Σε χτεσινές του δηλώσεις στον «Φλας», ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Α. Ρουπακιώτης, τόνισε: «Το νομοσχέδιο αυτό παρεισάγει νέες μεθόδους στη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, νέες δικαιικές αντιλήψεις σε ό,τι αφορά στον εντοπισμό των ενόχων, στον προσδιορισμό των πράξεων, αλλά και στην τιμωρία τους από τα δικαστήρια. Ειδικότερα εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι αναζητούνται ερείσματα ακόμη και στην ιστορία, γιατί φαίνεται, ότι και οι ίδιοι διαισθάνονται πως δεν υπήρχαν αυτές οι κοινωνικές και δικαιικές ανάγκες για ένα νομοσχέδιο.
Είμαι μαζί με εκείνους τους νομικούς που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην αρμόδια επιτροπή, οι οποίοι είπαν με μια φωνή ότι το δικαιικό μας πλαίσιο είναι πλήρες για τον εντοπισμό υπαιτίων και εγκληματικών πράξεων, είτε αφορά το οργανωμένο έγκλημα είτε τις ενέργειες τρομοκρατικών οργανώσεων. Από τη στιγμή που το δικαιικό μας πλαίσιο, τόσο στο δικονομικό μέρος, στη διαδικασία που προηγείται της κύριας δίκης, όσο και στην κύρια δίκη, αποδείχτηκε, τουλάχιστον κατά την άποψη των ποινικολόγων που το υπουργείο Δικαιοσύνης κάλεσε, ότι είναι πλήρες, έχω κι εγώ την ίδια άποψη.
Εχω την εντύπωση ότι υπάρχει διάχυση μιας φοβίας στην ελληνική κοινωνία, ότι ο ένας θα παρακολουθεί τον άλλον με κάμερες, με παραβιάσεις του απορρήτου, με κάθε τρόπο που να δίνει τη δυνατότητα ανακάλυψης κάποιων στοιχείων. Προς τι; Συμμεριζόμαστε ότι υπάρχουν σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες ώστε να φτιάξουμε έναν νόμο, ότι υπάρχουν σύγχρονες δικαιικές ανάγκες; Αυτό διαχέεται μέσα σε όλο το νομοσχέδιο.
Από τη στιγμή που μόνο με ενδείξεις, όπως έτσι καταγράφεται στο νομοσχέδιο, μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή ένα σύστημα παρακολούθησης ή ακόμα και να συλληφθούν κάποιοι, που με ενδείξεις και μόνο μπορεί να θεωρούνται υπαίτιοι... Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρχει μια μαρτυρία από κάποιον που δε θα τον μάθουμε ποτέ... Διότι μεταξύ των άλλων ρυθμίσεων προβλέπεται ότι διασφαλίζονται οι μάρτυρες, όχι μόνο στη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά μπορεί να μη μάθουμε ποτέ τα στοιχεία του. Να υπάρχει μια κατάθεση κάποιου αγνώστου με ψευδώνυμο ή άλλα στοιχεία ώστε να μη φτάσει κανείς στην αναζήτησή του και να πει κανείς ότι κάποιος έκανε αυτό.
Αυτό ξεπερνά τα όρια της συνταγματικής και δικαιικής μας νομιμότητας. Ερχεται να παρεισαγάγει νέα στοιχεία στο δικαιικό μας σύστημα, που θέτουν σε μια διακινδύνευση τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Οσον αφορά το DNA. Το πρόβλημα για όσους κατηγορούνται είναι μέχρι να φτάσουν στο δικαστήριο. Παρότι έχουμε διατάξεις που μας διασφαλίζουν είναι γνωστό ότι σε κάποιους σκοτεινούς διαδρόμους ή υπόγεια, αυτές οι διατάξεις κάμπτονται κατά κανόνα. Αν αυτό συμβαίνει σήμερα, σκεφτείτε με τη δυνατότητα που θα υπάρξει, της αξιοποίησης του γενετικού υλικού, που οι επιστήμονες έχουν μείνει εκστασιασμένοι στις απεριόριστες δυνατότητες που μπορεί να υπάρχουν... Βέβαια, ως νομική καταγραφή, για να μην πω κατασκευή, είναι καλή. Λέει ότι ο έλεγχος του DNA θα αποφασίζεται από ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, θα γίνεται μόνο για μεγάλα εγκλήματα και θα καταστρέφεται το υλικό. Αυτό ως καταγραφή είναι καλή. Αλλά ερωτώ, με την πλευρά της εμπειρίας μας, πόσο μπορεί να διασφαλίζεται ένας πολίτης όταν, χωρίς τη δική του θέληση, θα αξιοποιείται αυτό το υλικό.
Τέλος, τι έφταιξαν τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια που αφαιρούνται αυτές οι αρμοδιότητες από αυτά και εισάγονται αυτές οι υποθέσεις σε δικαστήρια τακτικών δικαστών. Είναι η γενικότερη αντίληψη αμφισβήτησης της συμμετοχής του λαϊκού παράγοντα σε αυτά τα δικαστήρια. Στις ΗΠΑ, όπως έχει γραφτεί, όπου υπάρχει μια υστερική αντίληψη για τα εγκλήματα που έχουν σχέση με την τρομοκρατία, όλα τα δικαστήρια είναι ορκωτά. Ετσι, λοιπόν, εδώ, αμφισβητείται το μεικτό ορκωτό δικαστήριο όταν δε δοκιμάστηκε η αξιοπιστία του».