Μεγάλη αναδρομική έκθεση ποικίλων έργων του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138)
Πριν 100 χρόνια (13/1/1910) γεννήθηκε και στις 20/7/1989 αναλήφθηκε στο Πάνθεον των αθανάτων ο Γιάννης Τσαρούχης. Κορυφαία μορφή της ελληνικής Τέχνης στον 20ό αιώνα, ο πολύπλευρος «σοφός του Μαρουσιού», με αφορμή τη διπλή επέτειο (γέννησης - θανάτου) τιμάται όπως του αξίζει, με μια θαυμαστής ποιότητας και ποσοτικά τεράστια έκθεση έργων του, που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη (κτίριο Πειραιώς 138), με τη συνεργασία του ιδρύματος - μουσείου που φέρει το όνομά του, και θα λειτουργεί μέχρι τις 13/3. «ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ 1910-1989», τιτλοφορείται η έκθεση - αναδρομή σε όλες τις περιόδους και τις μορφές δημιουργίας του, από τα πρώτα παιδικά έργα μέχρι και τα τελευταία, που «μαρτυρούν» πόσο πηγαίος, ανεπιτήδευτος, πολύτροπος, καλλιεργημένος, στοχαζόμενος κι όμως πόσο «ταπεινός», γι' αυτό τόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήταν.
Σε έκταση 1.800 τ.μ, παρουσιάζονται 670 έργα του (ζωγραφική με ποικίλα υλικά, κεραμική, μικρογλυπτική, υφαντά, ταπισερί, ξυλογλυπτική, ζωγραφική σε ξύλο και κουτιά, χάρτινες κατασκευές, μακέτες σκηνικών και κοστουμιών, μάσκες, πίνακες για το Θέατρο Σκιών κ.ά.), που ανήκουν σε διάφορα ιδρύματα, μουσεία, ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τα έργα που ανήκουν στο (αβοήθητο από την πολιτεία) μουσείο του, το οποίο διατηρώντας την αυτονομία του, τέθηκε υπό τη «σκέπη» του Μουσείου Μπενάκη, με απόφαση της ανιψιάς και κληρονόμου του, Νίκης Γρυπάρη. Η έκθεση πλαισιώνεται με οπτικοακουστικό υλικό (με τον Τσαρούχη να μιλά για τη ζωή, το έργο του, το θέατρο, τον Καραγκιόζη, για ζητήματα της Τέχνης, να χορεύει τσάμικο και τον αγαπημένο του χορό, το Ζεϊμπέκικο), με εκπαιδευτικά προγράμματα και με έκδοση καταλόγου με τα παρουσιαζόμενα έργα και σημαντικά επιστημονικά κείμενα ειδικών.
«Σταθμός» στην πορεία του Τσαρούχη ήταν η συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν. Ιδρύεται η «Λαϊκή Σκηνή» και σκηνογραφεί την πρώτη της παράσταση, με την «Ερωφίλη» του Χορτάτση. Θεατρική πρωτοπορία, με όλο το «ταπεινό» μεγαλείο της ελληνικής λαϊκής τέχνης, κόντρα στη βυζαντινολογία και τον ευρωπαΐζοντα κοσμοπολίτικο μαϊμουδισμό του τότε ελληνικού θεάτρου.
Νιώθοντας «ερευνητής, που ψάχνει να βρει την αληθινή του πίστη και στα έργα του τον τρόπο που θα ήταν πιο σύμφωνος με τον εαυτό του», ο Τσαρούχης ζωγραφίζει αφηρημένους πίνακες. Ασκείται με το σουρεαλισμό - σχεδιαστικά και ποιητικά - και το 1934 πάει στο Παρίσι. Γνωρίζει όλα τα αισθητικά ρεύματα και ασκείται με όλα. Γνωρίζει μεγάλους ζωγράφους και τον συλλέκτη Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης), και στο σπίτι του πρωτοβλέπει έργα του Θεόφιλου. Στην Ιταλία γοητεύεται από την Αναγέννηση και τη ζωγραφική της Πομπηίας. Εχοντας δει τόσα «θαύματα» αναρωτιόταν αν είχε το δικαίωμα να λέγεται ζωγράφος. «Πολλές φορές νόμισα πως πρέπει να μιμηθώ ό,τι μου αρέσει. Ομως, αυτό είναι σφάλμα. Τα καλά παραδείγματα στην τέχνη πρέπει να ξέρουμε να τα ερμηνεύουμε σύμφωνα με την περίπτωσή μας, αλλιώς καταντούν καταστροφικά», σκεφτόταν ο Τσαρούχης και έτσι χάραξε το δικό του, μοναδικό αισθητικά «δρόμο».
