Οι δεκαετίες 1930 - 1940
Η έκδοση του «Επιταφίου», από τον «Ριζοσπάστη» (1936) |
Θέλοντας να τιμήσουμε τη γέννηση του αλησμόνητου κομμουνιστή ποιητή και την ποιητική προσφορά του στον «Ριζοσπάστη» και στον «Ρίζο της Δευτέρας», προσπαθήσαμε να βρούμε τα φύλλα των δύο εφημερίδων, όπου δημοσιεύθηκαν όποια από τα ποιήματά του έπεσαν στην αντίληψή μας και να τα αναδημοσιεύσουμε. Δυστυχώς όμως, λόγω των μακρόχρονων διώξεων, της παρανομίας του ΚΚΕ, του «Ριζοσπάστη» και του μεταπολεμικού «Ρίζου της Δευτέρας», αλλά και της κλοπής του Αρχείου του ΚΚΕ, ελάχιστα φύλλα του «Ριζοσπάστη» και του «Ρίζου της Δευτέρας» σώζονται, δε βρήκαμε όλα τα φύλλα όσων ημερομηνιών αναζητήσαμε.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε, ο Γ. Ρίτσος δημοσίευσε στον «Ριζοσπάστη» τα παρακάτω ποιήματα:
Το 1934, δημοσίευσε σειρά ποιημάτων του, με γενικό τίτλο «Γράμματα από το μέτωπο», με το ψευδώνυμο «Γ. Σοστίρ» (αντιστροφή των γραμμάτων του επιθέτου του), στα φύλλα:12/8/, 15/8, 20/8, 22/8, 27/8, 28/8/1934. Τα φύλλα αυτά, μέχρι τώρα δεν τα εντοπίσαμε.
Επίσης, το 1934, μετά την παραπάνω σειρά, δημοσιεύει σειρά ποιημάτων, μάλλον με το γενικό τίτλο «Προλετάριοι», στα φύλλα: 31/8, 1/9, 2/9, 3/9, 7/9, 11/9, 20/9 και 23/9/1934. Και αυτά τα φύλλα δε βρέθηκαν, ακόμα. Και στις 16/9/1934 δημοσιεύεται το ποίημα «Το παράσημο», με την υπογραφή «Γ. Σοστίρ».
Η πρώτη σελίδα του «Ρ», στις 12/5/1936, με τη φωτογραφία (κάτω) της θρηνούσας μάνας πάνω στη σορό του απεργού, κομμουνιστή εργάτη γιου της, Τάσου Τούση |
Ο «Ριζοσπάστης», στο ημερολόγιο του 1936 (κυκλοφόρησε σαν ένθετο βιβλιαράκι, μάλλον την Πρωτοχρονιά), με γενικό τίτλο «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», που περιείχε ποιήματα διαφόρων ποιητών, περιέλαβε και το ποίημα του Ρίτσου «Σάλπισμα» (παρατίθεται).
Το 1936, στις 12/5, με τίτλο «Μοιρολόι», δημοσιεύονται τα τρία πρώτα ποιήματα του «Επιταφίου». Τις επόμενες ημέρες δημοσιεύτηκαν και άλλα έντεκα. Το φύλλο αυτό βρέθηκε, αλλά όχι και τα άλλα.
Το 1946, στις 21/9, στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» δημοσιεύεται το ποίημα «Αθήνα». Στις 26/9, δημοσιεύεται το ποίημα «ΕΑΜ», στις 24/10 το ποίημα «Ξυπόλυτοι Αγγελοι» και στο «Ρίζο της Δευτέρας», στις 30/12/1946, το ποίημα «Στεφανινά», τα οποία παραθέτουμε.
Το 1947, στις 26/6, δημοσιεύεται το ποίημα «Μοιρολόι», αναγκαστικά, λόγω των απηνών διώξεων κατά των κομμουνιστών, με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βελιώτης» (παρατίθεται).
***
«ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ»
Στις 11 Ιουνίου του 1935 ο Γ. Ρίτσος γράφει το ποίημα «Μνημόσυνο», αφιερωμένο στη μνήμη του Γερμανού κομμουνιστή Σούλτσε, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους ναζί και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, του απονεμήθηκε το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας». Το ποίημα του Ρίτσου δημοσιεύθηκε στις 14/6/1935, στη δεύτερη σελίδα του «Ριζοσπάστη».
