Στον κλάδο παραγωγής ειδών καλλιτεχνικής χειροτεχνίας, όπως ακριβέστερα θα έπρεπε να προσδιορίσουμε αυτό το χώρο, που με ευκολία προσδιορίζεται σαν παραγωγή ειδών λαϊκής τέχνης, δραστηριοποιούνται περί τις 3.000 επιχειρήσεις - 6.000 κατά τον ΕΟΜΜΕΧ - από τις οποίες περίπου το 50% βρίσκεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής και οι υπόλοιπες σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα. Πόλοι συγκέντρωσης τέτοιων επιχειρήσεων είναι, μετά την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τα Χανιά, η Ρόδος, τα Γιάννενα και ο Βόλος. Περιοχές, δηλαδή, όπου παρουσιάζεται αυξημένη τουριστική κίνηση, καθώς ο κύριος όγκος των προϊόντων αυτών διοχετεύονται μέσα από τις τουριστικές αγορές της χώρας προς τα καταστήματα που πωλούν αναμνηστικά για τους ξένους τουρίστες.
Ο κλάδος περιλαμβάνει την παραγωγή κυρίως κεραμικών - τα οποία αποτελούν και το 50% περίπου της βιοτεχνικής παραγωγής του κλάδου - ρούχων, μεταλλικών αντικειμένων, εικόνων, υφαντών, καθώς και άλλων ειδών από υλικά, που χρησιμοποιούνται για αντικείμενα διακοσμητικού κυρίως χαρακτήρα.
Σε ό,τι αφορά τη δυναμικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, είναι κυρίως επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα, όπου απασχολείται ο ίδιος ο φορέας και μέλη της οικογένειάς του ή υπάρχουν το πολύ μέχρι τρεις εργαζόμενοι. Το 95%, δηλαδή, των επιχειρήσεων αποτελείται από πέντε απασχολούμενους συνολικά, ενώ ο ετήσιος τζίρος κινείται στα 20 - 70 εκατ. το χρόνο.
Επόμενο είναι ότι οι αδυναμίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, όπως τονίστηκε και σε πρόσφατη ημερίδα που οργανώθηκε από την Ενωση Βιοτεχνών Ειδών Λαϊκής Τέχνης, είναι όλα εκείνα που πηγάζουν από το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σ' αυτόν, δηλαδή, έλλειψη εξειδικευμένου στελεχικού δυναμικού, αδυναμία πρόσβασης στα χρηματοδοτικά προγράμματα, η φορολογική αφαίμαξη, αδυναμία προώθησης των προϊόντων, με άμεσο αποτέλεσμα τη συνεχόμενη τα τελευταία χρόνια πτώση του τζίρου.
Την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος έχει μπει σε τροχιά βίαιης συρρίκνωσης. Οι εκπρόσωποί του εκτιμούν ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, πέρα από την ασκούμενη πολιτική που επιβάλλει αλυσιδωτά μέτρα που πλήττουν τη μικρή επιχείρηση, και στην έλλειψη σταθερότητας στην περιοχή των Βαλκανίων με τις αυτονόητες συνέπειες για τον τουρισμό, που είναι οι «πνεύμονες» του κλάδου, στην ποιότητα των ξένων τουριστών που αποτελείται από τουρίστες που δεν είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν τόσα χρήματα για τον κλάδο ώστε να συντηρείται επαρκώς, καθώς και στην αθρόα εισαγωγή αντικειμένων καλλιτεχνικής χειροτεχνίας και βιοτεχνίας από χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού, όπως η Κίνα, η Ταϊλάνδη, η Ταϊβάν, το Πακιστάν, η Ινδία κλπ. Προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά προς τα ελληνικά ως προς την ποιότητα, είναι, όμως, τόσο ανταγωνιστικές οι τιμές τους, που δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα στην ελληνική παραγωγή.
Παράλληλα, από τη μεριά της κυβέρνησης δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός κλαδικής πολιτικής. Επιπλέον, εάν στο Β` ΚΠΣ προβλέπονταν κάποια κονδύλια για τη χειροτεχνία που διαχειρίστηκε ο ΕΟΜΜΕΧ, στο Γ` ΚΠΣ δεν προβλέπεται κάτι ανάλογο. Ταυτόχρονα, ο ΕΟΜΜΕΧ οδηγείται με επιλογή της κυβέρνησης σε σταδιακή απαξίωση. Ας σημειωθεί, δε, ότι κοντά σ' όλα αυτά, υπονομεύεται και η ίδια η ποιότητα των ελληνικών ειδών λαϊκής τέχνης με την έλλειψη σχετικής σχολής που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν παράγοντα πιστοποίησης της ποιότητας.
Τέλος, πρόσφατα, οι χιλιάδες μικρές βιοτεχνίες του κλάδου της καλλιτεχνικής χειροτεχνίας δέχτηκαν από την κυβέρνηση ένα ακόμα πλήγμα, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τους όρους που έθεσε, προκειμένου να επιλεγούν οι επιχειρήσεις που θα παράγουν τα προϊόντα που θα φέρουν το σήμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οπως καταγγέλλει η Ενωση Βιοτεχνών Ειδών Λαϊκής Τέχνης, η κυβέρνηση με τους όρους που έθεσε αποκλείει τις μικρές επιχειρήσεις και την πίτα των εσόδων από αυτά τα είδη θα καρπωθούν μεγάλες επιχειρήσεις και, μάλιστα, εμπορικές, που είναι αμφίβολο εάν τα είδη που θα εμπορευτούν θα κατασκευαστούν από ελληνικά χέρια. Οπως προέβλεψε χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρόεδρος της Ενωσης Οδ. Κουμάτος, «τελικά από αυτούς που θα πάρουν, οι περισσότεροι θα είναι άνθρωποι, που ενδεχομένως δεν έχουν καμία σχέση με τον κλάδο και απλώς θα πληρούν τις οικονομικές προϋποθέσεις». Να είστε σίγουροι», τόνιζε, «ότι πολλά από αυτά τα αντικείμενα θα φτιαχτούν σε άλλες χώρες».