεγάλοι» ντόπιοι και ξένοι, δουλεύουν με σχέδιο για να ξεπαστρέψουν τη φτωχή αγροτιά. Κουβεντιάζουν όλο και περισσότερο ότι η επιβίωσή τους περνά από άλλο δρόμο και ότι πρέπει με άλλα μέσα να την υπερασπίσουν...
Από τη συζήτηση με τους αγρότες |
Λίγο πιο κάτω μπαίνουμε στο αντίσκηνο που έχουν στήσει αγρότες - μέλη του Αγροτικού Συλλόγου Κοσκινά Καρδίτσας. Η βαμβακοκαλλιέργεια της περιοχής πλήττεται τα τελευταία χρόνια συστηματικά από το «πράσινο σκουλήκι», ένας ακόμη αρνητικός παράγοντας, εξαιτίας και του αντιαγροτικού κανονισμού αποζημιώσεων που έχει βυθιστεί το εισόδημά τους. Οπως μας λέει ο Νώντας Λόιας για να μην πάει χαμένη εντελώς η σοδειά απαιτούνται κατά μέσο όρο τέσσερα ψεκάσματα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ακόμη περισσότερο το κόστος παραγωγής, αφού κάθε ψέκασμα κοστίζει 4 ευρώ ανά στρέμμα. Αν υπολογιστεί ως μέσος όρος απόδοσης ανά στρέμμα για το βαμβάκι στην περιοχή τα 300 κιλά, ο παραγωγός προσδοκά περί τα 30 - 40 ευρώ ανά στρέμμα, δηλαδή για 100 στρέμματα που είναι ο μέσος όρος καλλιέργειας στην περιοχή, μιλάμε για 3.000 με 4.000 ευρώ το χρόνο από την εμπορική τιμή διάθεσης του προϊόντος.
«Υπολογίστε ακόμη, προσθέτει ο Γιώργος Τίκας, ότι όλοι μας χρωστάμε στις τράπεζες οπότε και η επιδότηση που κατατίθεται στους λογαριασμούς μας παρακρατείται πριν προλάβουμε να δούμε καν πολλές φορές ότι μπήκαν στους λογαριασμούς μας». Τα πράγματα από φέτος γίνονται ακόμη πιο δύσκολα, εξαιτίας της άρνησης των προμηθευτών και εμπόρων να δώσουν με πίστωση αγροτικά εφόδια. «Θέλουν όλα τα χρήματα μπροστά για να σου δώσουν σπόρους ή λιπάσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα καύσιμα. Τα πρατήρια, και με το δίκιο τους, δε θα γεμίσουν τα ρεζερβουάρ αν δεν πληρώσεις επιτόπου», λέει ο Θανάσης Κούλπας.
Σάββατο απόγευμα, διόδια Μορφοχωρίου Λάρισας: Οι αγρότες «ανοίγουν» τους δρόμους... |
Ο Κώστας Τσουκαλάς 43 ετών, από τον Αγροτικό Σύλλογο Παλαμά Καρδίτσας, στέκεται στην «κοροϊδία», όπως λέει χαρακτηριστικά, των «σχεδίων βελτίωσης», τα «επιδοτούμενα» προγράμματα της ΕΕ για την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό των καλλιεργειών. «Για να εγκριθεί η πρόταση του κάθε αγρότη, λέει, θα πρέπει κατ' αρχήν να βάλει το μεγαλύτερος μέρος της επένδυσης, το 60% περίπου, σε μετρητά ο ίδιος. Ποιος αγρότης μικρός ή μεσαίος είναι σε θέση σήμερα να διαθέτει μετρητά; Εδώ λέμε ότι δεν μπορούμε να βάλουμε πετρέλαιο στα τρακτέρ να ξεκινήσουμε το όργωμα. Καθαρή κοροϊδία, για να ακούν άνθρωποι της πόλης και να λένε να, τόσα δισ. τσάμπα από την Ευρωπαϊκή Ενωση παίρνουν οι αγρότες, δεν τους φτάνουν; Τα πράγματα είναι καθαρά, τα επιδοτούμενα προγράμματα δεν είναι για μας τους μικρούς αγρότες».