«Σούλτσε, Σούλτσε, σύντροφέ μας, τ' άξιο σου όνομα
μπρούτζινο ήχο διθύραμβου κρούει
μπρούτζινο παλμό πλημμύρισε
την καρδιά μας,
σύντροφέ μας Σούλτσε, τ' άξιο σου όνομα.
Τ' όνομά σου πέρασε βουερά,
σαν αγέρας χειμωνιάτικος
Η 2η σελίδα του «Ρ», στις 12/5/1936, με τη στήλη «Ο παλμός του λαού» όπου δημοσιεύθηκαν τα τρία πρώτα ποιήματα του «Επιταφίου», με τον τίτλο «Μοιρολόι» |
που σκουντά τους διπλωμένους ώμους,
που τραντάζει τα κλειστά παράθυρα
και σηκώνει σύγνεφα/ τα πεσμένα φύλλα.
Τ' όνομά σου πέρασε βουερά
απ' την ακοή της γης,
έσπασε τους πάγους της σιγής
σάρωσε των δισταγμών τα φράγματα
άναψε στο μέγα τζάκι τα βρεγμένα ξύλα,
κι εβρυχήθη στων μεγάρων την αυλή
- απειλή.
Οχι εμείς το δάκρυ δε θ' αφήσουμε
να λεκιάσει τον ηρωισμό σου
κι όμως μέσα μας πονά τόσο η καρδιά -
κι όσο πιο πολύ πονά
τόσο πιο πολύ μισεί.
Θα τολμήσουμε ό,τι τόλμησες και συ.
"Ενας σύντροφος λιγότερο.
όμως μ' όλ' αυτά θα φτάσει η Νίκη,
μας ανήκει",
ήταν τα στερνά σου λόγια.
Τα στερνά τα λόγια σου
όλη την ατμόσφαιρα δονούν, αίμα, μες στις φλέβες μας περνούν,
μυς καινούργιοι, δένονται στα μπράτσα μας.
Κι ορκιζόμαστε στη μνήμη σου,
σύντροφέ μας Σούλτσε,
σύντροφέ μας,
ορκιζόμαστε στη μνήμη
όλων των χαμένων μας συντρόφων,
να συντρίψουμε
τον κυρτό σταυρό και το πελέκι
που σας σύντριψε.
Μες στο φως θριαμβευτικά θ' ανεμίσουμε,
το βαμμένο απ' το αίμα σας λάβαρο
το μεγάλο, κατακόκκινο λάβαρο
της Παγκόσμιας Επανάστασης.
Σύντροφέ μας ορκιζόμαστε
στο κοντάρι ν' ανεβάσουμε της Γης
λάβαρον Αυγής,
σύντροφέ μας Σούλτσε,
σύντροφέ μας».
***
«ΤΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ»
Απόσπασμα, δημοσιευμένο στο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ (1936)», σελ. 136 - 138
«Τα κρίνα δε συλλογιζόμαστε
χλωμά και ραγισμένα,
στα δάκρυα ραντισμένα πονετικής αυγής.
Εμείς τις μεγάλες πολιτείες ονειρευόμαστε
τις χτισμένες με μπετόν και με σίδερο
με τα παράθυρα πλατειά κι' ανοιχτά,
σα μάτια εκστατικά
που διψούν ομορφιά,
στραμμένα στον Ηλιο.
Το ποίημα «Αθήνα!», στην πρώτη σελίδα του «Ρ» (21/9/1946) |
το ειδυλλιακό λυχνάρι
που τα κίτρινα ρόδα της λύπης
κρεμά στις μορφές
και σχεδιάζει με των δοκαριών τις σκιές
μαύρους σταυρούς στων φτωχών το ταβάνι.
Εμείς θέλουμε:
Οι παιάνες των ηλεκτρικών
κι οι λαμπρές ανθοδέσμες των προβολέων
να σπάζουν το μαύρο κρύσταλλο της νύχτας
και να σαλπίζουν με φως
προς τους έκπληχτους πλανήτες,
προς τους ακατοίκητους αστερισμούς
την αλκή του Ανθρωπου
που σκλάβωσε το ασύλληπτο.
Να πλέουν στον αιθέρα
όχι μαδημένα φτερά
απ' τ' άρρωστα πουλιά
των σκεβρωμένων Ιδεών
να πλέουν στον αιθέρα αεροπλάνα
και να χτίζουν την αέρινη καμπύλη,
της φιλίας τη γέφυρα,
γύρω απ' το άλικο ρόδο της Γης.
