Κυριακή 19 Ιούλη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ - ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ 2009"
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
Τελικά συμπεράσματα από τη μάχη των ευρωεκλογών

Ολοκληρώθηκε η συζήτηση για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σε όλο το Κόμμα, στα καθοδηγητικά όργανα έως τις ΚΟΒ. Εχουν ξεκινήσει συζητήσεις και συσκέψεις με φίλους και οπαδούς, οι οποίες πρέπει να συνεχιστούν, καθώς το μεγαλύτερο μέρος δεν μπορέσαμε να το προσεγγίσουμε. Να συνδυαστούν με τα καθήκοντα δράσης στο επόμενο διάστημα, αλλά και τις επερχόμενες εθνικές εκλογές.

Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του Κόμματος και των στελεχών στα καθοδηγητικά όργανα συμφώνησε με τα βασικά συμπεράσματα της Ανακοίνωσης της ΚΕ. Η ΚΕ στην τελική της Απόφαση πήρε υπόψη τις παρατηρήσεις που έγιναν, τις εκθέσεις που συνέταξαν τα καθοδηγητικά όργανα.

Η συμφωνία εκφράζεται στην εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος ως θετικού, σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες που χαρακτήρισαν την εκλογική μάχη. Επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη που γίνεται στην Πολιτική Απόφαση του 18ου Συνεδρίου ότι οι ευρωεκλογές θα είχαν σημαντικές ομοιότητες με τις εθνικές εκλογές, ότι θα υπήρχε κοινή ταυτότητα ανάμεσα στις δύο, καθώς αφορούν στα καθημερινά και τα γενικότερα προβλήματα των εργαζομένων, τις γενικότερες αρνητικές συνέπειες από την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ευρωενωσιακή αγορά, γενικότερα στην περιφερειακή ιμπεριαλιστική Ενωση.

Οι φετινές ευρωεκλογές ήταν οι πιο δύσκολες, σύνθετες, σκληρές, από κάθε άλλη προηγούμενη αναμέτρηση για το Ευρωκοινοβούλιο, ως κλίμα και περιεχόμενο αντιπαράθεσης ήταν πιο κοντά στις εθνικές εκλογές. Πραγματοποιήθηκαν εν μέσω οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, με κορυφωμένη την αντιδικία ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας για την κυβερνητική καρέκλα, για το ποιος θα κερδίσει και μάλιστα με όρους αυτοδυναμίας τις εθνικές εκλογές.

Εξελίχθηκαν σε πρόβα τζενεράλε των επικείμενων εθνικών εκλογών, ενώ το 2004 ήταν σχετικά πιο εύκολο η ψήφος να στραφεί με πολιτικά κριτήρια σε πολιτικές δυνάμεις πέραν της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αφού τρεις μήνες πριν είχε διαμορφωθεί ο συσχετισμός δύναμης στις εθνικές εκλογές. Τελικά, είναι φανερό ότι κάθε εκλογική μάχη είναι ξεχωριστή και πρέπει πιο βαθιά να μελετώνται οι συγκεκριμένες συνθήκες.

Τα νέα στοιχεία που σφράγισαν τις ευρωεκλογές δεν αναφέρονται μόνο στην προεκλογική περίοδο, αλλά και στο προηγούμενο διάστημα, ιδιαίτερα μετά τις εθνικές εκλογές του 2007.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την όξυνση των προβλημάτων των εργαζομένων, καθώς άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται τα στοιχεία - προπομπός της κρίσης και η ίδια η κρίση στη συνέχεια, παγκόσμια, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Στο ίδιο διάστημα, οργανώνεται πιο συστηματικά η στρατηγική της ΕΕ για το χτύπημα του εργατικού κινήματος, την πρόληψη ανόδου γενικότερα των λαϊκών κινημάτων, εν μέσω και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο αντικομμουνισμός παίρνει τα χαρακτηριστικά της εντατικής εκστρατείας ενάντια σε κάθε πνεύμα ή τάση ριζοσπαστισμού και με αιχμή τη δράση και τη λειτουργία των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ιδιαίτερα εκείνων που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική στρατηγική. Η ΕΕ, αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης και πρόσφατα ο ΟΑΣΕ, ανακηρύσσουν το φασισμό ισότιμο με τον κομμουνισμό, αναγορεύουν σε επίσημη επέτειο γιορτασμού της νίκης της αντεπανάστασης και της καταδίκης του «σταλινισμού» την 23η Αυγούστου. Στην Ελλάδα, καθώς εμφανίζονται δυσκολίες πραγματοποίησης της δικομματικής εναλλαγής, γίνονται διεργασίες και συζητήσεις για τη θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος, προετοιμασίες για εναλλακτικές λύσεις κυβερνήσεων συνεργασίας.

Η επιχείρηση αυτή έχει στο κέντρο της προσοχής της την οργανωμένη και μελετημένη επίθεση στο Κόμμα, με σαφή στόχο να αλλάξει ο συσχετισμός και η διάταξη των δυνάμεων στο «χώρο της αριστεράς», ώστε να υπερκεράσει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ το ΚΚΕ, ενώ ταυτόχρονα στηρίζονται και τα άλλα αναχώματα του συστήματος, ο ΛΑ.Ο.Σ. και, στην πορεία, οι Οικολόγοι - Πράσινοι. Το ΚΚΕ γίνεται στόχος για το ρόλο που διαδραματίζει στην προσπάθεια να αναπτυχτεί η ταξική πάλη, να κερδίσει έδαφος η πρότασή του στο ζήτημα της εξουσίας, ανάμεσα σε λαϊκές δυνάμεις που δείχνουν τάση ριζοσπαστικοποίησης. Γίνεται στόχος για τον ενεργητικό ρόλο στη διαπάλη με τον οπορτουνισμό στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, για την προσπάθεια που κάνει να ισχυροποιηθεί αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο, να αποκτήσει ενιαία στρατηγική.

Το ΚΚΕ είναι η πολιτική δύναμη που αντιστέκεται στα σενάρια ενίσχυσης και αναπαλαίωσης του πολιτικού σκηνικού που έχει υποστεί φθορά στη λαϊκή συνείδηση. Οι Αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου και ιδιαίτερα οι επεξεργασίες του Κόμματος για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ο εμπλουτισμός της προγραμματικής του αντίληψης, συναντά τη λυσσαλέα αντίδραση της αστικής τάξης και των κομμάτων της, που επιδιώκουν με αλλεπάλληλες επιθέσεις και με όπλο τη συκοφαντία να ασκήσουν ιδεολογική και πολιτική πίεση στο Κόμμα. Να το εμποδίσουν να διευρύνει και να βαθύνει τους δεσμούς του με το λαό, να υποχρεωθεί να αλλάξει τη στρατηγική του. Η επιδίωξη αυτή γίνεται ακόμα πιο φανερή κατά την προεκλογική περίοδο.

