«Εφυγε» το Σάββατο 3.9.2011, σε ηλικία εκατόν τριών χρόνων, η Βασιλική Τσερμέγκα - Πετσάκου, η τελευταία της γενιάς από την οικογένεια Τσερμέγκα που έδωσε αγωνιστές και θύματα στον αγώνα της Ισπανίας, της χώρας μας, στις ΗΠΑ, στην Πολωνία... Η κηδεία της σ. Βασιλικής έγινε προχτές την Κυριακή στο χωριό της, το Μαυράτο της Ικαριάς, όπου την ξεπροβόδισαν οι σύντροφοί της, συντοπίτες Ικαριώτες και χωριανοί της, αποτίοντας φόρο τιμής για την τεράστια προσφορά της ίδιας και της οικογένειάς της στους αγώνες του λαού μας και άλλων λαών για λευτεριά, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική προκοπή. Κόρη - το τρίτο παιδί - της οικογένειας Δημήτρη και Αργυρής Τσερμέγκα, μιας οικογένειας που έδωσε τα πάντα στον αγώνα μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, σε όποια χώρα κι αν βρέθηκαν, η Βασιλική Τσερμέγκα που γεννήθηκε στα 1909 εκτοπίστηκε το 1949 στην Ικαρία, το 1950 βρέθηκε στη Μακρόνησο, το 1952 στην Ασφάλεια του Πειραιά και, τέλος, το 1955 για 4 μήνες στη Σάμο.
Αποχαιρετώντας την σ. Βασιλική - «μια ξεχωριστή προσωπικότητα του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος, μια υπέροχη αγωνίστρια, γυναίκα και μητέρα» - από την ΚΟ Ικαρίας και Φούρνων του ΚΚΕ ο σ. Νίκος Λαρδάς, μέλος της ΝΕ Ικαρίας, αφού αναφέρθηκε στην αγωνιστική πορεία της ζωής της και όλης της οικογένειάς της, σημείωσε: «Στο πρόσωπό σου, σ. Βασιλική, γνωρίσαμε την ξεχωριστή προσωπικότητα αυτού του Ανθρώπου που δε σκύβει το κεφάλι μπροστά στον ισχυρό δυνάστη, που δε συμβιβάζεται με ό,τι καταπιέζει το δίκιο και μειώνει την ανθρωπιά του».
Στη μνήμη της Βασιλικής Τσερμέγκα - Πετσάκου, ο Αντώνης Κακαράς μας έστειλε το παρακάτω «αποχαιρετιστήριο»:
«Καλό δρόμο Βασιλική, κόρη και μάνα της Νικαριάς.
Ξεκίνησες θεια Βασιλική, ξεκίνησες και δεν το ΄κρυβες θαρρώ πως τον έβλεπες αυτόν το δρόμο τον τελικό. Καλό δρόμο λοιπόν μαζί με τα εκατόν τρία σου χρόνια, καλορίζικοι εμείς με τις μνήμες που μας αφήνεις, Βασιλική. Εσύ, με κείνο το χαμόγελο το παιδικό και το τριαντάφυλλο σαν περίμενες ολόρθη να το δώσεις στην πρώτη του Κόμματος. Την φιλενάδα μου, καθώς την αποκαλούσες τη χρονιά που πάταγες τα εκατό. Κόκκινο να 'ναι, Αργυρώ, διάταξες τη θυγατέρα σου, κατακόκκινο παιδί μου, αλλιώτικα δεν το θέλω, και στήθηκες πρώτη απ' όλους στο στάδιο να γιορτάσεις, να προσφέρεις.
Βασιλική με το γέλιο και την ορμήνια έτοιμη για τον καθένα που θα την ζητήσει, απαντήσεις είχες Βασιλική για όλα όσα σε ρώταγαν και ο λόγος σου στεριώνει ιδέες και δείχνει το δρόμο τον καλό, όλα τα θυμόσουν. Πώς, άραγες, πού έκρυβες τόσες απαντήσεις γυναίκα του ενός αιώνα πεντακάθαρης, συμπυκνωμένης ζωής, των άμετρων αγώνων, της τόλμης και της δύναμης, θεία Βασιλική, κορίτσι με το καθαρό βλέμμα το κοριτσίστικο, το μάτι το ευθύ που πάει με τη λαλιά σου Μάνα της Ικαριάς!
Μου χρωστάνε κόρη μου, είπες, μου χρωστάνε χρόνια πολλά απ' τις εξορίες, γι' αυτό δεν απόθανα ακόμα, κι απέ διαβάζω και το «Ριζοσπάστη» παιδί μου, απάντησες, τι άλλο να διαβάζω, φέρε μου να σου δείξω, τι θες, τα μικρά για τα μεγάλα γράμματα;
Καλό δρόμο λοιπόν τώρα, μας τον έδειχνες τόσα χρόνια κι όσοι τυχεροί σε γνωρίσαμε παίρναμε από σένα ό,τι έδινες απλόχερα. Ακόμα και τώρα και πάντα θα παίρνουμε Μάνα της Ικαριάς, παιδί μάνας που μέτρησε χρόνια σε ξερονήσια μαζί σου δα, μαζί και μ' άλλους πολλούς, μ' άρματα και χωρίς τέτοια, που τα τίμησαν Βασιλική...
Τ' αδέρφια σου θα συναντήσεις τώρα, εκείνα που στον κατατρεγμό και την αναγκαστική αδυναμία να θρέψουν οικογένειες, πήραν των ομματιών τους για τη μεγάλη χώρα με τους δρόμους των ελπίδων και τα κάτεργα της εκμετάλλευσης. Θα δεις Βασιλική τ' αδέρφι σου που σύντρεξε τον πόλεμο τον δίκαιο των παιδιών της Ισπανίας, τον αγώνα ύστερα μαζί με τους άλλους ενάντια στον αντικομουνισμό, τότες που 'ταν αυτός συνώνυμος των εκτελέσεων, των πέτρινων χρόνων Βασιλική, που τα μέτρησες περιμένοντας, άλλοτε αγναντεύοντας με τις αποδέλοιπες από ξεροτόπια εξορίας κι άλλοτε από το δικό σου βράχο να 'ρθουν πίσω οι δικοί σου...
Μα τον έναν τον είχαν προλάβει την Πρωτομαγιά θεία Βασιλική, τότες με τους διακόσιους στην Καισαριανή, ενώ, παράλληλα, σύντρεχες και τους άλλους σαν τα 'διναν όλα με τον αγώνα, τη ζωή και το αίμα τους στο κόκκινο νησί για χρόνια πολλά, πιο πολλά από οπουδήποτε. Πού τα 'χουν κρυμμένα τ' άρματα, σαν σε ρωτούσαν, εδώ τα 'χουν, απαντούσες κι έδειχνες την καρδιά σου, να εδωνά, όχι θα τα 'διναν, αλλά μέχρι πότε άραγες, αναρωτιόσουν, κι έδειχνες έτοιμη, εσύ, γυναίκα δυνατή με το φωτερό το γέλιο!
Καλό δρόμο τώρα θα 'χεις Βασιλική, θα τους απαντήσεις όλους αυτούς και τους άλλους τους πολλούς τους συντρόφους, να μας τους χαιρετήσεις μάνα της Ικαριάς, καλό δρόμο λοιπόν, αφού έτσι τ' αποφάσισες».