Να σαλεύουν στην ατμόσφαιρα,
όχι θρήνοι από βιολιά στεναγμών,
μα κύματα ερτζιανά
κορεσμένα από ήχους φιλιών.
Οι δικοί μας οι άνθρωποι θάχουν στέγη πλατειά
τον ουρανό,
(οι ερημικές τέντες υπάρχουν για τους δειλούς
που φορούνε χιτώνα προσευχής
γιατί στ' άσαρκα μέλη τους
δε μπορεί να σταθεί το λυκαυγές).
Οι δικοί μας οι άνθρωποι θάχουν
την πεποίθηση της ομορφιάς τους
και με θάρρος θα δείξουν στον ήλιο
το κορμί τους γυμνό
και γυμνή την ψυχή τους.
Μπρούντζινα θάναι τα πέλματα
σα βουνά στιβαρά
που αντρικά και γαλήνια πατάνε στη Γη.
Μπρούντζινες κολώνες οι κνήμες, οι μηροί,που κρατούν στην κορφή τους
τα βουερά, λαξευτά σιντριβάνια
να τοξεύουν σε πύρινες στήλες
από μάργαρο υγείας και ρουμπίνι χαράς
τους χείμαρρους του Μέλλοντος.
Μπρούντζινος ο αυχένας θάνεβάζει
στον ουρανό, του εγκέφαλου την ξάγρυπνη παλάμη
για να τρυγήσει τάστρα,
Μπρούντζινη η κεφαλή που πάνω της
Τ' αλαφρό κάνιστρο θα κρατάει του Μαΐου
γεμάτο απ' τάνθη
των γόνιμων ωρών,
στην τελετή πηγαίνοντας της Ζωής,
Το μαύρο σκιάχτρο της σκλαβιάς
θα το κάψουμε στην πυρκαϊά της οργής μας.
Το ξύλινο ξόανο του Πόνου
θα το κάψουμε στην καρπερή φωτιά
της Αγάπης.
Να μην είναι οι άνθρωποι νεκροί
πληγωμένα αγρίμια
που γλείφουν τις πληγές τους
κρυμμένοι μες στα δάση των λυγμών.
Εξω στους κάμπους της χαράς οι άνθρωποι
πάνω στη χρυσή θάλασσα των σταχυών
ν' αναπνέουν μ' όλους τους πόρους
- διψασμένα στόματα παιδιών -
τον Ηλιο.
Οχι νάναι οι ψυχές, μαδημένες, μικρές, μοναχές,
φθινοπώρου δέντρα.
Νάναι λόφοι ανθισμένοι οι ψυχές
απ' τη βλάστηση άχνες, από τάνθη χρυσές
ως θ' αϋλώνει το φέγγος των όρθρων
σε διάφανο φέγγος τα στέρεα σχήματα.
Νάναι λόφοι οι ψυχές
αλαφρές απ' τον πλούτο τους,
που ανεβάζουν κι ανθίζουν το γέλιο τους
Η 2η σελίδα του «Ρίζου της Δευτέρας», στις 30/12/1946, με τη στήλη «Νεοελληνική Ποίηση», όπου δημοσιεύθηκε το ποίημα Στεφανινά» |
Να μην έχουν στα χείλη το κρίνο της άγνοιας,
να μην έχουν
του παιδιού το χαμόγελο
σαν ουράνιο τόξο στο βλέμμα.
(Μόνο ανίδεοι σοφοί,
που δεν έχουν, στις φλέβες ανθρώπινο αίμα,
που δεν έχουν, κάρβουνο πίστης στης ζωής τη θερμάστρα
πούναι τρύπιο το ρούχο της στείρας τους γνώσης,
σε καπνούς μοναξιάς τ' όνειρεύουνται).
Νάχουν το έμπειρο μάτι τους λίκνο της μέρας
στα ξανθά τους ματόκλαδα
να χωρούνε τα όρια του Κόσμου.
Νάναι σχήμα η χαρά ζωντανό, σταθερό
και στα χέρια να πέφτει ο καρπός της
κεχριμπάρι.
Να γνωρίζουνε τι είναι, τι θέλουν, πώς ήρθαν, πού πάνε
απορίας πετεινός να μην κράζει μεσάνυχτα
και σκυλιά δισταγμών σ' εξοχής μονοπάτια
να μη ρίχνουν τους λίθους του τρόμου
στη σειρά τόνα, τάλλο γαυγίζοντας,
καθώς γράφει τη σκιά τους το μόνο φεγγάρι.
