Κυριακή 20 Δεκέμβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο Κύπριος

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Αντώνης Προδρόμου σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, όταν στις 15 του Ιούλη 1974 έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριου και η τοποθέτηση στη θέση του από τους Αμερικανούς και την ελληνική χούντα του Ιωαννίδη του υποχείριού τους Σαμψών. Μαύρα φίδια άρχισαν να τον ζώνουν και προσπάθησε να διεκπεραιώσει βιαστικά τις όποιες σοβαρές εκκρεμότητες και να επιστρέψει το συντομότερο στο νησί. Είχε αφήσει σ' ένα ορεινό χωριό της Κύπρου μάνα, έναν μικρότερο αδερφό και τη γειτονοπούλα του την Αντρούλα με την οποία ήταν ερωτευμένοι από παιδιά. Η εισβολή του τουρκικού στρατού στο νησί στις 20 του Ιούλη, η «επιχείρηση Αττίλας», τον πρόλαβε.

Εχασε κάθε επαφή με τους δικούς του καθώς και την οποιαδήποτε δυνατότητα να φτάσει στην πατρίδα. Το γράμμα της Αντρούλας που ήρθε στα χέρια του στις 22 του Ιούλη, μοσχοβολούσε λεμονανθό και πεύκο, ανάσα της θάλασσας και της ρεματιάς. Τον αναστάτωσε.

«Περιμένουμε παιδί το Φλεβάρη. Είναι καιρός να βάλουμε στεφάνι», του έγραφε στο γράμμα που δεν έκρυβε την ευτυχία της. Κι αυτός να βρίσκεται στην ξενιτιά και να μην μπορεί να επικοινωνήσει, να κατέβει να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να μην ξέρει καν αν το σπίτι της ήταν ακόμα όρθιο ή αν το 'χαν γκρεμίσει οι βομβαρδισμοί. Κι αν έπαθε κάτι; Συλλογίστηκε κι αμέσως τα 'βαλε με τον εαυτό του που έκανε τέτοιες σκέψεις κι έφτυσε στον κόρφο του, μη φέρει γρουσουζιά.

Οταν μετά από πολλές δυσκολίες έφτασε στο χωριό του, βρήκε τα πράγματα όπως του τα 'χε περιγράψει ένας ταξιδιώτης. Στάχτες και μπούρμπερη. Και το σπίτι τους και το σπίτι της Αντρούλας. Ψυχή δε βρισκόταν στην περιοχή να τον κατατοπίσει. Τρεις ημέρες αργότερα συνάντησε έναν πρώτο του ξάδερφο που του 'φερε τα φοβερά μαντάτα.

-- Η μάνα σου κατέβηκε στη Λεμεσό με τους άλλους συγγενείς,πρόσφυγας. Ο αδερφός σου που πήρε τα όπλα μόλις χτύπησαν οι Τούρκοι το νησί, φέρεται αγνοούμενος.

-- Και η Αντρούλα; ρώτησε βραχνά;

Το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο του ξάδερφου δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Τον άρπαξε απ' το γιακά ο Αντώνης και τον ταρακούνησε ολόκληρο λες κι ο θυμός θα του 'φερνε πίσω τη γυναίκα και το αγέννητο παιδί του.

-- Και η Αντρούλα; ούρλιαξε.

-- Δεν επέζησε κανένας. Ολη η οικογένεια ξεκληρίστηκε.

Αφού έκλαψε ώρες στον προχειροφτιαγμένο τάφο της, περπάτησε μέρες στο βουνό σαν αλλοπαρμένος, κατέβηκε να βρει τη μάνα του στη Λεμεσό. Πρόσφυγας στην ίδια της την πατρίδα, δεν είχε καμιά είδηση από τον μικρό της γιο και μαράζωνε κάθε μέρα. Τη βοήθησε για λίγο να εγκατασταθεί με τους συγγενείς και μάταια προσπάθησε να μάθει κάποιο νέο για τον αδερφό του που είχε χαθεί με μεγάλο, άγνωστο αριθμό στρατευμένων και άμαχων. Οσο περνούσαν οι μέρες τόσο λιγότερο άντεχε το νησί και πριν φθάσει το φθινόπωρο παράτησε μάνα και συγγενείς κι επέστρεψε στο Παρίσι. Εστειλε κάτι λεφτά που είχε στην τράπεζα στη μητέρα του κι αποφάσισε να ξεχάσει. Ετσι απλά. Να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του κι ό,τι τον έδενε με το παρελθόν, εκτός από τη ζωγραφική. Επνιγε τον πόνο του στο καναβάτσο, κάπου, κάπου σε κανένα ποτό και ιδιαίτερα στην αγκαλιά της μιας και της άλλης.

