Οι πρώτες πληροφορίες για την καταστροφή της πολιτιστικής υποδομής της Ν. Οσετίας από το γεωργιανό στρατό παραπέμπουν, έμμεσα, στην πρωτοφανή σοσιαλιστική οικοδόμηση και εθνοτική σύμπνοια των λαών του Καυκάσου επί ΕΣΣΔ
Η έδρα της κυβέρνησης |
Ισως να προξενεί ερωτηματικά το να γιορτάζει ένας λαός τα «γενέθλια»... ενός εργοστασίου. Αυτό όμως είναι απόλυτα εξηγήσιμο, όχι μόνο για τη Ν. Οσετία, αλλά για όλους τους πολυάριθμους λαούς του Καυκάσου. Οσο κι αν τα μετασοβιετικά καθεστώτα προσπαθούν να «σβήσουν» από τη συλλογική μνήμη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η μόνη περίοδος που αυτοί οι λαοί, όχι μόνο ζούσαν ειρηνικά και αδελφωμένα μεταξύ τους, αλλά «διήνυσαν» ανάπτυξη αιώνων μέσα σε λίγες δεκαετίες, ήταν η περίοδος του σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ, τα ίδια αυτά καθεστώτα αναγκάζονται (σε μια ακόμη ιστορική ειρωνεία) να ετεροκαθορίζουν την προπαγάνδα τους με βάση τις κατακτήσεις εκείνων των λαών... επί σοσιαλισμού. Πρόκειται για μια εξηγήσιμη αντίφαση, αφού αυτοί οι λαοί και οι περιοχές τους απλώς εγκαταλείφθηκαν μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης και δεν είναι καθόλου υπερβολικό να ειπωθεί, ότι το «ρολόι» της ανάπτυξης προς όφελός τους σταμάτησε ουσιαστικά το 1991. Προς όφελος του ιμπεριαλισμού, η καπιταλιστική «ανάπτυξη» έπεται.
Το Κρατικό Πανεπιστήμιο στο Τσχινβάλι |
Για να τεκμηριωθεί η παραπάνω διαπίστωση για τα επιτεύγματα αυτών των λαών στο σοσιαλισμό, είναι χαρακτηριστικός ο κατάλογος των μνημείων και αρχαιολογικών χώρων που βρέθηκαν εντός της «ζώνης πυρός» και που εξέδωσε το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού, για τους δικούς του προπαγανδιστικούς λόγους προφανώς. Από αυτόν τον κατάλογο διαπιστώνεται, εμμέσως, ότι η σοβιετική εξουσία ανέδειξε τόσο τα σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα που ξεκινούν από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου, όσο και τη μεσαιωνική περίοδο, κατά την οποία κυριαρχούν φυσικά οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα κάστρα. Αρχιτεκτονικά μνημεία που διατηρήθηκαν επί αιώνες και αναδείχτηκαν επί σοσιαλισμού, όπως ο ναός Κάφτσκι του Αγίου Γεωργίου (8ος - 9ος αι.), το κάστρο Σαμπατσμίντα (15ος αι.), ο ναός Χβτισμσομπέλι (18ος αι.) και σειρά εκκλησιών του 19ου αι. καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ρωσικών πολιτιστικών οργανισμών. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κρατικό οργανισμό προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς («Ροσοχρανκουλτούρα»), καταστράφηκαν ολοσχερώς θέατρα, νεότερα μνημεία (σ.σ. η ρωσική τηλεόραση ανέφερε χαρακτηριστικά ότι άγαλμα του Χετογκούροφ, εθνικού ποιητή της Οσετίας, βρέθηκε αποκεφαλισμένο), το κτίριο του Κοινοβουλίου της Ν. Οσετίας το οποίο είναι κηρυγμένο μνημείο. Προς το παρόν είναι άγνωστη η κατάσταση των κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων (κυρίως προϊστορικά ταφικά σύνολα) σε μια περίμετρο 15-20 χλμ. από το Τσχινβάλι, τα οποία ωστόσο «βρέθηκαν» στο κέντρο των συγκρούσεων.
Το άγαλμα του Κόστα Χετογκούροφ, εθνικού ποιητή των Οσέτιων |
Το 1967, οι επιτυχίες σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο χάρισαν στη Ν. Οσετία το Βραβείο «Λένιν», ενώ το 1972 (50 χρόνια μετά την ίδρυσή της) απέσπασε το παράσημο Φιλίας των Λαών. Το 1977, η βιομηχανική παραγωγή της Ν. Οσετίας αυξήθηκε κατά 29 φορές σε σχέση με το 1940 και 3,3 φορές σε σχέση με το 1965. Ηταν το διάστημα της κατασκευής του εργοστασίου που αναφέρθηκε στην αρχή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Ν. Οσετία απέκτησε και σιδηροδρομική επικοινωνία με τα μεγάλα αστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής.
Μέχρι την Επανάσταση του Οχτώβρη, στη Ν. Οσετία υπήρχαν 38 σχολεία με 1.800 μαθητές. Τη 10ετία του '70 υπήρχαν 182 εκπαιδευτικά κέντρα όλων των βαθμίδων με 24.000 μαθητές και σπουδαστές, 1 τεχνική σχολή, ενώ στο Τσχινβάλι λειτουργούσε ένα θέατρο, 166 βιβλιοθήκες, 88 πολιτιστικά κέντρα. Το 1931 ιδρύθηκε και το Εθνικό τους Θέατρο. Καθ' όλη τη Σοβιετική περίοδο συντηρήθηκε και αναδείχτηκε η αρχιτεκτονική κληρονομιά, τόσο του Τσχινβάλι, όσο και της επαρχίας, καθώς και τα κατάλοιπα από την παλαιολιθική εποχή (σπήλαια Τσον και Κουνταρό), τα αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής του Χαλκού και της πρώιμης εποχής του Σιδήρου, μέχρι οι μεσαιωνικοί ναοί όπως αυτός του Αρμάζι (9ος αι.), της Τίγκβα (12ος αι.), το παλάτι στο χωριό Ντζάγκινα (17ος αι.). Είναι χαρακτηριστικό για το πώς αντιλαμβανόταν η σοβιετική εξουσία την πολιτιστική κληρονομιά, ότι αναλύθηκαν και διασώθηκαν οι αρχιτεκτονικές παραδόσεις των ορεινών πληθυσμών.
Κατά τους Ρώσους ειδικούς, η καταστροφή της αρχαίας και νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς που συντελέστηκε μέσα σε μια νύχτα στη Ν. Οσετία, συνιστά «χονδροειδής παραβίαση της συνθήκης της Χάγης για την προστασία των πολιτιστικών μνημείων κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων». Αν και μπροστά στα καμένα πτώματα παιδιών, η συνθήκη της Χάγης είναι το λιγότερο που παραβιάστηκε...