Motion Team |
Το θέμα επανέφερε στο προσκήνιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία παρουσίασε νέα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με το ποσοστό των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών, στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, στις 25 Γενάρη. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το ποσοστό των γυναικών στα Διοικητικά Συμβούλια των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών αυξήθηκαν στο 15,8% από 13,7% τον Ιανουάριο του 2012. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει μάλιστα πως η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί μέσα σε διάστημα ενός έτους. Εκτιμά πως η αύξηση του ποσοστού είναι αποτέλεσμα των συζητήσεων και των σχετικών αποφάσεων που προηγήθηκαν στην ΕΕ. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Νοέμβρη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόταση η οποία θέτει ως στόχο να ανέλθει το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στα Διοικητικά Συμβούλια στο 40% έως το 2020 όσον αφορά τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, ενώ όσον αφορά τις εισηγμένες δημόσιες επιχειρήσεις το αντίστοιχο χρονικό όριο είναι το 2018. Ορισμένα κράτη - μέλη της ΕΕ έχουν νομοθετήσει σχετικές ρυθμίσεις, ενώ άλλα έχουν ορίσει μια περίοδο «εθελοντικής προσαρμογής» στους στόχους αυτούς για τις επιχειρήσεις, πριν προχωρήσουν στην υποχρέωσή τους με νόμο να προσαρμόσουν τη σύνθεση των διοικητικών τους συμβουλίων.
Με παρόμοιο στόχο αναπτύχθηκε η συζήτηση που πυροδότησε πρόσφατη έρευνα της ICΑP με θέμα τις γυναίκες επικεφαλής επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Με βάση τα αποτελέσματά της το 1/5 του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δηλαδή ποσοστό περίπου 19%, διοικείται από γυναίκες. Ακόμα σημειώνει πως το 9% των πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων έχουν επικεφαλής τους γυναίκες. Το ποσοστό των γυναικών που βρίσκονται «στο τιμόνι» είναι μεγαλύτερο στις μικρότερες επιχειρήσεις: Για παράδειγμα, σε όσες έχουν κύκλο εργασιών μικρότερο από 2 εκατομμύρια ευρώ, όπως και σε αυτές με προσωπικό λιγότερο από 10 άτομα, το ποσοστό ξεπερνά το 20%. Στις μεγάλες επιχειρήσεις με προσωπικό που υπερβαίνει τους 250 εργαζόμενους το ποσοστό είναι χαμηλότερο και κυμαίνεται περίπου στο 6%.
Η έρευνα ασχολείται ιδιαίτερα με τις 500 μεγαλύτερες, με κριτήριο τον κύκλο των εργασιών τους, επιχειρήσεις που έχουν επικεφαλής τους γυναίκες, ως διευθύνουσες συμβούλους, γενικές διευθύντριες ή διαχειρίστριες. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσον αφορά τις γυναίκες που κατέχουν μια τέτοια θέση, οι 7 στις 10 συνδέονται με την εταιρεία και μετοχικά, είναι δηλαδή ιδιοκτήτριες ή κατέχουν πακέτο μετοχών της εταιρείας. Μάλιστα, σε ποσοστό 62,8% εκτιμούν ότι θα διευρύνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους μέσα στην επόμενη πενταετία. Με την προβολή των περιπτώσεων αυτών ως παραδείγματα προς μίμηση, επιδιώκουν να καλλιεργήσουν στις εργαζόμενες, τις άνεργες και τις αυτοαπασχολούμενες που πνίγονται από τα χρέη και την αναδουλειά, αυταπάτες πως μπορούν και οι ίδιες να γίνουν επιτυχημένες επιχειρηματίες. Παράλληλα με την προπαγάνδα αυτή και με στόχο να την ενισχύσουν, τους πετούν σαν «δόλωμα» τα διάφορα προγράμματα και μικροεπιδοτήσεις για την ανάπτυξη της «γυναικείας επιχειρηματικότητας».
Φροντίζουν, βέβαια, να κρύψουν πως τα πρότυπα που παρουσιάζουν έχτισαν και χτίζουν τις επιχειρήσεις και τις περιουσίες τους πάνω στην εκμετάλλευση της δουλειάς και του μόχθου των εργαζομένων, και ιδιαίτερα των γυναικών και της νεολαίας που χρησιμοποιούνται ως πιο φθηνό, ευέλικτο εργατικό δυναμικό, συχνά με «μαύρη» εργασία. Δεν αρκούνται στις αυταπάτες, αλλά θέλουν οι γυναίκες της λαϊκής οικογένειας να στηρίζουν ενεργά την πολιτική και τα μέτρα υπέρ των εκμεταλλευτών τους. Οπως παρουσιάζει η έρευνα, οι συμμετέχουσες ρωτήθηκαν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη στην Ελλάδα. Το 91,7% από αυτές αξιολόγησε την «ασάφεια στις κυβερνητικές πολιτικές που αφορούν τις επιχειρήσεις» ως «πολύ» ή «πάρα πολύ» σημαντικό πρόβλημα επιχειρηματικότητας για τις γυναίκες, ακολούθησε με ποσοστό 89,4% η «υπερβολική γραφειοκρατία» και με 83% το «περίπλοκο φορολογικό σύστημα». Με βάση τα παραπάνω φτάνουν στο συμπέρασμα πως είναι αναγκαία η «εξάλειψη των όποιων στρεβλώσεων στο νομοθετικό και φορολογικό σύστημα», καθώς και η «ανάληψη σαφών πολιτικών από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων». Θέλουν, με άλλα λόγια, να πείσουν τις γυναίκες της εργατικής τάξης να μιλούν, ακόμα και να διεκδικούν, εξ ονόματος των εκμεταλλευτών τους και των συμφερόντων τους. Να διεκδικούν μείωση της φορολογίας για το κεφάλαιο, τη στιγμή μάλιστα που η φορολεηλασία πνίγει τις δικές τους οικογένειες. Να βάζουν θετικό πρόσημο στα λεγόμενα μέτρα τόνωσης της «ανταγωνιστικότητας», στα μέτρα δηλαδή αυτά που μειώνουν τους μισθούς και πετσοκόβουν τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα, προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Και όλα αυτά με το επιχείρημα πως έτσι διευκολύνεται η «γυναικεία επιχειρηματικότητα».
Αντί να στοιχηθούν πίσω από επιχειρήματα και απόψεις με ενοποιητικό στοιχείο το φύλο, που είναι πέρα για πέρα εχθρικές για τα δικαιώματα και τη ζωή τους, οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων μπορούν και πρέπει να σηκώσουν τη σημαία της ενότητας και πάλης στη βάση των δικών τους συμφερόντων, για να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες ανάγκες των ίδιων και των οικογενειών τους. Να κρίνουν τα πρότυπα και τις πολιτικές που τους διαφημίζουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων με μέτρο τα δικαιώματα και τις ανάγκες τους. Να τα απορρίψουν και να τα μετατρέψουν από παράγοντες που συμβάλλουν στην ενσωμάτωση και τη χειραγώγησή τους, σε πρόσθετους λόγους για να γίνει πιο αποφασιστική η συμμετοχή τους στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, στην οργανωμένη πάλη για την παρεμπόδιση και την ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας των μονοπωλίων.