Μια μέρα γνώρισε μια Ελληνίδα φοιτήτρια, την Καλυψώ. Η νέα κοπέλα συνάρπαζε τον Κύπριο καλλιτέχνη με την ομορφιά, τη δύναμη του χαρακτήρα της, τη δίψα για τη ζωή. Ο θαυμασμός που έβλεπε στο μελαχρινό πρόσωπο του Αντώνη, η άρνησή του ν' ασχολείται με τα περασμένα και της δικιάς του και της δικιάς της ζωής, το απλανές βλέμμα του, η αισθησιακή ζωγραφική του, το σφριγηλό κορμί του, την ανέβαζαν στα ουράνια.

Η Καλυψώ, φίλοι και γνωστοί, παλιοί καθηγητές, λάτρεις και γνώστες της ζωγραφικής, ήταν ομόφωνοι. Ο Αντώνης Προδρόμου ήταν αυθεντικό ταλέντο από τα λίγα, πρωτοπόρος στην τέχνη, με απεριόριστες δυνατότητες επιτυχίας. Προσπάθησε η κοπέλα να τον ξαναφέρει στους κύκλους της Σχολής Καλών Τεχνών, να τον ταρακουνήσει για να ενεργοποιηθεί. Αδικος κόπος. Αδιαφορούσε.

Τον Ιούλη του 1976, μετά από πολύμηνο τρέξιμο, γράμματα, τηλεφωνήματα, μυστικές συναντήσεις, πέτυχε να δεχτεί την πρόσκλησή της ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τον κάνει όνομα από τη μια μέρα στην άλλη. Για να μην απουσιάσει ο Αντώνης απ' αυτή τη μοναδική ευκαιρία, τον κατάφερε να της ορκιστεί ότι θα της το αφιέρωνε εκείνο το βράδυ, ο κόσμος να χαλούσε.

Η Καλυψώ υποδέχτηκε με αστραφτερά χαμόγελα τον Ερνέστ ντε Βιλιέ, κριτικό τέχνης και γκαλερίστα και περίμενε τον Αντώνη με ανυπομονησία. Βρισκόταν στο τρίτο απεριτίφ όταν ο κύριος ντε Βιλιέ που τη φλέρταρε ανοιχτά, άρχισε να βρίσκει ότι ο καλλιτέχνης το 'χε παρατραβήξει και παρ' όλη την τσαχπινιά της οικοδέσποινας, η υπομονή του είχε όρια. Του 'δειχνε μερικά από τα τελευταία έργα του όταν επιτέλους εμφανίστηκε ο Αντώνης. Μούσκεμα ως το κόκαλο από μια ξαφνική μπόρα, τρίκλιζε ελαφρά κι ανάδινε μια βαριά μυρουδιά καπνού και παντός είδους αλκοόλ. Η συνάντηση κατάληξε σε φιάσκο. Την άλλη μέρα η Καλυψώ διέκοψε οριστικά τη σχέση μαζί του.

***

Πήρε βαθιά ανάσα, βούτηξε στα γαλαζοπράσινα κρυστάλλινα νερά του κολπίσκου, αναδύθηκε και με δυνατές απλωτές ξανοίχτηκε σβέλτα η Καλυψώ. Οταν άρχισε να κουράζεται, ξάπλωσε ανάσκελα στο νερό να χαλαρώσει. Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, κομμάτια της ζωής της περνούσαν ολοκάθαρα μπροστά της. Χαμένη στην περιπλάνηση στο παρελθόν δεν έδωσε σημασία στο μπουρίνι που ερχόταν και τον άνεμο που την έσερνε στ' ανοιχτά...

Ο Αντώνης Προδρόμου πήρε το σάκο του και τη λάμπα της θύελλας. Πήδησε στην «Καταιγίδα», το βαρκάκι που τον περίμενε στον ορμίσκο. Εριξε μια ματιά προς το βορρά, όπου τα μαύρα σύννεφα αυξάνονταν απειλητικά και ήρεμα έπιασε τα κουπιά.

...Οι θαμώνες του καφενείου στο μικρό ψαράδικο χωριό της Σαντορίνης όπου ζούσε μόνος του εδώ και είκοσι χρόνια, έβρισκαν τον Κύπριο ιδιόρρυθμο τύπο. Ιδιόρρυθμος έλεγε και η κυρά Μαρία που καθάριζε που και που το εργένικό του και του 'φτιαχνε και κανένα λαδερό. Χωρίς να καλοκαταλαβαίνει την έννοια της λέξης, ήταν σίγουρη ότι πρόκειται για κουσούρι, ακόμα ένα σ' αυτά που καταλόγιζαν στον παράξενο, μονόχνοτο, εσωστρεφή ζωγράφο της πεντάρας που ξεμπάρκαρε μια μέρα στο νησί τους, απ' τα Παρίσια λέει κι όχι απ' το νησί της Αφροδίτης, απ' όπου ήταν η καταγωγή του. Ρίζωσε σ' αυτόν τον τόπο χωρίς να γίνει μέλος της μικρής κοινωνίας.