Η κρίση βιώνεται από ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν έχουν πάρει μέρος στην ταξική πάλη, στους αγώνες, με μοιρολατρία και απογοήτευση, με αποστράτευση και προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες με ατομική προσπάθεια. Η αντίθεση προς τα δύο κόμματα δεν έχει πάρει αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, για ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Στην πολιτική τους άποψη παραμένει ως ζητούμενο η διόρθωση ή η αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης, της διαχείρισης. Η κρίση φέρνει ακόμα πιο πλατιά στην επιφάνεια τη λογική του «μικρότερου κακού», την αναζήτηση έστω και κάποιων προσωρινών ημίμετρων, ώστε να υπάρχει ανακούφιση από τα πιεστικά προβλήματα, σε συνθήκες που δεν έχει ακόμα ωριμάσει στη συνείδηση πλατιών λαϊκών μαζών η ανάγκη αντεπίθεσης, ρήξης. Το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές δεν επηρεάζουν άμεσα το συσχετισμό στο εθνικό Κοινοβούλιο έδωσε τη δυνατότητα να εκφραστεί η δυσαρέσκεια με τη μορφή της αποχής.

Αιτία της διευρυμένης αποχής δεν αποτελεί μόνο η λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και το κλίμα αδιαφορίας και αποστράτευσης. Η επιλογή της αποχής καλλιεργήθηκε συστηματικά ως μέσο πολιτικής καταδίκης των κομμάτων της δικομματικής εναλλαγής, ως έκφραση οργής απέναντι στο αστικό πολιτικό σύστημα, πήρε γενικότερο χαρακτήρα παρασύροντας ψηφοφόρους, ακόμα και εκείνους που αν έφθαναν στην κάλπη θα ψήφιζαν το ΚΚΕ. Είτε γίνει η σύγκριση των ψήφων με το προηγούμενο των ευρωεκλογών είτε με εκείνο των εθνικών, η απώλεια είναι ίδια, 152.000 -155.000 ψήφοι.

Οι μετεκλογικές εξελίξεις, με την εκπόνηση νέων ταξικών μέτρων, που χτυπούν ακόμα πιο σκληρά τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις εργασιακές σχέσεις, την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία, την Παιδεία, αποδεικνύουν την ορθότητα της προειδοποίησης που το ΚΚΕ απηύθυνε σε εκείνους που επέλεγαν ως μέσο τιμωρίας την αποχή, ότι αυτή αχρηστεύει τη διάθεση διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οτι, τελικά, συμβάλλει στην ενίσχυση της κυρίαρχης πολιτικής και των σχεδιασμών της, ότι όχι μόνο δεν αποτελεί μέσο πίεσης αλλά το αντίθετο, είναι επιλογή αποστράτευσης από τον αγώνα.

Η εσωκομματική συζήτηση ανέδειξε, ταυτόχρονα, ότι υπήρχε βάση να καλλιεργηθεί προσδοκία για ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, με δεδομένο ότι εμφανιζόταν μια πραγματική δυναμική στην απήχηση των θέσεων του Κόμματος. Εντοπίστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, που έδειχναν ότι για πρώτη φορά δήλωναν ότι θα ψήφιζαν το Κόμμα εργαζόμενοι ψηφοφόροι από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από τη ΝΔ, ενώ εκφραζόταν και μικρή μετατόπιση από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υπήρξαν νέοι ψήφοι προς το ΚΚΕ, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη, νέοι εργαζόμενοι και άνεργοι, πράγμα που είναι πολύ θετικό, περικλείει σημαντική δυναμική. Αυτές τις νέες ψήφους που τις αποσπάσαμε σε συνθήκες έντασης του αντικομμουνισμού, σε συνθήκες που ασκείται ακόμα πιο συστηματική προσπάθεια τρομοκράτησης και χειραγώγησης μπορούμε και πρέπει να τις στεριώσουμε. Να κρατήσουμε ουσιαστική επαφή με αυτούς τους εργαζόμενους, αφού έκαναν το τολμηρό βήμα σε μια περίοδο πολύ σκληρή και δύσκολη. Αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες είναι ακόμα μεγαλύτερες.

Οσο μπορεί κανείς να στηριχτεί στη μελέτη των EXIT POLLS, βγαίνει το συμπέρασμα ότι σταθερά το Κόμμα διατηρεί καλύτερο ποσοστό από το πανελλαδικό στις ηλικίες 18 - 25, 45 - 53 ετών, στον ιδιωτικό τομέα και στους ανέργους. Δηλαδή, σε κρίσιμες παραγωγικά ηλικίες, σε φτωχά λαϊκά στρώματα. Το γεγονός ότι οι περισσότερες απώλειες εκφράστηκαν στα αστικά κέντρα δε μειώνει τη θετική τάση να βελτιώνεται κοινωνικο-ταξικά η σύνθεση της εκλογικής μας επιρροής. Στα αστικά κέντρα η προπαγάνδα, ο επηρεασμός προς την αποχή πήρε πιο έντονο και συστηματικό χαρακτήρα. Σ΄αυτό το χώρο συγκεντρώνονται οι νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές, οι οποίες έχουν οξυμένα προβλήματα και ταυτόχρονα λειψή κοινωνική και πολιτική πείρα, χαμηλό δείκτη σταθερής συμμετοχής στο οργανωμένο κίνημα. Επίσης, συγκεντρώνονται μικροαστικά στρώματα, τα ανώτερα εισοδηματικά τμήματα της εργατικής τάξης, οι εργαζόμενοι στη δημόσια διοίκηση και στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις, που συνιστούν έναν περίγυρο για τα πιο εκμεταλλευόμενα τμήματα της εργατικής τάξης, ο οποίος ασκεί πίεση προς το ρεφορμισμό, τη συναίνεση. Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι είχε απώλειες το Κόμμα σε περιοχές που είναι συγκεντρωμένα εργατικά, λαϊκά στρώματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης, με χαμηλό πολιτικό και μορφωτικό επίπεδο που είναι πιο εκτεθειμένα στην απογοήτευση και τα διλήμματα. Ενας σημαντικός σχετικά αριθμός εργαζομένων, τελικά, δεν αποφάσισε να κάνει το βήμα στην κάλπη, παρότι προβληματιζόταν, να ρίξει το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ.

Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι, προεκλογικά, δεν έγινε δυνατόν να εντοπιστεί έγκαιρα το μέγεθος της αποχής και η επίδραση που θα είχε στο εκλογικό αποτέλεσμα για το Κόμμα. Η κατεύθυνση που είχαμε για να εξασφαλίσουμε την ψήφο των ετεροδημοτών αποδείχτηκε αναντίστοιχη με την πραγματικότητα, μιας και ο κύριος όγκος των απωλειών, λόγω αποχής, δεν αφορούσε κυρίως τους ετεροδημότες, αλλά κυρίως εκείνους που είχαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν στον τόπο κατοικίας ή πολύ κοντά σ΄αυτόν. Αρκετοί ψηφοφόροι του Κόμματος, ή εργαζόμενοι που σκέφτονταν να ψηφίσουν το Κόμμα, προβληματίζονταν με την αποχή, είχαν κιόλας καταλήξει αλλά δεν το έβγαζαν προς τα έξω, είτε η δουλειά μας δεν ήταν τέτοια που να αναδείκνυε το πρόβλημα.

