Τετάρτη 27 Γενάρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Τσέχοφ και Βάις από το Εθνικό Θέατρο

«Μαρά/ Σαντ»
«Μαρά/ Σαντ»
«Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ

Εξαιρετικός γιατρός, γνώστης - και εξ επαγγέλματος - της ρώσικης ψυχολογίας, αλλά και των προβλημάτων και φαινομένων της τσαρικής Ρωσίας, ο Τσέχοφ με το πεζογραφικό και θεατρικό έργο του έγινε ο μέγιστος «ανατόμος» της σαπισμένης ρωσικής κοινωνίας του καιρού του και «προάγγελος» της ανάγκης ύπαρξης μιας διαφορετικής κοινωνίας. Με την ιδιοφυώς κριτική ρεαλιστική ματιά και αντίληψή του για όλα τα κοινωνικά στρώματα της τσαρικής κοινωνίας, με ικανότητα δεινού ψυχαναλυτή, με τον ουσιώδη κι όχι μελοδραματίζοντα ανθρωπισμό του, με κατανόηση, συμπάθεια για τον άνθρωπο και τα ανεκπλήρωτα όνειρά του και τα βάσανά του, αλλά και με κριτική ειρωνία (έμμεση ή άμεση) για τα ελαττώματα, τις ανοησίες και ανεπάρκειες του ανθρώπου, με τα μεγάλα τρίπρακτα έργα του δημιούργησε διαχρονικής αξίας αριστουργηματικού ποιητικού ρεαλισμού «τοιχογραφίες» της παρακμιακής κοινωνίας του καιρού του. Σε ένα περιβάλλον παρακμής, περιβάλλον εκμετάλλευσης αφελών από πονηρούς, ανούσιας, βαλτωμένης ζωής, ανεκπλήρωτων επιθυμιών και υπαρξιακής μοναξιάς κινούνται τα πρόσωπα στο «Θείο Βάνια». Ο κηφήνας, «επιφανής» πανεπιστημιακός Σερεμπριάκοφ, κληρονόμος της κτηματικής περιουσίας της πρώτης αλλά πεθαμένης γυναίκας του, με την πολύ νεότερή του και όμορφη δεύτερη γυναίκα του, την Ελένα, καλοζεί χάρη στον ακάματο αγροτικό μόχθο του εργένη, στερημένου τον έρωτα, κουνιάδου του Βάνια και της μοναχοκόρης του (από τον πρώτο γάμο) Σόνιας, ερωτευμένης χωρίς ελπίδα ανταπόκρισης με τον περιοδεύοντα σε όλη την επαρχία, γιατρό Αστρόφ (πρόσωπο που παραπέμπει στον συγγραφέα). Ο Αστρόφ είναι το μόνο πρόσωπο, που δίνει νόημα στη μοναχική ζωή του, ονειρευόμενος μια άλλη Ρωσία που θα σέβεται και θα προστατεύει τον άνθρωπο και τη φύση. Η τσεχοφική «τοιχογραφία» αναλογεί στη σύγχρονη κοινωνία, απολύτως μάλιστα. Δεν χρειάζονταν, επομένως, ούτε η εκσυγχρονιστική κειμενική παρέμβαση στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, ούτε τα μακράν του ποιητικά ρεαλιστικού ήθους του τσεχοφικού έργου, δίκην αποστασιοποιητικού σχολιασμού, σκηνοθετικά ευρήματα της μπρεχτίζουσας σκηνοθεσίας του Γιάννη Χουβαρδά, για να εκφραστεί η κοινωνιολογική και ανθρωπολογική επικαιρότητα του έργου. Με το «μοντέρνο» σχεδιαστικά, ψυχρό χρωματικά σκηνικό, με τους ηθοποιούς παραταγμένους κάθετα, ο ένας δίπλα στον άλλο, στα πλάγια της σκηνής, χωρίς να αλληλοκοιτάζονται να εκφέρουν ψυχρά, συναισθηματικά άχρωμα, τα λόγια τους, με τρία μόνο από τα κεντρικά πρόσωπα να κινούνται κάποιες στιγμές στο κέντρο της σκηνής, και την Σόνια, ως επίκεντρο του έργου, να κινείται κυρίως στο προσκήνιο, να λένε (βιντεοσκοπημένα ή ζωντανά) γνωστά αισθηματικά γαλλικά τραγούδια και να χορεύουν, μπορεί να αναδείχθηκε το ειρωνικό χιούμορ και η επικαιρότητα του έργου, αλλά χάθηκε το ποιητικό ήθος του, το υπόκρυφο δραματικό στίγμα του, η μελαγχολική ατμόσφαιρά του, η γλυκύτητα που αναδύεται από κάποια πρόσωπα του έργου. Ισως, η τσεχοφική δραματουργία δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του σκηνοθέτη.