Να γνωρίζουν ότι έγιναν Ανθρωποι,
να φωτίζουν το φως με το Φως τους
κι' η υψικάμινος
να καπνίζει χαρά
και να γράφεται ως έπος Δουλειάς
στο ζαφείρινο χάρτη.
Καλημέρα, να λέει κάθε στόμα, τονισμένο σε χάλκινον όργανο,
προς τη Γη μας
με τα ζώα, τα πουλιά, τους καρπούς, τα λουλούδια,
προς τη θάλασσα με τα σπιθόβολα σμάραγδα
Καλημέρα, να λέει κάθε στόμα
και στο απέραντο φως της Αυγής
να φιλιούνται, να χαίρουνται οι άνθρωποι,
να γνωρίζουνται
καθώς θάναι ντυμένοι ωραία, γιορτινά
της Αγάπης τα ρούχα,
καθώς, πάνω, τα φλάμπουρα ωραία, γιορτινά
θ' ανεμίζουν
των ειρηνικών στοχασμών τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ»
***
«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»
Στον «Ριζοσπάστη» της Τρίτης, 12/5/1936, στη στήλη «Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», με τίτλο «ΜΟΙΡΟΛΟΪ» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης», δημοσιεύονται τα τρία πρώτα ποιήματα του καταπινού μεγάλου ποιήματος «Επιτάφιος».
***
«ΑΘΗΝΑ!»
Στις 21/9/1946, στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» δημοσιεύεται το ποίημα «Αθήνα!»:
«Αθήνα, Αθήνα γκαρδιακή της Λευτεριάς μητέρα
πούχεις την ομορφιά αδελφή, τον ήλιο αδρό πατέρα
Ποιος λόγος , ποιος αντίλαλος θα τραγουδήσει εσένα;
Ω εσύ με το μακρύ σπαθί της Λευτεριάς στη ζώνη
που η αυγή με διάφνες από φως ορθή σε στεφανώνει.
Συ που κρατάς στα χέρια σου του ΕΛΑΣ τ' αστροπελέκι,
κι όλο το φως του σύμπαντος φρουρός σου παραστέκει.
Ποιος θα βρεθεί την προσταγή να σου φωνάξει "στάσου"
και ποιος θα κάνει σε ποτέ να ρίξεις τ' άρματά σου;
Μες στο αίμα σου και στην αντρειά βαφτίζεις ένα-ένα
όλων των λαών τα ιδανικά κι όλα τα πεπρωμένα».
***
«ΕΑΜ»
Στις 26/9/1946, στη 2η σελίδα, στη στήλη «Φιλολογικός Ριζοσπάστης», δημοσιεύεται το ποίημα «ΕΑΜ», το οποίο έγραψε ο ΕΑΜίτης Γ. Ρίτσος τον Οκτώβρη του 1943.
«ΕΑΜ.
Τρία γράμματα σκέτα
απλά μεστά
τρία γράμματα σκέτα διαλεγμένα
απ' το αλφάβητο της καρδιάς του λαού μας
τρία γράμματα
ένα σύμβολο
μια ιστορία
ένας λαός.
***
ΕΑΜ.
Μ' αυτά τα γράμματα υπογράφει η Ελλάδας μας
τη μακριά επιστολή της λευτεριάς
μ' αυτά τα γράμματα υπογράφουμε την πίστη μας.
***
ΕΑΜ.
Ετσι που ξεφυλλίζουν οι άνεμοι
τις μεγάλες σελίδες των σύγνεφων
δείχνοντας κάθε τόσο την πλατιά επικεφαλίδα του ήλιου
έτσι παντού πίσω απ' τους ίσκιους
απάνω σ' όλες τις σελίδες του αγώνα μας
απάνω σ' όλες τις σελίδες της νίκης μας
ετούτη η απλή επικεφαλίδα: ΕΑΜ.
***
ΕΑΜ.
Τρεις προβολείς μέσα στη νύχτα της σκλαβιάς
τρία όνειρα ηλεκτρικά
σ' όλο το φάρδος του ελληνικού ορίζοντα
σ' όλο το βάθος της καρδιάς μας
σ' όλο το ύψος της παγκόσμιας λευτεριάς.
