Ο Τσέχοφ με τον Τολστόι |
Η υπόθεση στα έργα του είναι απλή. Ο ίδιος έλεγε ότι στη σκηνή όλα πρέπει να είναι τόσο απλά και τόσο σύνθετα όπως και στη ζωή. Εκ πρώτης όψεως οι ήρωες των τσεχοφικών έργων συμπεριφέρονται με απλότητα, μιλώντας συχνά με ευκολονόητες και συνηθισμένες λέξεις. Πίσω όμως από τις λέξεις αυτές κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος από αισθήματα, σκέψεις και ανησυχίες. Οπως έλεγε ο Δημήτρης Χορν, «στον αέρα που αναπνέουν οι άνθρωποι και ασφυκτιούν, ο Τσέχοφ δίνει το λυτρωτικό οξυγόνο της ελπίδας».
Φέτος η Ρωσία και το Θέατρο σε όλο τον κόσμο γιορτάζουν πανηγυρικά τα 150 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Αντον Τσέχοφ και το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας συμμετέχει σε αυτήν την επέτειο με ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά του έργα, τον «Βυσσινόκηπο». Πρόκειται για μία ιδιαίτερη παραγωγή (τελευταία παράσταση σήμερα στο Θέατρο Badminton), με την επίβλεψη του καλλιτεχνικού διευθυντή Oleg Tabakov, σε σκηνοθεσία του καταξιωμένου εδώ και 30 χρόνια Adolf Shapiro. Στο εντυπωσιακό καστ 25 ηθοποιών και μουσικών πρωταγωνιστούν οι πολυβραβευμένοι ηθοποιοί Renata Litvinova, Sergey Dreiden, Andrey Smolyakov, Nikolay Chindyaykin και Evdokiva Germanova.
«Ο Βυσσινόκηπος» από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας |
Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του Αντον Τσέχοφ. Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους Στανισλάφκι και Ντεμίροβιτς. Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του Αντον Τσέχοφ, αλλά και του Μαξίμ Γκόρκι. Το 1898, τη σκηνή του νεοσύστατου θεάτρου εγκαινίασε ο «Γλάρος», ενώ στη συνέχεια έπαιξαν και τα «Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων παραστάσεων, γεννήθηκε ένα νέο είδος υποκριτικής και σκηνοθεσίας, η μέθοδος Στανισλάφσκι, που σημάδεψε την ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου. Από το 1987 το Θέατρο Τέχνης έχει σκηνές: Τσέχοφ και Γκόρκι με αντίστοιχους Καλλιτεχνικούς Διευθυντές και Σχήματα. Τα τελευταία χρόνια η Σκηνή Γκόρκι υπολειτουργεί.
Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε το 1903 και ο Τσέχοφ το ήθελε κωμωδία, αλλά τελικά σκηνοθετήθηκε σαν δράμα από τον Στανισλάφσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Το στοιχείο της φάρσας και οι κωμικοί χαρακτήρες έρχονται σε αντιπαράθεση με τη δραματική αίσθηση της απώλειας και του ανικανοποίητου.
Γεννήθηκε στο Ταγκανρόγκ, μικρό επαρχιακό λιμάνι της θάλασσας του Αzov στη Νότια Ρωσία, στις 17 ή 29 Γενάρη 1860. Γιος παντοπώλη, ήταν το 3ο από 6 παιδιά. Από μικρός ήταν ταλαντούχος μίμος, συμμετείχε στην εκκλησιαστική χορωδία και συχνά μετείχε σ' ερασιτεχνικές παιδικές παραστάσεις. Ο πατέρας του, Pavel Egorovich, θρησκευόμενος φανατικός, ήταν αφιερωμένος στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και την οικογενειακή επιχείρηση. Ηθελε τα παιδιά του να 'ναι μορφωμένα κι έτσι έστειλε το γιο του στο «Αριστοκρατικό», σχολείο της πλούσιας Ελληνικής Παροικίας. Το 1875, αντιμετωπίζοντας την πτώχευση - είτε λόγω ποτού, είτε για το άνοιγμα που επιχείρησε, φτιάχνοντας μεγάλο καινούριο σπίτι - αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τους πιστωτές του, στη Μόσχα. Μόνος ο μικρός έμεινε πίσω για περισσότερο από 3 χρόνια για να τελειώσει το σχολείο. Τα κατάφερε κάνοντας είτε θελήματα κι ιδιαίτερα μαθήματα στο γιο ενός πιστωτή, πότε εκποιώντας οικιακά αγαθά και, προς το τέλος, εργαζόμενος σε μια αποθήκη εμπορευμάτων ιματισμού. Το 1879 πήγε να βρει την οικογένειά του, που ζούσε μέσα στη φτώχεια. Γράφεται στην Ιατρική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Γράφει κατά κόρο διηγήματα και τα πουλά, για να συντηρηθεί αυτός και η οικογένειά του. Εχουν χιουμοριστικό χαρακτήρα κι είναι πολύ σύντομα χρονογραφήματα της σύγχρονης ρωσικής ζωής, πολλά κάτω από τα ψευδώνυμα Antosha Chekhonte, Strekoza κλπ., το 1880. Δεν είναι γνωστό πόσα έγραψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου - υπολογίζεται πάνω από 120! - αλλά η παραγωγή του ήταν βεβαίως καταπληκτική και κέρδισε γρήγορα φήμη ως σατιρικός χρονικογράφος της καθημερινής ρωσικής ζωής στους δρόμους.
Ο Αντον Τσέχοφ (δεξιά), σε ηλικία 22 ετών, μαζί με τον αδελφό του Νικολάι |
Από το 1886 γίνεται γνωστός συγγραφέας, αλλά ακόμα θεωρεί το γράψιμο χόμπι. Ο Dmitrii Grigorovich, ένας από τους πολλούς συγγραφείς που τους άρεσαν τα έργα του, τον έπεισε ν' αντιμετωπίσει το ταλέντο του σοβαρά. Σ' ένα πάρα πολύ καρποφόρο έτος, έγραψε πάνω από 100(!) ιστορίες και δημοσίευσε την πρώτη συλλογή: «Χρωματιστές Ιστορίες» («Pestrye Rasskazy») με την υποστήριξη του Σουβόριν και το επόμενο έτος η νέα του συλλογή διηγημάτων «Σούρουπο» του αποφέρει το μεγάλο Βραβείο Πούσκιν. Αυτό χαρακτήρισε τις αρχές μιας ιδιαίτερα παραγωγικής σταδιοδρομίας για το συγγραφέα. Παράλληλα όμως έχει τα πρώτα συμπτώματα της φυματίωσης.
Το 1887, αναγκασμένος από υπερκόπωση και κακή υγεία, ταξιδεύει στην Ανατολική Ουκρανία. Στην επιστροφή, ετοιμάζει τη «Στέπα», που δημοσιεύτηκε τελικά σ' ένα σοβαρό λογοτεχνικό περιοδικό, το «Severny Vestnik». Αυτή η σύντομη ιστορία προσέδωσε νέο ύφος και γόητρο στο συγγραφέα, δημοσιεύεται σε κύριο περιοδικό κι εμφανίζει την ωριμότητα που διέκρινε τη μετέπειτα μυθιστοριογραφία του. Η φιλία του με τον Σουβόριν δοκιμάζεται σκληρά και διαλύεται λίγο αργότερα, λόγω της φιλοτσαρικής γραμμής των «Νέων Καιρών».
Ο Τσέχοφ με την Ολγα Κνίπερ |
Η Επανάσταση αρχίζει να προετοιμάζεται και η αναταραχή αυτή αποτυπώνεται στο έργο του Τσέχοφ. Το 1897 κι ενώ βρίσκεται στη Μόσχα, επιδεινώνεται η υγεία του και μπαίνει σε κλινική, που διαπιστώνεται πως οι δυο πνεύμονές του είναι πλέον μολυσμένοι κι οι γιατροί του απαγορεύουν να μείνει το χειμώνα εκεί. Στην κλινική τον επισκέπτεται ο Τολστόι. Με τον Σουβόριν ταξιδεύουν στη Δυτική Ευρώπη. Το 1898, από τη Νίκαια, παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Υπόθεση Ντρέιφους κι εκφράζει δημόσια την υποστήριξη και το θαυμασμό του στον Ζολά για τη στάση του. Πράγμα που όμως επιφέρει την οριστική διάλυση της φιλίας του με τον Σουβόριν. Την ίδια χρονιά ιδρύεται το Θέατρο Τέχνης στη Μόσχα και του ζητά άδεια ν' ανεβάσει τον «Γλάρο», με σκηνοθέτες τον Στανισλάβσκι και τον Ντεμίροβιτς Ντάντσενκο και πρωταγωνίστρια την Ολγα Κνίπερ (στο ρόλο της Νίνα).