«Θείος Βάνιας»
«Θείος Βάνιας»
«Μαρά/ Σαντ» του Πέτερ Βάις

Μαρξιστής, επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, συγγραφέας σπουδαίων πολιτικο-ιστορικών θεατρικών έργων, ο Πέτερ Βάις, στους μεταπολεμικούς καιρούς ανάπτυξης του λαϊκού, εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη, αλλά και εμφάνισης και επιθετικής δράσης δήθεν «επαναστατικών» τρομοκρατικών ομάδων (λ.χ. «Ερυθρές ταξιαρχίες»), το 1964 παρουσιάζει την τελική γραφή του έργου του «Μαρά/ Σαντ», επαναφέροντας στο προσκήνιο την ταξική πολιτική σκέψη και διαχρονική διδαχή του φλογερού, ασυμβίβαστου, αταλάντευτου λαϊκού επαναστάτη, δημοσιογράφου, συγγραφέα, ιδεολογικού διαφωτιστή, προπαγανδιστή και υπερασπιστή της Γαλλικής Επανάστασης Ζαν - Πολ Μαρά, επισημαίνοντας και τους κινδύνους ιδεολογικής σύγχυσης και εκτροπής από τα συλλογικά ταξικά αιτήματά τους, αλλά και συκοφάντησής τους με περίεργα και παράλογα φαινόμενα τρομοκρατίας, στο όνομα μάλιστα του λαού. Ο Βάις με τη μέθοδο του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» και με μπρεχτικού τύπου ιντερμέδια, με αφηγητή και τραγούδια - χορικά, συνδύασε την παντοτινά και οικουμενικά επίκαιρη διδαχή του Μαρά για την επαναστατική διεκδίκηση, κατάκτηση, σίγουρη και διαρκή εξασφάλιση από το λαό της συλλογικής ταξικής ελευθερίας του, με τους παραμονεύοντες κινδύνους παραπλάνησης, ξεστρατίσματος, συκοφάντησης και ματαίωσης των κατακτήσεών του, προς χάριν της ατομικιστικής ελευθερίας και προς όφελος των ταξικών αντιπάλων του. Αξιοποιώντας το πραγματικό γεγονός - ότι καταδικασμένος, λόγω αχαλίνωτης, σαδομαζοχιστικής σεξομανούς διαφθοράς, να ζει για τριάντα σχεδόν χρόνια στο ψυχιατρικό άσυλο του Σαραντόν, ο μαρκήσιος ντε Σαντ περνούσε τον καιρό του σ' αυτό, γράφοντας και ανεβάζοντας παραστάσεις με ψυχοπαθείς τροφίμους, με μια ολότελα φανταστική πλοκή - εμφανίζει τον Σαντ να ανεβάζει στο άσυλο μια παράσταση για τη δολοφονία του Μαρά, υπό την εποπτεία, υποτίθεται, του διευθυντή του ασύλου και των νοσοκόμων, με σχιζοφρενείς να παριστάνουν όλα τα ιστορικά πρόσωπα (Μαρά, Σομόν Εβράρ - γυναίκα του Μαρά, Σαρλότ Κορντέ - νεαρή ψυχασθενής φόνισσα του Μαρά, Ντιπερέ - γιρονδίνος βουλευτής, πολέμιος της επανάστασης, εραστής της Κορντέ, Ζακ Ρου - επαναστάτης, πρώην παπάς), αλλά και τα φανταστικά πρόσωπα. Ο Βάις, μέσω της πλοκής του αντιπαραθέτει τον ανυποχώρητα επαναστατικό λόγο του Μαρά στον ελευθεριάζοντα ατομικισμό του - διανοούμενου μεν αλλά και ταξικά αντίθετου με το συλλογικό αίτημα ελευθερίας, ισότητας, ισοτιμίας, κατάργησης κάθε μορφής εκμεταλλευτικής ατομικής ιδιοκτησίας προς όφελος όλου του λαού και της προόδου όλης της κοινωνίας - Σαντ. Ο Μαρά δολοφονήθηκε καταγγέλλοντας όσους πρόδωσαν την επανάσταση και παρέδωσαν το λαό σε νέους εκμεταλλευτές του και προσπαθώντας να αφυπνίσει ξανά την εργατική τάξη, υπογραμμίζει συνεχώς ο Βάις. Οποιος καταπιάνεται σκηνοθετικά με αυτό το τόσο καθαρά μαρξιστικό πολιτικό έργο, αν δεν ταυτίζεται ιδεολογικά μαζί του, κινδυνεύει να το «διαβάσει» μονοσήμαντα, αναδείχνοντας δηλαδή μόνο το θεατρολογικό του ενδιαφέρον, είτε αμήχανος να ταλαντεύεται ανάμεσα στο διτό θέμα του και στην αλληγορία των προσώπων και της φόρμας του. Αυτή η αμηχανία είναι έκδηλη στην παράσταση που σκηνοθέτησε η Εφη Θεοδώρου. Η παράσταση του έργου στην εξαιρετική μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, είναι φροντισμένη, καλαίσθητη εικαστικά (σκηνικά - κοστούμια Εύας Μανιδάκη). Φανερώνει το θαυμασμό της σκηνοθέτιδας για το έργο και μόχθο, δικό της και των συνεργατών της. Ομως, σκηνοθεσία, θέλοντας να «επικαιροποιήσει» το έργο αφ' ενός με τη ροκ μουσική του Νίκου Πλάτανου, που με την ηχητική ένταση της ζωντανής μπάντας βάζει σε δεύτερη μοίρα, επικαλύπτει το λόγο του Βάις, αλλά και με πρόσθετα κείμενα που αλλάζουν το φινάλε του έργου και αλλοιώνουν το διαχρονικό και αφ' εαυτού του εξαιρετικά επίκαιρο μήνυμα του έργου, κείμενα που επιτρέπουν να δημιουργηθεί η λαθεμένη εντύπωση ότι ο Βάις θεωρούσε μάταιη τη Γαλλική Επανάσταση και κατ' επέκταση κάθε επανάσταση. Επιπλέον, η σκηνοθεσία, ίσως θέλοντας να είναι λιτή, να αποφύγει τη γραφικότητα και τους υποκριτικούς θεατρινισμούς, στέρησε τις ερμηνείες των ρόλων από τη «δόση» της παράνοιας, της τρέλας, με την οποία τους «κόσμισε» ο συγγραφέας, για να υπογραμμίσει την ανερμάτιστη ιδεολογικά και κοινωνικά, τρομοκρατική βία παρανοϊκών ατόμων και ομάδων. Ο,τι από το στοιχείο της «τρέλας» των ρόλων σώζεται, οφείλεται στο ένστικτο, στη συνθετική ερμηνευτική ικανότητα των ταλαντούχων ηθοποιών της διανομής. Ο Κώστας Βασαρδάνης εξισορρόπησε την ψυχοδιανοητική διαταραχή του τροφίμου με τον επαναστατικό στοχασμό και λόγο του Μαρά. Πολύ καλή η «ψυχωσική» ερμηνεία της Κόρας Καρβούνη στο ρόλο της Κορντέ και του Πρόδρομου Τσινικόρη (φλογερός Ζακ Ρου). Ο Μηνάς Χατζησάββας κάπως αμήχανα και διεκπεραιωτικά υποδύθηκε τον Σαντ. Η αρμόζουσα στον πολιτικό χαρακτήρα του έργου είναι η ερμηνεία του Θέμι Πάνου (διευθυντής του ασύλου), όπως και του Μάκη Παπαδημητρίου (τελάλης - αφηγητής).


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