Το ζήτημα αυτό έχει σχέση με το εύρος και την ποιότητα των δεσμών μας με τα εργατικά λαϊκά στρώματα και τις νεότερες ηλικίες, που καλλιεργούνται και αναπτύσσονται σε καθημερινή βάση, ώστε να μην εκφράζονται παλινδρομήσεις ή υποχωρήσεις στην προεκλογική περίοδο, όπου εντείνονται μηχανισμοί και μέσα αποπροσανατολισμού, κινδυνολογίας, παραπλάνησης.

Η απώλεια λόγω αποχής έχει ιδεολογικό - πολιτικό υπόβαθρο, ένα μέρος των φίλων και οπαδών, ψηφοφόρων είναι ευάλωτοι στην ιδεολογικοπολιτική πίεση του αντίπαλου. Οφείλουμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε δύο κύρια ζητήματα: Δεν έχουμε συστηματική επαφή με το μεγαλύτερο μέρος των φίλων, οπαδών, ψηφοφόρων, άρα δεν τους δίνουμε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να γνωρίσουν τις θέσεις μας, να εξοικειωθούν και να προσεγγίσουν τη στρατηγική μας όσο γίνεται περισσότερο. Δε δουλεύουμε συστηματικά, ώστε να εντάξουμε όσο γίνεται περισσότερους φίλους και οπαδούς στο οργανωμένο κίνημα, να αναπτύσσεται η πολιτική τους συνείδηση και να κατανοείται η ανάγκη πάλης για την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας.

Η μη ενεργητική και σταθερή συμμετοχή στον οργανωμένο αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα δυσκολεύει και την αποτελεσματικότητά του, εμποδίζει την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης, κλονίζει, αδυνατίζει την πεποίθηση για την αναγκαιότητα και δυνατότητα της νίκης στο επίπεδο της εξουσίας. Οι παραπάνω εκτιμήσεις υπάρχουν, βεβαίως, στα ντοκουμέντα του 18ου Συνεδρίου, επομένως εκεί αναφέρονται και οι κατευθύνσεις για το πώς πρέπει να πολεμήσουμε αυτό το φαινόμενο.

Είναι φανερό ότι πρέπει ακόμα πιο βαθιά να μελετάμε τη στάση του ταξικού αντίπαλου, τους χειρισμούς του, αλλά και να έχουμε ανεβασμένο αισθητήριο, ώστε να εντοπίζονται προβλήματα ακόμα και όταν αυτά δεν έχουν εμφανιστεί ανοικτά.

Στο στελεχικό δυναμικό του Κόμματος, γενικά στις γραμμές του Κόμματος και της ΚΝΕ, υπάρχει κλίμα μαχητικής στάσης. Χαρακτηρίζει κυρίως τις κομματικές δυνάμεις που μετέχουν ενεργητικά στην υλοποίηση των αποφάσεων, πήραν μέρος στην εκλογική μάχη. Μαχητικά, με βάση τη στρατηγική μας, τις εκτιμήσεις του ίδιου του 18ου Συνεδρίου να στρέψουμε την προσοχή μας στην ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος. Να κατακτήσουμε μεγαλύτερη ικανότητα, αποτελεσματικότητα στις συγκεκριμένες συνθήκες στην ανάπτυξη και διεύρυνση των δεσμών μας με την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, να γίνει κτήμα η στρατηγική μας όσο γίνεται ευρύτερων λαϊκών μαζών. Να δουλεύουμε, δηλαδή, συνεχώς πλατιά και βαθιά στον εργαζόμενο λαό, ώστε να ασκούμε πιο διεισδυτική επίδραση, όσο εξαρτάται από εμάς.

Είναι γνωστό ότι ο αντίπαλος δεν πρόκειται ούτε στιγμή να πάψει να πολεμά το Κόμμα, ότι ποτέ δε θα έχουμε ιδανικές συνθήκες δράσης, έχουν όμως σημασία σε κάθε φάση η τακτική και τα όπλα που χρησιμοποιεί ο αντίπαλος, η απήχησή τους.

Στις προηγούμενες αναμετρήσεις για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η αντιπαράθεση προς το ΚΚΕ, από την πλευρά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των άλλων κομμάτων που στηρίζουν τον ευρωμονόδρομο, είχε ως περιεχόμενό της κυρίως τη θέση του Κόμματος για το χαρακτήρα της ΕΕ και την αποδέσμευση. Οι όποιες επιθέσεις αποσκοπούσαν να καταδείξουν ότι το ΚΚΕ έχει θέσεις ουτοπικές, της απομόνωσης, έξω από τη δήθεν προοδευτική κίνηση της παγκοσμιοποίησης.

Στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η συκοφάντηση του Κόμματος για τα οικονομικά του έσοδα, σε μια περίοδο που και τα δύο κόμματα είναι βουτηγμένα στα σκάνδαλα. Η επίθεση αυτή αποτέλεσε το αποκορύφωμα της ανάλογης εκστρατείας που εξαπολύθηκε από το 2007, πριν τις εθνικές εκλογές και συνεχίστηκε με πολλαπλούς τρόπους και μετά. Πρόκειται για την απάντηση του συστήματος στην ανοδική πορεία που εμφάνισε το Κόμμα στους ταξικούς αγώνες, στη βελτίωση της πολιτικής και εκλογικής του επιρροής.

Η αντι-ΚΚΕ εκστρατεία μελετήθηκε και εκπονήθηκε από ενιαίο κέντρο στους κόλπους του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, πράγμα που φαίνεται από την ενεργό συμμετοχή σημαντικών ΜΜΕ που ανήκουν σε επιχειρηματικούς ομίλους. Η πρωτοτυπία της αντικομμουνιστικής επίθεσης, που παίρνει και χαρακτηριστικά υστερίας, βρίσκεται στο γεγονός ότι το κύριο βάρος δεν πέφτει στις θέσεις του Κόμματος, αλλά στην προσπάθεια να εμφανιστεί ως κόμμα με όλες τις αμαρτίες που διέπουν τα αστικά κόμματα, τα κόμματα που δεν αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα. Επιδίωξη δεν είναι μόνο να θιγεί το ηθικό πολιτικό κύρος του Κόμματος, ώστε να καλλιεργηθεί ένα πνεύμα ανοχής και συμβιβασμού στην κυρίαρχη πολιτική, αλλά να πληγεί η ίδια η δυνατότητα του Κόμματος να αντλεί οικονομικούς πόρους από το λαό, να διασφαλίζει με δικά του μέσα τη δυνατότητα να εκδίδει τον «Ριζοσπάστη», κομματικά έντυπα εκλαΐκευσης των θέσεών του. Στόχος, επίσης, είναι και να πληγεί οργανωτικά το Κόμμα, για να υποσκαφθεί ο ρόλος που διαδραματίζει στο κίνημα, στην Ελλάδα και διεθνώς.