Σπάνια άνοιγε το στόμα του κι αραιά και που άνθιζε χαμόγελο στα χείλη του, όταν ζευγάρωνε φευγαλέα κάποια νύχτα σκοτεινή στην αμμουδιά, ανέβαζε στη βάρκα του καμιά τουρίστρια για βόλτα με τη φεγγαράδα, ή όταν έβγαζε από τον πάτο του σεντουκιού το άλμπουμ με τις κιτρινισμένες φωτογραφίες. Το γλυκό χαμόγελο κρατούσε ελάχιστα. Απότομα, το 'σβηνε ο πόνος της πληγής που άνοιξε μέσα του το καλοκαίρι του 1974.

***

Ο κεραυνός που έπεσε πολύ κοντά, δεν τον τρόμαξε. Η μπόρα και τα κύματα τον είχαν μουσκέψει ως το κόκαλο. Ατάραχος, βυθίστηκε στις σκέψεις του. Μέσα από αστραπές και καπνούς τσιγάρου διαγραφόταν ένα πρόσωπο που είχε να συναντήσει μια ζωή, από τότε που έφτασε μεθυσμένος στο σπίτι της στο Παρίσι.

Ηταν 20 του Ιούλη, δύο χρόνια μετά την εισβολή της Τουρκίας στο νησί. Κι ενώ είχε αποφασίσει ότι το παρελθόν το 'χε ξεγράψει, όλα ξαναγύρισαν στο νου του όταν στο ραδιόφωνο έπιασε κάποια στιγμή Λευκωσία, λίγες ώρες πριν από το μυστήριο ραντεβού που του 'χε δώσει η Καλυψώ...

Οι εκδηλώσεις για τη μαύρη επέτειο, οι ειδήσεις, τα ρεπορτάζ, οι μαρτυρίες για την κατοχή του νησιού τον έφεραν αντιμέτωπο με το θάνατο της Αντρούλας. Θέλησε να γυρίσει την πλάτη στην πραγματικότητα για ακόμα μια φορά κι άρχισε να καπνίζει και να πίνει...

Ηξερε ότι είχε αργήσει ο Αντώνης. Θα της ζητούσε να τον συγχωρήσει και θα ήταν διπλά τρυφερός κι ακόμα περισσότερο φλογερός μαζί της. Ηθελε να της εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά εκείνη δε δέχτηκε να του μιλήσει ποτέ πια και του επέστρεφε τα γράμματα του χωρίς να τ' ανοίξει.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια και μαύροι επέτειοι της κατοχής του μαρτυρικού νησιού πάμπολλες. Η μάνα του έφυγε απ' τη ζωή με τον καημό του μικρού της γιου, πάντα αγνοούμενου. Ο Αντώνης χαράμισε τα νιάτα του σε πρόσκαιρες σχέσεις και το ταλέντο του σε πίνακες που δεν επέτρεπε να βλέπει ανθρώπου μάτι. Είχε καταστρέψει τις καλύτερες δουλειές του και για να επιζήσει, πουλούσε κατά καιρούς κάτι αποτυχημένα καδράκια στα παλιατζίδικα. Οταν η μιζέρια στο Παρίσι του 'γινε αβάσταχτη, δεν άντεχε πλέον το μουντό καιρό, την ασταμάτητη βροχή και το κρύο, τους γνωστούς που συναντούσε και του 'δειχναν έκπληξη, κατανόηση, ή συμπόνια, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Το πρώτο καράβι που έφευγε από Πειραιά είχε κατεύθυνση τη Σαντορίνη.

***

Δεν ήθελε να θυμάται τίποτα από τα περασμένα ο Αντώνης. Η ζωή όμως έφερνε τα περασμένα συνέχεια μπροστά του.

Η σαγηνευτική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση που τραγουδούσε τη

«Γη της λεμονιάς, της ελιάς

γη της αγκαλιάς, της χαράς

γη του πεύκου, του κυπαρισσιού

των παλικαριών και της αγάπης»

το

«Χρυσοπράσινο φύλλο

ριγμένο στο πέλαγο»

«Γη των κοριτσιών που γελούν

γη των αγοριών που μεθούν

γη του μύρου, του χαιρετισμού

Κύπρος της αγάπης και του ονείρου»,

τον ταρακούνησε ένα δειλινό αρκετά χρόνια αργότερα..

Οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων, τον Αύγουστο του 1996,

«Ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού, έπεσαν σαν ήρωες στις 11 και 14 Αυγούστου».

Τον έκαναν να κλάψει πικρά.

