Κυριακή 7 Δεκέμβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Στον ηλεκτρικό

Από το βιβλίο «Το ελιξίριο του έρωτα»

Δεύτερο Μέρος

Αγιος Νικόλαος, Αττική. Μπαίνουμε στο τούνελ, αλλά ο οδηγός ξέχασε ν' ανάψει τα φώτα και μου κόπηκε το διάβασμα στη μέση. Οταν τέλειωσε η συσκότιση, και μέχρι να ξαναβρώ τη συνέχεια, ακούω κήρυγμα:

-- Αγαπητοί μου αδελφοί! Για τον καλό Χριστούλη θα σας μιλήσω... που ανέβηκε στο σταυρό για χάρη μας, για τη σωτηρία της ψυχής μας! Δείξτε του κι εσείς την αγάπη σας... μην τσιγκουνεύεστε! Είναι δόσιμο καρδιάς, κι ο Χριστός θα το λάβει... Εχω εδώ αυτό το μικρό Ευαγγέλιο. Που θα πει, χαρμόσυνο άγγελμα! Το χαρίζω σχεδόν... Μόνο με ένα εκατοστάρικο, έτσι συμβολικά! Πάρτε το να το 'χετε οδηγό και παρηγοριά στη ζωή σας. Είναι το χαρμόσυνο άγγελμα που στέλνει ο Κύριος για τη σωτηρία μας! Μόνο με εκατό δραχμές...

Σηκώνω τα μάτια. Είναι παλιός γνώριμος, κι αρχίζω να θυμάμαι: Οταν, μετά την απελευθέρωση, τα θύματα του πολέμου και της κατοχής έπρεπε να γίνουνε κάδρα, είχανε φουντώσει κι οι δουλειές των μεγεθύνσεων. Εγώ ήμουνα ρετουσέρ κι αυτός πλασιέ, με δική του κομπανία. Εφερνε τα πρωτότυπα με το τσουβάλι κι έπαιρνε τα κάδρα με το φορτηγό. Εβγαζε λεφτά με τη σέσουλα, που όμως δεν πολυκαιρίζανε στις τσέπες του. Οταν έμπαινε τη νύχτα σε κέντρο με την παρέα του, κερνούσε όλο τον κόσμο, φούντωνε γλέντι που τράνταζε την περιοχή. Ενα βράδυ, στη Μανωλάδα, κράτησε το μαγαζί μέχρι το πρωί. Αφού τα άδεια μπουκάλια γίνανε βουνό, ήταν επόμενο να δώσει υποψίες στις αρχές, μήπως πρόκειται για τίποτα διαρρήκτες που σπαταλάνε λεφτά κλεμμένα. Ενας υπομοίραρχος με δυο όργανα μπαίνει μέσα:

-- Τι κάνετε εσείς εδώ;

-- Τα λεφτά μας τρώμε, πειράζει;

-- Και πού βρήκατε τόσο χρήμα;

-- Ελα να δεις τι έχει μέσα το φορτηγό.

Πάει ο αστυνομικός, το βρίσκει γεμάτο κάδρα.

Το φινάλε ήτανε να πάει ο λεγάμενος την άλλη μέρα στο τμήμα και να πάρει παραγγελίες κι απ' τη χωροφυλακή. Και κοίτα να δεις τι «καταφερτζής» που είναι: Πήρε κάποτε από μια οικογένεια, σ' ένα χωριό, μια παραγγελία για ένα αγοράκι πεθαμένο. Μια μικρή φωτογραφιούλα ήτανε που το 'δειχνε κουρεμένο με την ψιλή. Απ' το διπλανό χωριό πήρε άλλη φωτογραφία με παρόμοιο αγοράκι, κουρεμένο κι αυτό. Μπερδεύει στην παράδοση μεγεθύνσεις και πρωτότυπα και προσπαθεί τώρα να πασάρει τη μεγέθυνση της δεύτερης οικογένειας στην πρώτη.

-- Ξα και μοιάζει, του λένε, ξα, ξα!*

-- Βρε, τι γονείς είσαστε σεις! Το σπλάχνο σας δε γνωρίζετε; Το ξεχάσατε κιόλας; Κι αυτό, από κει πάνω, τι θα λέει για σας; Το άμοιρο, το κουρούπικο, που τη ζωή δεν τήνε χάρηκε...

Με κάτι τέτοια τους τούμπαρε, παράδωσε ξένη φωτογραφία και πήρε τα λεφτά. Τα ίδια πάνω κάτω είπε και στους άλλους, στο διπλανό χωριό. Κι είχε να το καυχιέται.

Μερικοί τύποι, έξω απ' το σπιτικό τους, είναι όλο γέλια και χαρές, γίνονται θυσία για τους φίλους. Μέσα, είναι βαριοί κι αράθυμοι. Απ' αυτούς είναι και τούτος. Κι όταν πήγε ένα βράδυ στο σπίτι, αντί για τη γυναίκα του, βρήκε ένα σημείωμα. Του κόστισε. Επεσε με τα μούτρα στο πιοτό κι απ' τη δουλειά τον χάσαμε. Κάτι ακούστηκε για παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, για συσσίτιο... Να τον δω όμως έτσι δεν το περίμενα.

-- Πάρτε το, αδέρφια μου, το χαρμόσυνο άγγελμα... Μόνο με ένα εκατοστάρικο...