Ενεργητικοί φορείς της πολιτικής επίθεσης αναδεικνύεται η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Η στάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ απέναντι στο ΚΚΕ δεν αποκαλύπτει το αυτονόητο, τις ριζικές προγραμματικές διαφορές τους, αλλά την πάγια επιλογή του ΠΑΣΟΚ να πολεμήσει με κάθε μέσο κάθε ριζοσπαστική φωνή και ιδιαίτερα τη στρατηγική του Κόμματος. Για να πετύχει τη χειραγώγηση και ενσωμάτωση εργατικών και λαϊκών μαζών στην υπεράσπιση των συμφερόντων των μονοπωλίων, γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος με αντιδεξιά τρομοκρατικά διλήμματα. Στην προοπτική να επανέλθει στη διακυβέρνηση, επιδιώκει να καθαρίσει το έδαφος από κάθε διεκδίκηση που έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη πολιτική, ώστε να ανακόψει έγκαιρα το δρόμο της λαϊκής αντεπίθεσης και της οργάνωσης της ταξικής πάλης.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που γνωρίζει ότι ένα μέρος της βάσης και των ψηφοφόρων της εκτιμούν θέσεις του ΚΚΕ και τη μαχητική του συνέπεια, δε δίστασε ούτε θα διστάσει, ενόψει και των εθνικών εκλογών, αλλά και για λόγους ποδηγέτησης κάθε αντίστασης στο κίνημα, να συμμαχήσει με οποιονδήποτε, να στηρίξει αντικομμουνιστικά κέντρα. Αυτή η τακτική του ΠΑΣΟΚ ωφελεί γενικότερα το αστικό σύστημα, το μεγάλο κεφάλαιο και τη στρατηγική του γενικότερα.

Η αντι-ΚΚΕ επίθεση εντάσσεται επίσης στη γενικότερη αντισοσιαλιστική και αντικομμουνιστική εκστρατεία της ΕΕ.

Το ΚΚΕ διαθέτει σήμερα πλούσια εμπειρία, έχει επεξεργασμένη στρατηγική, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε μορφής αντικομμουνιστική επίθεση.

Η δράση του Κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο

Η ΚΕ, μελετώντας τις εκθέσεις των καθοδηγητικών οργάνων, εκτιμά ότι η διεξαγωγή της εκλογικής μάχης έγινε σε σωστή πολιτική κατεύθυνση και με προσαρμοσμένα πολιτικά συνθήματα, όπως την επεξεργάστηκε έγκαιρα από τον Ιούνη του 2008, και την επικαιροποίησε μετά το 18ο Συνέδριο. Σε σχέση με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, καταβλήθηκε μεγαλύτερη προσπάθεια να υπάρχουν επεξεργασμένα επιχειρήματα και να γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές, ανάλογα με το γενικότερο κλίμα και τη στάση των άλλων κομμάτων. Βελτιωμένη, επίσης, ήταν η προπαγάνδα, τα προεκλογικά υλικά που εκδόθηκαν. Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι έπρεπε ακόμα πιο πολύ να βαθύνουμε στις δυσκολίες της μάχης, στην προσπάθεια να ανέβει η κομματική συσπείρωση.

Μεγάλης σημασίας ζήτημα ήταν, επίσης, ότι επιτεύχθηκε η υπογραφή κοινής Διακήρυξης για τις ευρωεκλογές ανάμεσα σε 21 Κομμουνιστικά Κόμματα των κρατών μελών της ΕΕ. Ο «Ριζοσπάστης» και ο «902» ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες της εκλογικής μάχης, ζήτημα που σημειώνεται θετικά στην εσωκομματική συζήτηση. Αναδεικνύονται ως τα πιο βασικά μέσα πέραν της αναγκαίας εσωκομματικής συζήτησης για τον άμεσο εξοπλισμό που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ιδεολογικοπολιτικού αγώνα. Διαπιστώνεται ότι έπρεπε η ΚΕ να αναδείξει πιο έγκαιρα το στόχο, που ανοικτά είχε ομολογηθεί μέσω των περισσότερων αστικών μέσων ενημέρωσης να περάσει το ΚΚΕ στην τέταρτη ή και στην πέμπτη θέση, ζήτημα που σχεδόν προεξοφλούνταν λίγες μέρες πριν το άνοιγμα της κάλπης. Το Κόμμα δεν αριθμοποιεί τον εκλογικό του στόχο, όμως στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα της τρίτης θέσης αποτελούσε απάντηση στα σχέδια του ταξικού αντίπαλου και ιδιαίτερα στο σχεδιασμένο δηλητηριώδη αντικομμουνισμό. Η έγκαιρη ανάδειξη της ιδιαίτερης αυτής στόχευσης (με αφετηρία το μπαράζ δημοσκοπήσεων υπέρ του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αρχικά και των Οικολόγων στη συνέχεια) θα έβρισκε πολύ περισσότερο έτοιμο το σώμα των ψηφοφόρων του Κόμματος και των δυνάμει ψηφοφόρων να αντισταθούν στο ρεύμα της αποχής, να κατανοηθούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης εκλογικής μάχης. Να κατανοηθεί τελικά η σημασία της ισχυροποίησης του ΚΚΕ, ότι η πιο αποτελεσματική τιμωρία των δύο αστικών κομμάτων περνάει μέσα και από την εκλογική ενίσχυση του Κόμματος.

Ανεξάρτητα από την παραπάνω αδυναμία και έλλειψη, το Κόμμα απάντησε θαρραλέα και δυναμικά στην αντι-ΚΚΕ επίθεση και συκοφαντία, έδωσε παλικαρίσια την εκλογική μάχη.

Οταν το ζήτημα της αποχής εντοπίστηκε στα μέσα του Μάη, έγινε προσπάθεια να περιοριστεί το πρόβλημα μέσα από παρεμβάσεις μας και ειδικό προεκλογικό υλικό. Δεν έγινε δυνατό να αντιστραφεί το κλίμα, καθώς είχε διαμορφωθεί και διογκωθεί.

Το θετικότερο στοιχείο της δουλειάς μας σ΄αυτήν την εκλογική μάχη, που την ξεχωρίζει από κάθε προηγούμενη τα τελευταία χρόνια, είναι ότι σε όλη την κλίμακα του Κόμματος υλοποιήθηκε πολύ καλύτερα η προεκλογική δουλειά, οι περιοδείες και η επαφή με χώρους δουλειάς, εργοστάσια, επιχειρήσεις. Αφορά και τις τοπικές Κομματικές Οργανώσεις, που απέκτησαν, με την ευκαιρία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων και των εκλογών, μια καλύτερη εικόνα και επαφή με εργασιακούς χώρους, πράγμα που συμβάλλει στο ξεπέρασμα ενός μονόπλευρου προσανατολισμού.

Εγινε μια σχετικά καλύτερη προσπάθεια να γίνει συνδυασμένη παρέμβαση των κλαδικών και εδαφικών Αχτίδων και σε συντονισμό με αντίστοιχες δυνάμεις της ΚΝΕ.

Η προεκλογική εκστρατεία περιείχε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναφορές και αιτήματα που έχουν σχέση με την επίθεση της ΕΕ και της κυβέρνησης στα δικαιώματα των γυναικών, στο όνομα της ισοτιμίας.

Τα στελέχη και τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ που δούλεψαν με ενιαία κατεύθυνση κατά κλάδο, αλλά και στον τόπο κατοικίας, απέκτησαν μια πιο σφαιρική εικόνα των προβλημάτων, της μαζικής δράσης. Αρα διαμορφώνονται σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες, ώστε να γίνει ακόμα πιο εύστοχος ο προσανατολισμός στη δουλειά στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Αυτή η πολύτιμη πείρα πρέπει να αξιοποιηθεί και να δουλευτεί ακόμα καλύτερα με βάση και τις κατευθύνσεις του 18ου Συνεδρίου. Θα συμβάλει στην επιτυχημένη πραγματοποίηση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για τη δουλειά μας στην εργατική τάξη, στο εργατικό κίνημα.

Αδύνατη παρέμεινε συγκριτικά η παρέμβασή μας στο χώρο των αυτοαπασχολούμενων.

Κατά την προεκλογική περίοδο, έγινε προσπάθεια, εκτός από τις βασικές και αναγκαίες συγκεντρώσεις, τις περιοδείες, την οπτική προπαγάνδα, τη διανομή υλικού, να δοθεί βάρος στις συσκέψεις με φίλους οπαδούς, αλλά και οπαδούς ή ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, που όπου κλήθηκαν συμμετείχαν με πολύ ενδιαφέρον, πραγματοποιήθηκε διάλογος, ξεκαθαρίστηκαν σε σημαντικό βαθμό οι θέσεις του Κόμματος. Ωστόσο, υστερούμε ακόμα στο να αναπτύσσεται άμεση επαφή και διάλογος με ευρύτερες λαϊκές μάζες μέσα από την πιο βασική μορφή που προσφέρεται με μικρές τοπικές συγκεντρώσεις, συσκέψεις, περιοδείες που καταλήγουν σε συσκέψεις.

Τα ζητήματα στρατηγικής του Κόμματος, η αναλυτική συζήτηση για τους στόχους που παλεύει, για τις προτάσεις του, η αντίκρουση της προπαγάνδας των άλλων κομμάτων, της αντι-ΚΚΕ εκστρατείας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται μόνο μέσα από συγκεντρώσεις και περιοδείες, αλλά και με συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο με ενθάρρυνση να ακούγονται γνώμες και παρατηρήσεις. Επομένως, είναι απολύτως αναγκαίο να συνεχιστούν σήμερα και το επόμενο διάστημα οι προσπάθειες να πραγματοποιούνται συσκέψεις, συζητήσεις με τους φίλους και οπαδούς, αλλά και νέους ψηφοφόρους, εργαζόμενους που ενδιαφέρονται να μας ακούσουν. Οι συσκέψεις αυτές ως βασική μορφή πολιτικής δράσης σε κανονικές περιόδους, όπως επανειλημμένα έχει επισημανθεί στα κομματικά ντοκουμέντα, πρέπει να πάρουν μόνιμο χαρακτήρα, με επίκεντρο την κάθε ΚΟΒ, την κάθε Κομματική Ομάδα. Οι συσκέψεις μπορούν και πρέπει να υπηρετήσουν το στόχο της προσέλκυσης φίλων, οπαδών, συνεργαζομένων στις γραμμές του μαζικού κινήματος, πριν απ' όλα στα σωματεία, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στη μαζική δράση που γενικότερα πραγματοποιείται. Εδώ κρίνεται η ικανότητα και συλλογικότητα του κάθε στελέχους και του μέλους, η ικανότητα δράσης με τους οπαδούς που απαιτεί και ικανότητα στην πολυμορφία των απαιτήσεων.

Δίχως την ατομική δουλειά του μέλους του Κόμματος στα πλαίσια των συλλογικών αποφάσεων, δίχως την κινητοποίηση φίλων και οπαδών, δεν είναι δυνατόν να διευρύνουμε και, κυρίως, να αποκτήσουμε στενότερους ιδεολογικοπολιτικούς και αγωνιστικούς δεσμούς με ευρύτερες λαϊκές μάζες.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΝΕ

Τα στελέχη και ένα μεγάλο μέρος των μελών της ΚΝΕ μπήκαν ορμητικά στη μάχη, συνέβαλαν στο άνοιγμα του Κόμματος σε εργασιακούς χώρους και σε χώρους νεολαίας. Προσέδωσαν δυναμισμό στην προεκλογική δράση του Κόμματος και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις που έγιναν το ίδιο διάστημα. Μετεκλογικά, τα στελέχη και τα μέλη που απέκτησαν εμπειρία στις συγκεκριμένες συνθήκες αντιμετώπισαν το εκλογικό αποτέλεσμα με ωριμότητα, δείχνουν μαχητικότητα και πείσμα να αντιμετωπίσουν τα σύνθετα καθήκοντα της Οργάνωσης, την αντικομμουνιστική επίθεση.

Τελική εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος

Η ΚΕ παραμένει στην αρχική εκτίμηση για θετικό εκλογικό αποτέλεσμα μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώθηκαν. Η θέση αυτή, άλλωστε, έχει επιδοκιμαστεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών και στις ΚΟΒ.

Εκφράζουμε την ανησυχία μας για το γεγονός ότι η κατά 12% μεγαλύτερη αποχή (37% έναντι 25% της προηγούμενης εκλογικής μάχης, όπου έχουν αφαιρεθεί οι εγγεγραμμένοι που δε ζουν στην Ελλάδα, οι πεθαμένοι που υπολογίζονται σε 100.000 κάθε χρονιά και δεν έχουν διαγραφεί από τους εκλογικούς καταλόγους), έπληξε και το Κόμμα μας. Αποχή που στο μεγάλο της μέρος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Οργάνων, δεν εκφράζει διαφωνία ή και ριζική αντίθεση με το Κόμμα, ωστόσο δείχνει χαλαρότητα δεσμών και κατά συνέπεια επίδραση του γενικότερου ρεύματος που διαμορφώθηκε ως τάχα μήνυμα διαμαρτυρίας και τιμωρίας. Είναι ένα καμπανάκι που δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε, καθώς εκτιμάμε ότι θα οξυνθεί η επίθεση σε βάρος του κινήματος και του Κόμματος, ενώ θα ενταθεί η προσπάθεια ενσωμάτωσης, χειραγώγησης και τρομοκράτησης των εργαζομένων και με στόχο να ανακοπεί κάθε βήμα προς την αντεπίθεση.

Ισχύει, επίσης, η εκτίμηση ότι ανακόπηκε η δυναμική του Κόμματος κάτω από την επίδραση της προπαγάνδας της αποχής, της επίθεσης στα οικονομικά του Κόμματος, αλλά και της εχθρικής προπαγάνδας σε βάρος του ΚΚΕ που αναπτύχθηκε κατά την προσυνεδριακή περίοδο, με επίκεντρο τη σταλινολογία. Παρά το γεγονός ότι το θέμα αυτό δεν αποτέλεσε σημείο επίθεσης κατά του Κόμματος στην επίσημη προεκλογική περίοδο, ωστόσο δουλεύτηκε από όλα τα άλλα κόμματα στο λαό με τη βοήθεια και των ΜΜΕ. Επέδρασε η αντισοσιαλιστική πολεμική, άφησε ερωτήματα, αμφιβολίες ακόμα και ενστάσεις σε εργαζόμενους, ιδιαίτερα σε νεότερες ηλικίες που έχουν διαπαιδαγωγηθεί με τη σταλινολογία. Δεν εισπράττουμε την πολεμική των τελευταίων μηνών, αλλά τη γνωστή λυσσαλέα προπαγάνδα που για 60 περίπου χρόνια εξαπολύθηκε εναντίον της περιόδου οικοδόμησης των βάσεων του σοσιαλισμού, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, με αφετηρία το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.

Το κλίμα, που είχε επικρατήσει σε στελέχη και μέλη για τη δυνατότητα καλύτερου εκλογικού αποτελέσματος, όπως δείχνει η εσωκομματική συζήτηση πατούσε σε συγκεκριμένα στοιχεία απόσπασης νέων ψήφων, σε ένα πολύ καλύτερο κλίμα αποδοχής που συναντήσαμε. Από την άποψη του κλίματος, οι συνθήκες ήταν καλύτερες από κάθε άλλη φορά, καθώς είναι κοινή διαπίστωση ότι στις συσκέψεις που αποτέλεσαν την πιο ουσιαστική δουλειά στη βάση, οι αντιρρήσεις που συναντούσαμε ήταν πολύ λιγότερες και πολύ πιο ήπιες στο ζήτημα της αποδέσμευσης, της κοινωνικοποίησης, της λαϊκής εξουσίας, δε σόκαραν.

Ο προβληματισμός ήταν στη ρεαλιστικότητα αυτών των σωστών θέσεων, πράγμα βεβαίως που παραπέμπει στο να συνδυάζεται καλύτερα η έκθεση των θέσεων και των επιχειρημάτων μας με τη συζήτηση πώς αυτές μπορούν να γίνουν πράξη, μέσα από ποιες προϋποθέσεις. Ευθέως έτσι τίθεται το ζήτημα της ποιότητας των δεσμών μας με την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους αυτοαπασχολούμενους, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα που γίνονται φορείς ταλάντευσης και πίεσης προς την εργατική τάξη, τις νεότερες ηλικίες, αλλά και η ποιότητα του ιδεολογικοπολιτικού αγώνα στο επίπεδο των ΚΟΒ. Και, βεβαίως, δεν αρκεί και η πιο καλή προπαγάνδα, αν δε συνδυάζεται με την επίμονη και ακούραστη προσπάθεια, ανεξάρτητα αν θα υπάρξει άμεση αποτελεσματικότητα, της οργάνωσης των λαϊκών μαζών, της καλλιέργειας της μαχητικότητάς τους και τη διάθεση για τις θυσίες του αγώνα.

Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να καταγραφεί στη συνείδηση όλων, είναι το βασικό ζήτημα που έθεσε το 18ο Συνέδριο, ότι η στάθμη του Κόμματος πρέπει σταθερά να ανέβει, ώστε να αντιστοιχεί η δράση του στο ύψος των σύνθετων αναγκών, των σύγχρονων περιστάσεων.

ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει ότι δε συγκινούν ούτε πείθουν, όπως στο παρελθόν, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Ομως παραμένουν, όπως είχαμε εκτιμήσει, οι δύο πόλοι που έχει το σύστημα της δικομματικής εναλλαγής. Ταυτόχρονα, όμως, δείχνει ότι συνολικά τα δύο κόμματα κρατούν ακόμα μεγάλο μέρος λαϊκών στρωμάτων στην επιρροή τους με τα διλήμματα, την προπαγάνδα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λαϊκή λύση, με την τρομοκρατική λογική του μονόδρομου, με τη συκοφάντηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι ακόμα σε θέση να ποδηγετούν, να ενσωματώνουν πότε ο ένας, πότε ο άλλος τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η όποια συσπείρωση ακόμα διατηρούν δεν οφείλεται στο κύρος της πολιτικής τους όσο σε δύο βασικούς παράγοντες, που και σε προηγούμενες αναμετρήσεις έχουμε υπογραμμίσει:

Ο πρώτος αφορά στο γεγονός ότι η αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια ακόμα δεν έχουν εκφραστεί στο αναγκαίο επίπεδο πάλης και βεβαίως δεν έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης, είναι ακόμα αδύναμη σχετικά η αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική συνείδηση, και ακόμα περισσότερο η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας πάλης για την αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας. Με βάση αυτήν την εκτίμηση μπορεί να εξηγηθεί και το φαινόμενο της αυξημένης αποχής, αφού δεν κρινόταν ο σχηματισμός κυβέρνησης, καθώς και του αυξημένου αθροίσματος (7%) των ψήφων των κομμάτων που δεν μπήκαν στο Ευρωκοινοβούλιο.

Ο δεύτερος, που είναι σε συνάρτηση με τον προηγούμενο, είναι ότι παραμένουν αυταπάτες πως μπορεί κάτω από μια πίεση (όπως λογουχάρη αυτή της αποχής), ή της μετακίνησης σε άλλο οποιοδήποτε κόμμα μπορεί γίνει διόρθωση έως και αλλαγή πολιτικής. Η ριζοσπαστικοποίηση δεν παρεμποδίζεται μόνο από το συσχετισμό δύναμης στη χώρα μας, αλλά και από την καταλυτική στη συνείδηση επίδραση της ενιαίας στρατηγικής που ακολουθείται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα που καλλιεργεί ακόμα πιο έντονα τη λογική του μονόδρομου. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, όπως και κάθε άλλης χώρας, έκανε πιο ισχυρό το αστικό πολιτικό σύστημα, έδωσε νέες δυνατότητες στην αστική τάξη και τους συμμάχους της να επιβάλουν λογική συναίνεσης.

Τέλος, η διατήρηση ακόμα της δικομματικής εναλλαγής και η δυνατότητά της να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες χρωστάει πολλά στις δυνάμεις του οπορτουνισμού στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη.

ΛΑ.Ο.Σ.

Η ενίσχυσή του, όπως φαίνεται και από τη μελέτη των αποτελεσμάτων, έχει άμεση σχέση με τη μετακίνηση ψηφοφόρων της ΝΔ. Αυτή τη φορά, η ενίσχυσή του δεν προκύπτει μόνο στις φτωχογειτονιές, ή περιοχές με ακροδεξιά δύναμη, αλλά και σε μικροαστικές και αστικές γειτονιές και δήμους. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι οι απόψεις του ΛΑ.Ο.Σ. για το μεταναστευτικό, τα θέματα ασφάλειας και εγκληματικότητας έχουν ευρύτερη διάδοση. Η πάλη κατά του ρατσισμού και εθνικισμού, συνολικά κατά της συντηρητικοποίησης, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πολεμική κατά του ΛΑ.Ο.Σ. αλλά συνολικά κατά του αστικού πολιτικού συστήματος.

ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ

Η κρίση που περνάει είναι κρίση στρατηγικής. Από τη μια μεριά, έχει προσεγγίσει ακόμα περισσότερο τη στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας, και, από την άλλη, θέλοντας να παίξει το ρόλο του αναχώματος στο ριζοσπαστισμό και πιο ειδικά απέναντι στο Κόμμα, προβάλλει αριστερά συνθήματα που είναι κυριολεκτικά δημαγωγικά, στέκονται στον αέρα. Στριμωγμένος ο οπορτουνισμός από το Κόμμα, από τη μια, και τη σοσιαλδημοκρατία, από την άλλη, βιώνει αντιφάσεις που δεν μπορεί να τις λύσει. Το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ο οπορτουνισμός δεν κατάφερε να πλησιάσει τους εκλογικούς στόχους, να εμφανίσει δυναμική άνοδο, όπως είχε προπαγανδιστεί, αποτελεί πρόσθετη απόδειξη ότι η μόνη προσφορά του είναι η ζημιά στο κίνημα. Σταθερά πρέπει να συνεχίσουμε την ιδεολογικοπολιτική πάλη μαζί του και με τον φορέα του.

Η κρίση όπου βρίσκεται ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό και υποστολή της πάλης κατά του οπορτουνισμού και ειδικότερα κατά του βασικού του φορέα. Το ίδιο το σύστημα έχει ανάγκη να στηριχτεί στον οπορτουνισμό και ο ίδιος ο οπορτουνισμός μπορεί να προκαλεί ζημιά ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της εκλογικής του δύναμης. Δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι προσπάθειες να διαμορφωθεί ακόμα και νέα μορφή πολιτικού σχήματος του οπορτουνισμού, όπως δείχνει και η διαπάλη που γίνεται για τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ.

ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ

Η άνοδος των Οικολόγων έχει την εξήγησή της. Αποτέλεσαν ένα χώρο διοχέτευσης ψήφων διαμαρτυρίας, σε συνδυασμό με τη σχεδόν μονοθεματικότητά τους στο ζήτημα του περιβάλλοντος, που συναντά σήμερα περισσότερο ενδιαφέρον και ανησυχία. Βεβαίως, γίνεται επίσης φανερό ότι μοναδικό κριτήριο για την ψήφισή τους δεν ήταν η οικολογία, αλλά και η επίδραση της διαφήμισής τους ως ανερχόμενης δύναμης ή και ως δύναμης που τελικά μπορεί να συμβάλει σε κυβέρνηση συνεργασίας.

Υπάρχουν ζητήματα, που προκύπτουν από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, τα οποία πρέπει να μελετηθούν βαθύτερα, ωστόσο δεν μπορεί να γίνει βιαστικά και με άμεσα αποτελέσματα. Θα βγουν βαθύτερα συμπεράσματα για αξιοποίηση στη δουλειά μας, στο βαθμό που ανοίγουμε πλατιά συζήτηση για το πολιτικό ζήτημα, για το ποια είναι η διέξοδος και η προοπτική. Εν δράσει και κυρίως με τη στήριξη και την ανάπτυξη των αγώνων, θα γίνουμε πιο έμπειροι στη δουλειά μας για την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης, και στην πιο εύστοχη δουλειά στην εργατική τάξη και τη νεολαία.

Συνεχίζουμε, στις μετεκλογικές συνθήκες, με βασικό στόχο την ανάπτυξη του κινήματος στις συνθήκες της κρίσης, με κύριο ζήτημα την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, την κοινωνική συμμαχία, την κομματική οικοδόμηση και τη γρήγορη προσαρμογή της δουλειάς μας στις κατευθύνσεις του 18ου Συνεδρίου. Αποτελεί ταυτόχρονα την καλύτερη προετοιμασία μας για τις επικείμενες εθνικές εκλογές, που απαιτούν ειδική ετοιμότητα, γιατί μπορεί να προκηρυχθούν είτε γρήγορα είτε το πολύ έως το Μάρτη.

Κρατάμε από την εκλογική μάχη ως σημαντικό εφαλτήριο τις παραπάνω εκτιμήσεις επιβεβαιωμένες από την εσωκομματική διαδικασία.

Ανακεφαλαιώνουμε

Α. Tην επεξεργασμένη στρατηγική μας και τα ιδιαίτερα καθήκοντα που έχει θέσει το 18ο Συνέδριο, έχουμε δηλαδή καλή πυξίδα. Οι θέσεις μας για την κρίση αποτελούν ατού μας. Να πάρουμε υπόψη ότι το αστικό πολιτικό σύστημα, παρά τη δύναμή του δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιεί το «καρότο», όπως σε προηγούμενες φάσεις, δεν μπορεί να προσφέρει ανακούφιση. Βεβαίως, έχει μέσα εξαγοράς και ενσωμάτωσης, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των εργατικών λαϊκών στρωμάτων θα αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα, ενώ η κρατική βία και καταστολή θα ενταθούν παράλληλα με τους εργοδοτικούς μηχανισμούς.

Β. Το γεγονός ότι έχουμε επίσης επεξεργασμένες θέσεις για το σοσιαλισμό και ως συμπεράσματα από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και ως εμπλουτισμό του Προγράμματος του Κόμματος. Είμαστε σε θέση να κάνουμε αντεπίθεση και για να αντιπαλέψουμε τον αντικομμουνισμό, αλλά και να θέσουμε εμείς παντού τις δικές απόψεις, με στόχο όπου μπορούμε - και μπορούμε ιδιαίτερα σε εργατικούς χώρους, να θέτουμε εμείς τον άξονα, να αδυνατίζουμε τον άξονα προπαγάνδας του πολιτικού αντιπάλου και των οπορτουνιστών.