***
ΕΑΜ.
Τρία γράμματα γραμμένα με αίμα
εδώ κι εκεί παντού
σ' όλους τους τοίχους των εργοστασίων
στην άσφαλτο των πολιτειών
σ' όλες τις πόρτες των φτωχόσπιτων
στα κυπαρίσσια του Σκοπευτηρίου
στην Κοκκινιά και στα Ταμπούρια
απάνου στα ψηλά βουνά της Ρούμελης,
της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας,
πάνω στις πέτρες του Μωριά και στα δέντρα της Ηπειρος
πάνου στον κόρφο της αντάρτισσας Αθήνας
εδώ κι εκεί παντού παντού
στο κούτελο της περηφάνιας μας
απάνου σ' όλες τις αγρύπνιες μας
πάνου στη στρογγυλήν ασπίδα του ήλιου
ΕΑΜ, ΕΑΜ.
***
Δεν είναι τίποτ' άλλο να μιλήσει πιότερο-
μια πίστη, μια κραυγή-
απάνου ο ουρανός-
μια πίστη μια κραυγή
στην ψυχή και στα χείλη
ΕΑΜ.
***
Καθώς περνά ο στρατός της λευτεριάς
μες απ' τους δρόμους των αιώνων
μες απ' τα φώτα μες απ' τα όνειρα
με μια μυριόστομη ιαχά
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ
ίσια στης λευτεριάς το δρόμο
ίσια στο μέλλον
ίσια μπροστά πάντα μπροστά
ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ».
***
«ΞΥΠΟΛΥΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ (Οχτώβρης 1940)»
Στο «Ριζοσπάστη», τον Οκτώβρη του 1946 (μάλλον στις 24 /10/1946), δημοσιεύεται το ποίημά του «Ξυπόλυτοι Αγγελοι», με υπότιτλο «Οχτώβρης 1940», αφιερωμένο στην αντίσταση του λαού μας ενάντια στον ιταλικό στην αρχή και στη συνέχεια στο γερμανικό φασισμό.
«Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Μες στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.
***
Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην τσέπη τους
με 21 μονάχα φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεφτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
***
Οι άλλοι φωνάζανε : Πού πάτε; Βούιζαν οι ανέμοι στη νύχτα. Πού θα
πάμε;
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.
***
Στη φυλακή ο Χριστός των προλετάριων
δεμένος τη σιωπή τριπλή τριχιά πιστάγκωνα στο δοκάρι της νύχτας.
Ετσι τον είδε η αυγή να ρίχνει με τα δόντια απ' του κελιού τα κάγκελα
το γράμμα του
ίσια στο γραμματοκιβώτιο της καρδιάς μας.
....Κάθε χωριό και κάθε ρεματιά
καλύβα με καλύβα πέτρα με την πέτρα...
Η σάλπιγγα. Και τρέχαν. Κι οι μητέρες βάζαν τα καλά τους.
Φορέσανε το φέσι του Μεσολογγιού. Τ' αγόρια πήραν μέτρο το σπαθί
του Παπαφλέσσα.
***
Τα κορίτσια ξετυλίξαν τον ήλιο πλέκοντας τις φανέλες της δόξας.
Μερονυχτίς τυπώναν τα τυπογραφεία τ' αγγελτήρια της νιότης του κόσμου.
Οι πεθαμένοι όλη τη νύχτα κουβαλούσαν στο μέτωπο τα φυσίγγια των
άστρων
και τα μωρά βοηθάγαν σπρώχνοντας τις ρόδες του καλοκαιριού.
Μια φούχτα ανθρώποι μ' ένα γράμμα σφιγμένο μες στη φούχτα της
καρδιάς τους
κρεμάσανε τ' αστέρι τους πάνου στο μαύρο ντουβάρι της νύχτας
φέγγοντας να περάσουν οι λαοί προς τη μεριά του ήλιου».