Οταν μου το 'δωσε, οι ματιές μας συναντηθήκανε. Εκανε πως δε με γνώρισε, πήρε το κέρμα και προχώρησε ψέλνοντας. Μ' ένα γκρίζο παλτό που σέρνει, παμπάλαιο, θυμίζει τζίτζικα που λέει το φθινόπωρο τα στερνά του τραγούδια.

Το τρένο τσουλάει στις ράγες μες στα σκοτάδια, ενώ ένας ανάπηρος πουλάει στυλό κι ένα παιδί χαρτομάντιλα. Ενας άλλος συρμός έρχεται σαν αστραπή απ' την αντίθετη γραμμή. Αφήνει εικόνες που σβήνουν πριν προκάνει το μάτι να τις πιάσει. Κάτω απ' το παράθυρο κάποιος έγραψε με μαύρο μαρκαδόρο: Τον πλούτο των αστών τον περιμένει η λεηλασία.

Στη Βικτώρια, όπως το περίμενα, βγήκε το ζευγαράκι. Περπατάνε αγκαλιασμένοι στην πλατφόρμα. Και θαρρώ πως είδα ένα μικρόν έρωτα να φτερουγίζει γύρω στα μαλλιά τους.

Μπήκε η άνοιξη. Να δούμε τι θα μου πει τούτη τη φορά ο γιατρός μου. Μπορεί να πάω και για εγχείρηση, τώρα πριν το καλοκαίρι. Η θέση στο τρένο με περιμένει και το ταξίδι αρχίζει σήμερα με μελωδικά ακούσματα από χώρες βορινές. Η κοπελιά, ολόξανθη, παίζει στο φλάουτο σκοπούς της πατρίδας της, ενώ ο σύντροφός της την ακομπανιάρει στην κιθάρα. Τα πρώτα τουριστάκια συμπληρώνουν το συνάλλαγμά τους και το διασκεδάζουνε μαζί.

Νέα Ιωνία, οι πόρτες ανοίγουν. Το κορίτσι, αντίκρυ μου, κοιτάει με την άκρια του ματιού στο παράθυρο. Τον βλέπει και τον βλέπω κι εγώ. Ομως αυτός δεν μπήκε. Προχώρησε προς το επόμενο βαγόνι. Η κοπέλα σκύβει στο τετράδιο και δαγκώνει το στυλό. Ωρα είναι, λέω, να 'ρθει κι ο τυφλός με το ακορντεόν και ν' αρχίσει το «αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι»...

Από τώρα κι ύστερα η διαδρομή γίνεται χωρίς άλλες μουσικές παρουσίες. Μπαίνοντας στο σταθμό Αγίου Νικολάου, τον βρίσκουμε γεμάτο πιτσιρίκια. Μια φασαρία ευχάριστη ακούγεται, ένα τιτίβισμα, σαν να γέμισε ο τόπος πουλιά. Τάξη σχολείου είναι και πάει, όπως καταλάβαμε, εκδρομή στα αρχαία, στο Θησείο. Δεν μπήκαν στο βαγόνι μας. Σε κάποιο άλλο, πιο πίσω, τα πήγε η δασκάλα τους, με λιγότερο κόσμο ίσως.

Στη Βικτώρια η κοπέλα μάζεψε τα βιβλία της και βγήκε. Μπήκε όμως ο παλιός γνώριμος. Προχωρά σιγά σιγά κι ακουμπά στο σίδερο του καθίσματος. Πρόσεξα μια χλομάδα ασυνήθιστη στο πρόσωπό του. Υψώνει ένα μικρό βιβλιαράκι:

-- Το χαρμόσυνο άγγελμα, αγαπητοί μου αδελφοί... ακούστε με... ο καλός Χριστός...

Δεν μπορεί να συνεχίσει. Και τον βλέπω να γλιστρά σιγά σιγά προς τα κάτω και να βρίσκεται καθιστός στο πάτωμα, στη γωνία, δίπλα στην πόρτα.

-- Ενα γιατρό! Μια θέση! φωνάζουν μερικοί.

Κάποιος έρχεται.

-- Ανοίξτε, μακριά όλοι, να πάρει αέρα, λέει.

Του ψαχουλεύει το σφυγμό, σκύβει στην καρδιά.

-- Δεν ξέρω, δεν ακούω, θέλει νοσοκομείο...

Ολοι γύρω είναι όρθιοι. Μια παγωνιά έπεσε παντού. Το τρένο τραντάζεται. Περνά πάνω απ' τα «κλειδιά» και σε λίγο μπαίνει στην Ομόνοια. Ο άνθρωπος, γερμένος στη γωνία, είναι ασάλευτος με τα μάτια ανοιχτά. Και δεν μπορεί, αυτά τα μάτια βλέπουν: Ολους εμάς που του παραστεκόμαστε, τη γυναίκα που έβγαλε μαντίλι, τους άντρες με το φορείο. Αλλά αυτός δε βλέπει.

Οπως πάω για την έξοδο, το τρένο με προσπερνά και χώνεται στο τούνελ. Πέρασε και το βαγόνι απ' όπου ακούγεται το δροσερό τιτίβισμα. Τα παιδιά πάνε στ' αρχαία, εκεί όπου τώρα το χαμομήλι απλώνεται κατακίτρινο, ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα.

Σημειώσεις

* Ξα και μοιάζει: Δε μοιάζει (Ιδιωματισμός).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