Το 16% των νοικοκυριών ξοδεύει για τοκοχρεολυτικές δόσεις πάνω από το 40% του εισοδήματός του
Σαφώς υποεκτιμημένη εμφανίζουν την υπερχρέωση των λαϊκών νοικοκυριών στις τράπεζες τα στοιχεία στατιστικής έρευνας που δημοσιοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδας. Παρά το γεγονός αυτό - το οποίο έμμεσα ομολογείται στο σχετικό πόρισμα - από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει η συνεχιζόμενη έκρηξη του δανεισμού, ο οποίος έχει άμεσες επιπτώσεις στο λαϊκό εισόδημα. Αμεσοι είναι οι κίνδυνοι για τα χαμηλότερα εισοδήματα, που σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τις δόσεις τους.
Η ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδας, σε ρόλο Ποντίου Πιλάτου, επισημαίνει ότι η «ετήσια επιβάρυνση των νοικοκυριών από δάνεια (τόκοι και χρεολύσια ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος) θα τείνει να αυξηθεί στο μέλλον και οπωσδήποτε θα επηρεάσει περισσότερο εκείνα τα νοικοκυριά που έχουν υπερδανειστεί ή έχουν σχετικώς χαμηλά εισοδήματα».
Η στατιστική έρευνα (ICAP) διενεργήθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του 2007 και αφορά σε ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν σε 6.000 νοικοκυριά, από τα οποία ολοκληρωμένες απαντήσεις έδωσαν τα 3.135 (ποσοστό 52,3%), και αυτά κυρίως από μη αστικές περιοχές. Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας σημειώνει: «Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα της έρευνας θα πρέπει να κρίνονται με ανάλογη προσοχή»...
Το μέγεθος της υπερχρέωσης των λαϊκών στρωμάτων φαίνεται και από τα στοιχεία της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία:
Η ΕΚΠΟΙΖΩ, με ανακοίνωσή της, παροτρύνει όσους πήραν στεγαστικό δάνειο πριν το 2003 (περιπτώσεις που οι τράπεζες δεν απέδωσαν στους καταναλωτές τη μείωση του επιτοκίου σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο), να διεκδικήσουν την επιστροφή χρηματικών ποσών από τις τράπεζες. Υπάρχουν αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις (εκδόθηκαν κατόπιν συλλογικών αγωγών της ΕΚΠΟΙΖΩ και ακολούθησαν και ατομικές αγωγές στο Ειρηνοδικείο της Αθήνας) που δικαιώνουν τους καταναλωτές και επιβάλλουν στις τράπεζες να επιστρέψουν συγκεκριμένα ποσά.