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο των αγροτών, με το αρμόδιο υπουργείο και την κυβέρνηση να επαίρονται επειδή αυτή θα δοθεί κατά έξι μήνες νωρίτερα από το συνηθισμένο, Φλεβάρη δηλαδή αντί για Ιούνη. «Κατ' αρχήν δεν πήραμε ακόμη ούτε σεντς. Αλλά ας πούμε ότι μας δίνονται αυτά τα χρήματα τις επόμενες μέρες, νομίζουν ότι θα σωθεί η κατάσταση;» λέει ο ξανά ο Θ. Κούλπας. «Παίζουν με τις λέξεις εκεί στην κυβέρνηση και από κοντά παπαγαλίζουν και οι δικοί τους οι δημοσιογράφοι», παρεμβαίνει ο Γ. Τίκας: «Για ποια προκαταβολή μιλάνε; Αυτά είναι περσινά λεφτά, είναι η επιστροφή για το πετρέλαιο του 2012. Τον Δεκέμβρη που μας πέρασε, μας έδωσαν τα λεφτά του 2011, τα οποία έχουν κοπεί έτσι κι αλλιώς κατά 30%.»
Μέσα σε όλα αυτά είχαμε και την πρόσφατη ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας. «Ηταν που ήταν άσχημα τα πράγματα με τα δάνεια, τώρα γίνονται ακόμη χειρότερα. Αγροτικά δάνεια πλέον για τη συντριπτική πλειοψηφία των παραγωγών δε χορηγούνται, αλλά ας πούμε ότι υπάρχουν μικροί ή μεσαίοι αγρότες που δεν είχαν εκτεθεί σε δανεισμό τα προηγούμενα χρόνια, τους ζητάνε επιτόκιο 7,5% από 3,5% που ήταν πριν από δύο ή τρία χρόνια. Αν δεν είσαι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, θα λάβεις πίστωση με 10,7% επιτόκιο», λέει ο Θανάσης Καϊδαντζής, 50 ετών βαμβακοκαλλιεργητής συνολικής έκτασης 45 στρεμμάτων. Οπως λέει ο ίδιος, ανήκει στην κατηγορία του αγροτοεργάτη, καθώς η έκταση που διαθέτει είναι πολύ μικρή για να αποδώσει εισόδημα, όχι «αξιοπρέπειας» ούτε καν «επιβίωσης» με τα σημερινά δεδομένα. Αναγκαστικά αναζητά μεροκάματο και στην οικοδομή, μόνο που τα τελευταία 2 χρόνια έχει κι αυτό μειωθεί κατά πολύ, καθώς ο κατασκευαστικός κλάδος έχει καταρρεύσει και στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Ο Βάιος Φίλος, αντιπρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Προαστίου Καρδίτσας, ενός συλλόγου που κατά κύριο λόγο τα μέλη του ασχολούνται με την καλλιέργεια πεπονιού, μας παρουσιάζει ανάλογα προβλήματα που έχουν και οι συνάδελφοί του βαμβακοκαλλιεργητές: Πτώση τιμών παραγωγού, ραγδαία αύξηση του κόστους παραγωγής, μείωση αποζημιώσεων από τον ΕΛΓΑ έναντι ζημιών που συμβαίνουν πολύ συχνά σε μία ευπαθή καλλιέργεια όπως είναι η συγκεκριμένη. «Η μέση τιμή που αγοράζουν οι εμπορομεσάζοντες το προϊόν μας είναι γύρω στα 15 λεπτά το κιλό, όταν στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη έχει πάνω από 1 έως 1,5 ευρώ. Καταλαβαίνετε ότι όλη αυτή τη διαφορά την καρπώνονται άνθρωποι που δεν παίζουν κανέναν ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή. Ακόμη κι όταν προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή με τις κεντρικές λαχαναγορές σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, πέσαμε "πάνω σε τοίχο". Μας είπανε ότι δεν μπορούν να αγοράσουν κατευθείαν από εμάς, γιατί αν παραμέριζαν τους μεσάζοντες μόνο για ένα προϊόν, εκείνοι είναι σε θέση να σταματήσουν τον εφοδιασμό των υπολοίπων προϊόντων. Είναι ένα τεράστιο "κύκλωμα" που δεν σπάει με την "καλή διάθεση" του ενός ή του άλλου. Χρειάζεται άλλου τύπου οργάνωση και σχεδιασμός στη διάθεση των προϊόντων», καταλήγει.