***
«ΣΤΕΦΑΝΙΝΑ»
Στο «Ρίζο της Δευτέρας» (Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου 1946, στη δεύτερη σελίδα, στη στήλη «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ», δημοσιεύεται το ποίημα του Γ. Ρίτσου «Στεφανινά», υπογράφοντας με το όνοματεπώνυμό του:
«Πώς ναν' τις κλάψεις, τι να πεις ναν' τις μοιρολογήσεις;
Τούτες δεν παν' στη μαύρη γης, τούτες δεν παν' στον Αδη
Τούτες ολόρθες περπατάν πάνου στις άσπρες μυγδαλιές
Τούτες ολόρθες πιάνονται γυροβολιά στον ήλιο
Τούτες κρατάν στα χέρια τους το στρογγυλό φεγγάρι
και φέγγουν στα έρμα πρόβατα και φέγγουνε στα τρίστρατα
κι αστράφτουν των παιδιών μας τ' άρματα
σάμπως κοτρώνι το κοτρώνι οι άγγελοι ν' ανηφοράν στα παραμύθια μας
σηκώνοντας στους ώμους τους δεμάτια στάχυα τις αχτίνες.
***
Πώς να τις κλάψεις, τι να πεις. Μελαχροινή και Σταυριανή
εγγόνα του Μεσολογγιού, σταυραδερφή του Ζάλογγου
σήκωσ' το χαμηλό σου γλέφαρο ν' αστροβολήσουν τα περιγιάλια
άνοιξ' το χαμογέλιο σου να λουλουδίσουν τα περβόλια.
***
Στις απαλάμες σας, βάι βάι, γρούζουν τ' αγριοπερίστερα
ένα ποτάμι με τις πικροδάφνες του φορέσατε γιορντάνι
μια Κυριακή καλοκαιριάτικη φορέσατε για φόρεμα
ένα δασάκι νερατζιές κλωσάτε στη μασκάλη σας
Κι ένα βουνό γιομάτο αετούς ζεσταίνετε μες στην καρδιά σας.
***
Πώς ναν' τις κλάψεις, τι να πεις μάννες, μαννούλες μας,
που κουβαλάτε παραμάσκαλα τον ήλιο σαν καρβέλι
να φάει το παιδί που ορφάνεψε απ' το γάλα σας
να φάει το πουλί που ορφάνεψε απ' την έγνοια σας.
***
Μάννες καλές, μάννες πικρές που κουβαλάτε στο μαντήλι σας
στάρι κι ηλιόσπορους και τρίγωνα για των παιδιών τα κάλαντα
σύκα ξερά κι αμύγδαλα για την πρωτοχρονιά του κόσμου
χαρές για τις γιορτές των σπουργιτιών και για τις σκόλες των γερόντων
και μαντινάδες, άι μαννούλες μας, για του καλοκαιριού μας τους λυράρηδες
και σκάγια για τα δίκαννα της ροδοδάφνης και της παπαρούνας.
***
Πώς ναν' τις κλάψεις τι να πεις Χρυσάνθη και Μελαχροινή;
Το δάκρυ αστέρι γούρμασε στην άκρη των ματιώ σας.
Γειά σας χαρά σας λυγερές, χαρά σας Ρωμιοπούλες -
Πλατάνι με πλατάνι στο συρτό σάς κράζουν αδερφούλες
Κύμα το κύμα στο γιαλό σάς κράζουνε συντρόφισσες
κι οι κερασιές μέσα στις φούχτες τους φυλάνε ζωντανό το γαίμα σας
Ν' αστρά - (μάννες μαννούλες μας) ν' αστράψουνε την άνοιξη
αχ ρωμιοπούλα μου άνοιξη πάνου απ' το φως των ποταμιών
ν' αστράψουν τα κεράσια τους μιλιούνια κόκκινα άστρα».
***
«ΜΟΙΡΟΛΟΪ»
Στη 2η σελίδα του «Ριζοσπάστη», στη στήλη «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», στις 26 Ιουνίου 1947, δημοσιεύεται το ποίημα «Μοιρολόι», υπογραμμένο με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βελιώτης».
«Το γαίμα, γιε μ', το γαίμα σου πούβαψε τα λιθάρια,
το γαίμα σου που χύθηκε κι ορφάνεψε η καρδιά μου,
ποτίζει τις μικρές ελιές και τα μεγάλα ελάτια,
βάφει τον κάμπο κόκκινο, κόκκινα τα σκουτιά μας,
βάφει τα σπίτια κόκκινα και την καρδιά μου μαύρη,
κ' ένας αϊτός που στάθηκε να πιεί, να ξεδιψάσει
βάφει τα νύχια κόκκινα, κόκκινα τα φτερά του
και λάμπει μεσ' στον ουρανό σαν ήλιος, σα φεγγάρι
και μου φωτάει τη στράτα μου και μου φωτάει τον κόσμο.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΕΛΙΩΤΗΣ»