Σάββατο 24 Μάη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΙΣ
Στης ακρίβειας τον καιρό...

Στον καπιταλισμό, το σκηνικό είναι έτσι στημένο, ώστε, είτε οι επιχειρηματίες απλώς μεταφέρουν τις αυξήσεις των πρώτων υλών στις τιμές των εμπορευμάτων, είτε κερδοσκοπούν ασύστολα, αυτοί που τελικά θα ζημιωθούν είναι πάντα οι εργαζόμενοι

Από πρόσφατη πικετοφορία μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ενάντια στην ακρίβεια
Από πρόσφατη πικετοφορία μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ενάντια στην ακρίβεια
Η ακρίβεια ήταν, βέβαια, πάντα παρούσα στην αγορά, ειδικά όμως από το καλοκαίρι του 2007, ζούμε μια νέα εκρηκτική περίοδο, καθώς ένα ορμητικό ανατιμητικό κύμα έχει αγκαλιάσει εκατοντάδες εμπορεύματα και υπηρεσίες, με τα οποία έρχεται σε καθημερινή επαφή η λαϊκή οικογένεια. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, μεταξύ Απρίλη '08 και Απρίλη '07, είχαμε τις ακόλουθες μεταβολές τιμών: ψωμί 17,3%, αλεύρι 19%, ζυμαρικά 22,4%, βούτυρο γάλακτος 31,5%, σπορέλαιο 35,4%, σκληρά τυριά 15,4%, αυγά - όσπρια 14,2%, φυσικό αέριο 45%, πετρέλαιο θέρμανσης 38,6%, καύσιμα αυτοκινήτου 11,6% και έπεται συνέχεια. Ηδη, από την προηγούμενη Δευτέρα, πολλές επιχειρήσεις υπέβαλαν στην αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Ανάπτυξης, νέα αυξημένα τιμολόγια, τα οποία θα κληθούν να εξοφλήσουν οσονούπω οι καταναλωτές...

Με το πρόβλημα της ακρίβειας ασχολούνται σήμερα οι πάντες. Η κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΝ, ο ΛΑ.Ο.Σ., αλλά και εργοδοτικοί φορείς, όπως ο ΣΕΒ και το ΕΒΕΑ. Με την ακρίβεια, ασχολούνται φυσικά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία μας βομβαρδίζουν με καθημερινά πλάνα των απηυδισμένων και τσουρουφλισμένων πελατών των Σούπερ Μάρκετ, οι οποίοι βγάζουν όλη τους την αγανάκτηση μπροστά στον τηλεοπτικό φακό. Το συμπέρασμα, επομένως, που προκύπτει ότι το θέμα της ακρίβειας αποτελεί σήμερα πεδίο σκληρής πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Και από την άποψη αυτή, η αποτύπωση ευθυνών δεν είναι πάντα ορατή. Χρειάζεται δουλειά για να αποκαλυφθούν οι ένοχοι. Το όλο θέμα είναι και αρκετά σύνθετο, καθώς συνδέεται αναγκαστικά με τη νέα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού (μονοπωλιακός καπιταλισμός) και κατ' επέκταση με την τροποποίηση του μηχανισμού διαμόρφωσης του καπιταλιστικού κέρδους, καθώς υπεισέρχεται η έννοια του μονοπωλιακού κέρδους. Αξίζει να επισημαίνουμε, επίσης, ότι όσο η λαϊκή αγανάκτηση περιορίζεται στα επίπεδα του τηλεοπτικού πλάνου και δε μετουσιώνεται σε οργανωμένη αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις αιτίες των κερδοσκοπικών φαινομένων, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της παθητικής αποδοχής της. Να μάθουμε, δηλαδή, να ζούμε με την ακρίβεια. Να την αποδεχτούμε σαν κάτι το μοιραίο και το αναπόφευκτο.

Η κυβερνητική επιχειρηματολογία

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της ΝΔ, μέσω του υπουργού Οικονομίας, έχει υιοθετήσει τη θέση του «εισαγόμενου πληθωρισμού». Οτι το πρόβλημά μας έχει έρθει απ' έξω. Η άποψη αυτή βέβαια δε στερείται πραγματικής βάσης. Δε λέει όμως όλη την αλήθεια, αλλά μόνο τη μισή. Και μισή αλήθεια ίσον ψέμα. Είναι γεγονός ότι μαζί με την οικονομική κρίση που έπληξε την αμερικανική οικονομία το προηγούμενο καλοκαίρι, σημειώθηκε και ραγδαία άνοδος των τιμών των ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, βενζίνες), άλλων βασικών πρώτων υλών, αλλά και των τιμών των τροφίμων. Δεν εξετάζουμε εδώ τις αιτίες της ανόδου αυτής, οι οποίες ασφαλώς και έχουν σχέση με τις ανισορροπίες που παρουσιάζει η διεθνής καπιταλιστική οικονομία στο σύνολό της, αλλά και με τον έλεγχο της παραγωγής και εμπορίας των βασικών πρώτων υλών από τις πολυεθνικές εταιρείες. Αιτίες οι οποίες φέρνουν στο προσκήνιο, μετ' επιτάσεως θα λέγαμε, την αναγκαιότητα του σχεδιασμού των οικονομικών σχέσεων παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Εδώ απλώς περιγράφουμε το γεγονός. Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, από τη στιγμή που οι τιμές των στρατηγικών πρώτων υλών αυξάνονται, οι επιχειρηματίες παραγωγοί παίρνουν τις αυξήσεις αυτές στην τιμή του έτοιμου προϊόντος, οι μεταπωλητές έμποροι με τη σειρά τους, στις αυξημένες τιμές των παραγωγών προσθέτουν τα δικά τους αυξημένα έξοδα (κυκλοφορία του εμπορεύματος), ώσπου αυτό να φτάσει στον τελικό καταναλωτή με τη νέα του τιμή. Αρα, οι επιχειρηματίες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ενσωματώνουν τις αυξημένες τιμές των πρώτων υλών, στην τιμή του προϊόντος.

Αυτό, όμως, που οι απολογητές του συστήματος δεν ομολογούν, είναι ότι λόγω της μονοπωλιακής δομής της ελληνικής οικονομίας (παραγωγή, εμπόριο, υπηρεσίες) το πρόβλημα επιδεινώνεται. Οι μερικές δεκάδες μονοπωλιακοί όμιλοι που ελέγχουν στο σύνολό της την ελληνική οικονομία, εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή του διεθνούς περιβάλλοντος, έχουν επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές κερδοσκοπικό όργιο, το οποίο αισθάνονται καθημερινά οι καταναλωτές στα ταμεία των σούπερ σάρκετ. Αυτή είναι η πρώτη αλήθεια. Η άλλη αφορά στο καθεστώς της «ελεύθερης αγοράς». Καθεστώς στο οποίο, η ελευθερία δράσης του παραγωγού και εμπόρου καπιταλιστή να διαμορφώνουν τις τιμές, προϋποθέτει την ανελευθερία του εργαζόμενου. Ανελευθερία στη διπλή της μορφή. Ως παραγωγός του προϊόντος, ο εργαζόμενος παραμένει δέσμιος των μέσων παραγωγής, το δε παραγόμενο προϊόν απαλλοτριώνεται και ιδιοποιείται από τον κεφαλαιοκράτη. Ως καταναλωτής του ιδίου του του προϊόντος, ο εργαζόμενος ληστεύεται τώρα - μέσω της κερδοσκοπίας - στα πλαίσια της αγοράς.

Στην προκειμένη περίπτωση - σε συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων - το μόνο ουσιαστικό μέτρο ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων, είναι αυτό του ελέγχου των τιμών. Το ελεγχόμενο καπιταλιστικό κέρδος. Ολα τα άλλα που ακούγονται, περί ενίσχυσης της επιτροπής ανταγωνισμού και των ελέγχων στην αγορά - έλεγχοι με τι αντικείμενο από τη στιγμή που οι τιμές διαμορφώνονται κατά το δοκούν από τους επιχειρηματίες; - είναι για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.

Ο μηχανισμός της αύξησης των τιμών

Αλλά και αν ακόμα δεχτούμε την άποψη ότι οι επιχειρηματίες δεν κερδοσκοπούν, αλλά απλώς μετακυλίουν τις αυξημένες τιμές των πρώτων υλών στις τιμές των προϊόντων, πρέπει να διερευνηθεί τι ακριβώς συμβαίνει α) με το καπιταλιστικό κέρδος β) με τους μισθούς. Αυτό που έχει μείνει στον κόσμο, είναι ότι μέσω των ανατιμήσεων, ληστεύουν το εισόδημά του, ότι μειώνεται η αγοραστική ικανότητα των μισθών. Αυτό, βέβαια, είναι απόλυτα σωστό. Αξίζει, όμως, να δούμε το μηχανισμό της ληστείας από μια άλλη οπτική ματιά.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα:

Είναι γνωστό ότι η τιμή (αξία) κάθε προϊόντος αναλύεται:

α) Στην αξία των πρώτων και βοηθητικών υλών και στο μέρος εκείνο της αξίας των μέσων παραγωγής που μεταφέρεται στο έτοιμο προϊόν (φθορά των μέσων παραγωγής).