Γ. Το γεγονός ότι έχουμε αποκτήσει πείρα και ωριμότητα στη διαχείριση επιθέσεων. Εχει ήδη διαμορφωθεί ένα πιο έμπειρο στελεχικό δυναμικό στο Κόμμα και στην ΚΝΕ που επιτρέπει να προσδοκούμε και ανάδειξη - ανάπτυξη νέων στελεχών.

Αυτό που έχει σημασία ως αντίληψη και πρακτική είναι να αποκτήσουμε μεγαλύτερη απαιτητικότητα από τον εαυτό μας, ως σύνολο και σε ατομική βάση, να εμπνεύσουμε απαιτητικότητα και αίσθημα ευθύνης σε πρωτοπόρες και ριζοσπαστικές δυνάμεις. Η ισχυροποίηση του Κόμματος δεν μπορεί να ταυτίζεται μόνο με την άνοδο της εκλογικής του επιρροής, που βεβαίως αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο, αφού αποτελεί και ένδειξη της ικανότητας του Κόμματος να αντιπαλεύει τις αντικειμενικές αντιξοότητες και δυσκολίες. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοούνται όλες οι πλευρές και τα κριτήρια της ισχυροποίησης, που αφορούν και την κατάκτηση υψηλής θεωρητικής και πολιτικής στάθμης, ικανότητα δράσης και στοχοπροσήλωσης στην εργατική τάξη. Σημασία έχει η πρόοδος στην κομματική οικοδόμηση, το ιδεολογικοπολιτικό ατσάλωμα, η αντοχή στις δυσκολίες, η ποιότητα των δεσμών μας με το λαό, η ικανότητα διεξαγωγής της ιδεολογικής διαπάλης, η βοήθεια και η στήριξη της ΚΝΕ. Με δουλειά υποδομής μπορούμε να περιμένουμε ότι θα υπάρξουν καρποί πιο σταθεροί σε επόμενο διάστημα. Επομένως, χρειάζεται ειδική διαπαιδαγωγητική δουλειά στις γραμμές μας, να ανέβει η προσφορά και ως ποσότητα και ως ποιότητα, να μειωθούν και να αδυνατίσουν μικροαστικά κριτήρια που υπάρχουν. Να κατανοηθεί πρακτικά και, κυρίως μέσω της πρακτικής δράσης, ότι δεν είμαστε μόνο διαφορετικό κόμμα γιατί έχουμε άλλη ιδεολογία και πρακτική, αλλά είμαστε επίσης διαφορετικό κόμμα και ως κομματική λειτουργία, και ως τρόπος δουλειάς για την οργάνωση των λαϊκών μαζών.

Χωρίς να υποτιμούμε τους κεντρικούς χειρισμούς σε διάφορες φάσεις, τη σημασία των κεντρικών πρωτοβουλιών, αυτό που πρωτεύει είναι να γίνει απολύτως κατανοητό ότι η δράση του Κόμματος πρέπει να είναι στραμμένη κάτω, στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς και στα γραφεία, στη γειτονιά, στο χωράφι, άρα η αποτελεσματικότητα θα κριθεί από το πόσο σωστά δουλεύουμε και στη βάση αυτή εκτιμάμε τα αποτελέσματα στην εκπλήρωση του καθήκοντος όλα τα μέλη του Κόμματος να μετέχουν ενεργά με ευθύνη στην αναζωογόνηση της δράσης των πρωτοβάθμιων σωματείων, των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων και μαζικών φορέων, στην πραγματοποίηση τακτών συσκέψεων με συνεχή συζήτηση βασικών κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων με φίλους και οπαδούς που και αυτοί πρέπει να πεισθούν, να βοηθηθούν να αναλαμβάνουν πρακτικά καθήκοντα στην οργάνωση της πάλης. Κάθε μέλος του Κόμματος και της ΚΝΕ να αποκτήσει τη δυνατότητα να ασκεί προπαγάνδα και διαφώτιση, να έχει πνεύμα επαγρύπνησης απέναντι στις κομματικές επιθέσεις. Απαιτείται συστηματική, πλατιά ζύμωση των θέσεων, δεμένη με τη δράση, πνεύμα πρωτοβουλίας και δημιουργικής εξειδίκευσης. Σε αυτήν τη βάση οργανώνουμε την κομματική οικοδόμηση, με κύριο στόχο την ενίσχυση των ΚΟΒ στους εργασιακούς χώρους, την ανάπτυξη επαφών, την οικοδόμηση νέων ΚΟΒ.

Τα δύο αυτά κριτήρια στη δράση, συσκέψεις με κοινωνικοταξικά κριτήρια και δράση στο κίνημα τέτοια που περιγράφει και αναλύει το 18ο Συνέδριο πρέπει να είναι η κύρια μορφή δουλειάς. Οι περιοδείες, το μοίρασμα του υλικού, δηλαδή η καμπάνια, έχουν την αξία τους, μπορούν να παίξουν βοηθητικό ρόλο, αλλά δεν είναι δυνατόν να αλλάζουν συνειδήσεις.

Οι Οργανώσεις μας στα μεγάλα αστικά κέντρα με την ευθύνη της ΚΕ πρέπει να εκπονήσουν ένα πιο συγκεκριμένο πρόγραμμα παρέμβασης στους αυτοαπασχολούμενους.

Αποφασιστικής σημασίας όπλο μας, πέραν της στρατηγικής μας και των επεξεργασιών μας για το σοσιαλισμό, αποτελεί η ιδεολογικοπολιτική ενότητα του Κόμματος, που πρέπει να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο με την αφομοίωση των Αποφάσεων, την άνοδο της προσφοράς, την κατάκτηση ενός υψηλού επιπέδου ενιαίας αντίληψης για τη στρατηγική μας, τα ζητήματα καθοδήγησης και πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη, στις λαϊκές μάζες. Από την ιδεολογικοπολιτική μας ενότητα εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, να ανεβάσουμε την πολιτική συνείδηση και δράση ενός όσο γίνεται μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης, της νεολαίας, ιδιαίτερα εκείνων που παίρνουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό μέρος στην ταξική πάλη, στους αγώνες. Επομένως, πρέπει να δυναμώσει η ουσιαστική συζήτηση των ιδεολογικοπολιτικών ζητημάτων στα Οργανα και τις ΚΟΒ, η συστηματική βοήθεια, ευρύτερα, σε όσους επηρεάζονται από την ιδεολογική πίεση του αντίπαλου, από τη συνθετότητα των καθηκόντων και τις ανεβασμένες απαιτήσεις συλλογικής και ατομικής προσφοράς.

Οι παραπάνω παράγοντες αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κομματικής οικοδόμησης στους τόπους δουλειάς, στους κλάδους.

9 ΙΟΥΛΗ 2009

Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