Στην αγορανομική διάταξη υπάγονται οι επιχειρήσεις που εμπορεύονται συσκευασμένο ελαιόλαδο, σπορέλαια συσκευασμένα, ζυμαρικά, ρύζι, άλευρα, σιμιγδάλι, μαργαρίνες, τυριά, βούτυρο, γιαούρτι, γάλα, προϊόντα αλλαντοποιίας, κατεψυγμένα λαχανικά, φυτικά λίπη, καφέδες συσκευασμένους, άρτο - αρτοσκευάσματα, κρέας νωπό συσκευασμένο, ψάρια, εμφιαλωμένο νερό, αναψυκτικά, χυμούς, μπίρες εγχώριας παραγωγής, είδη ατομικής φροντίδας αναλώσιμα, είδη καθαρισμού, χαρτικά, εφόδια νοικοκυριού, ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Με την ίδια αγορανομική διάταξη, «υποχρεώνονται» να γνωστοποιούν τους τιμοκαταλόγους- όταν πραγματοποιούν αυξήσεις τιμών- τα διαγνωστικά κέντρα, οι κλινικές, οι ασφαλιστικές εταιρίες για ασφάλιστρα αυτοκινήτων, ζωής και κατοικίας.
Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο ότι η έκδοση της συγκεκριμένης διάταξης έρχεται μετά τις αυξήσεις σε μια σειρά ειδών και υπηρεσιών πλατιάς κατανάλωσης όπως στα αναψυκτικά κατά 4%, στα νερά κατά 5,5%, στο γάλα κατά 5%, όσο και στα ασφάλιστρα των ΙΧ που φτάνουν μέχρι 11% και στις υπηρεσίες ιδιωτικών κλινικών κατά 9% τον προηγούμενο χρόνο. Στην ουσία πρόκειται για ανατύπωση παλαιότερης αγορανομικής διάταξης -που οι επιχειρήσεις είχαν στην πράξη αχρηστεύσει- με το ίδιο περιεχόμενο, στην οποία προστέθηκαν κάποιοι ακόμα κλάδοι που οι τιμές των υπηρεσιών τους επιβαρύνουν τη διαμόρφωση του πληθωρισμού.
Είναι, επίσης, φανερό, ότι η παραπάνω αγορανομική διάταξη δεν είναι παρά «ντουφεκιές στον αέρα» σε ό,τι αφορά τη συγκράτηση των αυξήσεων. Κι αυτό, καθώς σε κάθε περίπτωση η διαμόρφωση των τιμών γίνεται «ελεύθερα» όσο η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης ακολουθεί με ευλάβεια την πολιτική της «απελευθερωμένης αγοράς» και του «ελεύθερου ανταγωνισμού», έχει, δηλαδή, απεμπολήσει κάθε μέσο συγκράτησης των αυξήσεων. Εξάλλου, αυτό αποδείχτηκε και με την προηγούμενη ανάλογου τύπου διάταξη που ουδόλως εμπόδισε τους επιχειρηματίες να επιβάλουν αυξήσεις όποτε και όσο επέβαλαν τα κέρδη τους.