Μετά τον πόλεμο αρχίζει μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος για τον Τσαρούχη. Σκηνικά και κοστούμια για το «Θέατρο Τέχνης». Ιδρυση της εικαστικής ομάδας «Αρμός», με τους Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Μόραλη, Εγγονόπουλο. Σκηνικά - κοστούμια για το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου. Εκθέσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σκηνικά - κοστούμια για ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη και του Ζυλ Ντασσέν. Συμμετοχή στην Μπιενάλε Βενετίας. Σκηνικά - κοστούμια για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι, με την Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, στην Επίδαυρο (1957, 1960) και στη «Σκάλα» του Μιλάνου (1960). Τα σκηνικά - κοστούμια των «Ορνίθων» για το «Θέατρο Τέχνης» και τη «Νόρμα» του Μπελίνι, με την Κάλλας, στην Επίδαυρο. Πλουσιότατη σκηνογραφικά ήταν και η δεκαετία του 1960. «Πέρσες» με το «Θέατρο Τέχνης», «Θαΐδα» με τον Φράνκο Τζεφιρέλι για την Οπερα του Ντάλας, «Τρωάδες» με τον Κακογιάννη στο παρισινό Εθνικό Θέατρο. Εκθεση στο Παρίσι. Διδασκαλία για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη. Και ζωγραφίζει... Ασταμάτητα. Καθημερινά, για ώρες. Κι αυτό έκανε μέχρι τέλους, θεωρώντας ότι για εκείνον «η ζωγραφική είναι ο καλύτερος τρόπος διατυπώσεως ιδεών, σκέψεων, αισθημάτων».
Υπογράφοντας το πρώτο κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβοριάς, διατυπώνει καίριες επισημάνσεις για την πολύπλευρη προσφορά και μοναδικότητα του Τσαρούχη. Αξίζει να παραθέσουμε κάποιες. Θεωρεί ότι ο Τσαρούχης μετατάχθηκε «στο επίπεδο του μύθου». Χαρακτηρίζει «απαστράπτουσα και «ερεθιστική» την πνευματική - συγγραφική παραγωγή του. «Υποδειγματική» τη θεατρική. «Οξύτατα κριτική» τη στάση του «απέναντι στο μικροαστισμό μιας κοινωνίας, που αποζητούσε τις ανέσεις της εύκολης διαβίωσης». Ως άλλος «Δον Κιχώτης», επισημαίνει ο Αγγ. Δεληβοριάς, ο Τσαρούχης «ψηλάφισε τα στίγματα του παρελθόντος, ανακαλώντας στη μνήμη της ευαισθησίας μας ό,τι οι καθεστηκυίες νοοτροπίες της μεταπολεμικής περιόδου θεωρούσαν υποδεέστερο. Βιώματα και θαύματα, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στον Τσαρούχη χρωστάμε μεγάλο μέρος από όσες εμπειρίες έπλασαν την αυτογνωσία μας, όταν ακόμα μπορούσαμε να ονειρευόμαστε. Θα του χρωστάμε και την προδομένη εν τω μεταξύ πίστη μας πως κάθε βαρυσήμαντη δημιουργία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά κάποια ποιοτική συνάρτηση των ανθρωπίνων αξιών του δημιουργού της». Και η δημιουργία του Τσαρούχη και βαρυσήμαντη και πλήρης βιωμάτων, θαυμάτων και ανθρωπιστικών αξιών ήταν. «Προσπαθώ να κρατώ ακμαία την αγάπη μου για τον άνθρωπο, αυτό είναι το κυριότερο», έλεγε ο ίδιος.
Ο ζωγράφος και σκηνογράφος Αλέξης Βλ. Λεβίδης, θεωρεί ότι ο Τσαρούχης «ίδρυσε για τον εαυτό του έναν νεο-ρεαλισμό, με πλήρες "ανθρωπολογικό" πρόγραμμα και καλλιτεχνική αυτάρκεια» και ότι «ζωγράφισε μερικά από τα πιο επαναστατικά και ολοκληρωμένα έργα, από άποψη περιεχομένου και μορφής του ελληνικού μοντερνισμού».