β) Στους μισθούς που καταβάλλονται στο χρόνο παραγωγής του προϊόντος, μισθοί οι οποίοι αντιστοιχούν στην αξία της εργατικής δύναμης τη συγκεκριμένη περίοδο.

γ) Στο καπιταλιστικό κέρδος (υπεραξία).

Ας υποθέσουμε ότι η τιμή ενός προϊόντος είναι ίση με 120 ευρώ. Τιμή η οποία αναλύεται σε 80 ευρώ πρώτες και βοηθητικές ύλες, σε 20 ευρώ για μισθούς (αξία εργατικής δύναμης), ενώ άλλα 20 ευρώ αναλογούν στο κέρδος (υπεραξία). Στην περίπτωση αυτή, το ποσοστό κέρδους (προκύπτει από τη διαίρεση με αριθμητή το κέρδος (υπεραξία) και παρονομαστή τις τιμές των πρώτων υλών συν τους μισθούς) είναι ίσο με 20% (20/100). Αν, τώρα, όλοι οι άλλοι παράγοντες μείνουν σταθεροί και αυξηθούν οι τιμές των πρώτων υλών από 80 σε 100 ευρώ, τότε το ποσοστό κέρδους διαμορφώνεται ως ακολούθως: 20 (κέρδος)/ 100 (πρώτες ύλες) + 20 (μισθοί). Αρα 20/120 ίσο με 16,6%.

Από το παράδειγμα, προκύπτει ότι λόγω της ανόδου της τιμής της πρώτης ύλης από 80 σε 100 ευρώ το ποσοστό κέρδους μειώθηκε από 20% σε 16,6% παρά το γεγονός ότι η τιμή του προϊόντος αυξήθηκε από 120 σε 140 ευρώ. Και αποτελεί γενική παραδοχή ότι η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών (όπως και των μισθών) μειώνει το ποσοστό κέρδους.

Πώς αντιδρά τώρα ο καπιταλιστής στη μείωση αυτή; Μα, φυσικά, με την άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας. Ετσι, αν στο παράδειγμά μας, οι μισθοί μειωθούν στα 16 ευρώ, αυτό θα έχει σαν συνέπεια το κέρδος να αυξηθεί στα 24 ευρώ, με αποτέλεσμα το ποσοστό κέρδους (24/116) θα επανέλθει στο 20%. Αν, δε, οι μισθοί μειωθούν κι άλλο στα 10 ευρώ, τότε τα κέρδη θα αυξηθούν στα 30 ευρώ και το ποσοστό κέρδους (30/110) θα εκτιναχτεί στο 27,2%.

Αυτό ακριβώς γίνεται και σήμερα. Μόνο που η πραγματική μείωση των μισθών - οι οποίοι ονομαστικά μπορεί και να αυξάνονται - γίνεται μέσω των ανατιμήσεων των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Οι ανατιμήσεις αυτές οδηγούν σε μείωση της αξίας (τιμής) της εργατικής δύναμης, από τη στιγμή που μειώνεται η ποσότητα των προϊόντων που μπορεί να αγοράσει ο εργάτης με το μισθό του. Και ό,τι χάνει ο εργάτης το κερδίζει ο επιχειρηματίας.

Και μια τελευταία παρατήρηση: Μπορεί οι επιχειρηματίες με την ανηλεή κερδοσκοπία που επιβάλλουν, να διατηρούν ή και να αυξάνουν το ποσοστό του κέρδους, είναι όμως ευνόητο, ότι από τη στιγμή κατά την οποία οι μισθοί δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την άνοδο των τιμών, ένα μέρος του παραγόμενου εμπορεύματος θα μείνει απούλητο. Αν π.χ. με μισθό 1.000 ευρώ αγοράσω εμπορεύματα ίσης αξίας (1.000 ευρώ), από τη στιγμή που τα ίδια εμπορεύματα ανατιμηθούν στα 1.200 ευρώ, είναι ευνόητο ότι μέρος αυτών αξίας 200 ευρώ θα μείνουν απούλητα. Και η αδιάθετη αυτή ποσότητα εμπορευμάτων, ισοδυναμεί με αντίστοιχη καταστροφή παραγωγικού κεφαλαίου. Εχουμε εδώ τα σπέρματα της μελλοντικής κρίσης, η οποία σε τελική ανάλυση έχει την αιτία της στην υποκατανάλωση των λαϊκών στρωμάτων.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