Την άνοιξη του 2000, ο Αντώνης Προδρόμου είχε κατεβεί στον Πειραιά. Στο γυρισμό, μεσοπέλαγα αγνάντευε το απέραντο γαλάζιο ακουμπισμένος στην κουπαστή, γευόταν την ανάσα της θάλασσας και το αλμυρό χάδι του ανέμου, όταν μια Αγγλίδα, η Σούζαν, τον πλησίασε. Πάνω στην κουβέντα της εκμυστηρεύτηκε ότι ζωγράφιζε και της έκανε το πορτρέτο με φόντο το Αιγαίο. Ενθουσιασμένη, άνοιξε τα μπαγκάζια της να το ταχτοποιήσει. Στην προσπάθειά της να βρει χώρο, απόθεσε στο κάθισμα ένα πελώριο ωραιότατο βιβλίο.

Στο εξώφυλλο, πάνω από την εικόνα της Παναγίας, δέσποζε με κεφαλαία γράμματα «ΚΥΠΡΟΣ»

Υπότιτλος: «Η λεηλασία ενός πολιτισμού».

Ο Αντώνης έκλαψε για τους βανδαλισμούς που είχαν υποστεί τα νεκροταφεία και οι ταφόπλακες των προγόνων του, τις κατεστραμμένες εκκλησίες και τα μοναστήρια που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά, σε αχυρώνες, στάβλους, χώρους διασκέδασης, κοιτώνες ή αποθήκες όπλων του τουρκικού κατοχικού στρατού, τους λεηλατημένους θησαυρούς και τους κατεστραμμένους αρχαιολογικούς χώρους που κείτονται ερείπια, καλύπτονται από κατασκευαστικά έργα ή χρησιμοποιούνται για βοσκοτόπια.

Οι συστηματικές καταστροφές της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από την Τουρκία επιδιώκουν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της κυπριακής ιστορίας και του πολιτισμού 9.000 χρόνων και να μετατρέψουν την κατεχόμενη ζώνη σε μια τουρκική επαρχία, μέσα από μια συστηματική διαδικασία εκτουρκισμού της.

Αναστέναξε από καρδιάς.

Κράτησε το βιβλίο και την ανάμνηση της Σούζαν.

Τελευταία είχε λάβει ένα γράμμα της, κι ένα δακτυλογραφημένο κομμάτι με πληροφορίες από την Κυπριακή Κυβερνητική πύλη διαδικτύου.

«Κυπριακό Πρόβλημα - Οι Αγνοούμενοι

...To ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων εξακολουθεί να αποτελεί μιαν από τις πιο τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Kύπρο. Περίπου 1.474 άνθρωποι, στρατιωτικοί και άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, είτε συνελήφθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής κατά τη διάρκεια του Iουλίου και Aυγούστου του 1974 είτε εξαφανίστηκαν πολύ μετά τη λήξη των εχθροπραξιών σε περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Aπό τότε η τύχη τους αγνοείται. Το καθαρά ανθρωπιστικό αυτό πρόβλημα παραμένει άλυτο, γιατί η Τουρκία, περιφρονώντας πλήρως διεθνείς συμβάσεις και διακηρύξεις, δεν επιτρέπει αποτελεσματικές έρευνες, που θα φέρουν στο φως τις απαραίτητες πειστικές πληροφορίες για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων...»

***

Κραυγές που ζητούσαν βοήθεια έφτασαν στ' αυτιά του αχνά, μέσα από τις ριπές του αέρα που λυσσομανούσε και το εκκωφαντικό βουητό των κυμάτων...

Βούτηξε στα σκοτεινιασμένα νερά, αψηφώντας τα πελώρια κύματα.

...Από τη στιγμή που αναγνώρισε την Καλυψώ ο Αντώνης, τραβούσε κουπί με όλες του τις δυνάμεις. Οι ριπές του νερού τον χτυπούσαν καταπρόσωπο, ανελέητα. Κάθε λίγο έπρεπε να σταματά για να βγάζει το νερό που βάραινε το βαρκάκι. Η Καλυψώ μια φαινόταν ήρεμη, μια αναταράσσονταν από σύγκρυα και παραμιλούσε.

...Είχε πείσει τον εαυτό του ότι ο μοναδικός του έρωτας ήταν η Αντρούλα κι ότι μετά το χαμό της όλες οι άλλες ήταν ένα παιχνίδι. Και πράγματι. Εκτός από την Καλυψώ. Δεν το 'χε καν υποπτευθεί όταν ήταν ζευγάρι, αλλά όταν την έχασε, κατάλαβε με τα χρόνια ότι ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να γιατρέψει τις πληγές του ήταν αυτή η γεμάτη ζωή, φιλοδοξίες και απαιτήσεις Ελληνίδα.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