O γλάρος είναι το πλέον λυρικό και ποιητικό έργο του Tσέχοφ. H μορφή της Nίνας Zαρέτσναγια, η μορφή του γλάρου στη ρωσική λογοτεχνία, έγινε σύμβολο της νίκης του ανθρώπινου πνεύματος πάνω σε όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες της ζωής. H έκκληση του Tσέχοφ «να μη φοβάστε τη ζωή» στρεφόταν κατά της αστικής τέχνης, η οποία πάντοτε απομάκρυνε από την αντικειμενική πραγματικότητα. O γλάρος έγινε έμβλημα του Θεάτρου Tέχνης της Mόσχας.
Παρακολουθώντας τις πρόβες του έργου του, γνωρίζεται με την Ολγα. Στο μεταξύ χτίζει εξοχικό στη Γιάλτα, όπου το κλίμα θεωρείται κατάλληλο για την υγεία του.
Το 1899 εκλέγεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας. Στις 11 Γενάρη 1901 πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης, με τις «Τρεις Αδελφές» και πρωταγωνίστρια (Μάσα) φυσικά την Ολγα. Στις 25 Μάρτη γίνεται σχεδόν κρυφά ο γάμος τους και θα ζήσουν σαν χωρισμένοι, γιατί εκείνη θέλει να συνεχίσει την καριέρα της κι εκείνος είναι καταδικασμένος να ζει στη Γιάλτα, τη «χλιαρή Σιβηρία», όπως τη λέει. Υποβάλλεται σε θεραπεία στο σανατόριο και τον Αύγουστο κάνει διαθήκη. Την επόμενη χρονιά παραιτείται από την Ακαδημία σ' ένδειξη διαμαρτυρίας, για την ακύρωση, με τσαρική διαταγή, της εκλογής του Γκόρκισαν ως επίτιμο μέλος της. Το 1903 επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του κι οι γιατροί συνιστούν το ξηρό κλίμα της Μόσχας. Τελειώνει το τελευταίο του διήγημα «Η Αρραβωνιαστικιά» και τον Οκτώβρη στέλνει τον «Βυσσινόκηπο» στο Θέατρο Τέχνης.
Στις 17 Γενάρη 1904 είναι η πρεμιέρα στον «Βυσσινόκηπο» και στο ρόλο της Ρεβενσκάγια η Ολγα. Στις 8 Φλεβάρη ξεσπά ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος. Η υγεία του κλονίζεται άσχημα και συνοδευμένος από την Ολγα πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου οι γιατροί διαπιστώνουν πως δεν μπορεί να γίνει τίποτε πλέον. Τον φορτώνουν φάρμακα που αρνείται να πάρει, ενώ προτιμά ένα μπουκάλι σαμπάνια. Τη νύχτα της 2ας Ιουλίου ξυπνά τη γυναίκα του, της ψιθυρίζει «πεθαίνω», αγγίζει με τα χείλη του μια κούπα σαμπάνια και γέρνει νεκρός. Ηταν μόλις 44 χρόνων. Η σορός του μεταφέρεται σ' ένα βαγόνι με στρείδια κι από λάθος οι παριστάμενοι ακολουθούν έναν άλλο νεκρό στρατιωτικό με τη συνοδεία μπάντας. Θάφτηκε στο κοιμητήρι Νοβοντέβιτσι και πάνω από τον τάφο του γέρνουν τα κλαριά μιας κερασιάς. Ο πραγματικός τίτλος του «Βυσσινόκηπου» είναι «Ο Κήπος Με Τις Κερασιές».
Τα έργα του για την καθημερινή ζωή της συμβιβασμένης ανώτερης τάξης πέτυχαν ένα λεπτό ποιητικό ρεαλισμό που ήταν έτη μπροστά από την εποχή του. Ανήγαγε σε τέχνη μοναδική το σύντομο διήγημα. Αν και πέτυχε την αναγνώριση από το ρωσικό κοινό πριν πεθάνει, στην Ευρώπη έγινε διάσημος μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι μεταφράσεις της Constance Garnett (στην αγγλική γλώσσα) είδανε το φως της δημοσιότητας. Ηταν πάρα πολύ δημοφιλής στην Αγγλία στη δεκαετία του '20. Στις ΗΠΑ η φήμη του ήρθε κάπως αργότερα, μέσω της επιρροής του Στανισλάβσκι.