Η Αννούλα δε φεύγει ποτέ απ' τη σκέψη όσων είχαμε την τύχη να τη γνωρίσουμε. Πρόσφατα όμως τη σκεφτήκαμε λίγο περισσότερο. Διαβάζοντας αφιερώματα στον Τύπο για τον Γολγοθά των χτυπημένων από τον καρκίνο παιδιών. Η Αννα, παιδί εκτός γάμου μιας συμμαθήτριας. Αποφάσισε να το κρατήσει. Αν και γνώριζε τον αντίκτυπο αυτής της απόφασης στη μικρή επαρχιακή κοινωνία. Οι φίλες της δεσμευτήκαμε πως θα τη βοηθήσουμε όσο μπορούσαμε. Και τηρήσαμε την υπόσχεσή μας. Καθεμιά από μας ένιωθε την Αννα σαν δικό της παιδί. Πανέξυπνη, γλυκιά και ναζιάρα, πανέμορφη, με ένα χαμόγελο αφοπλιστικό.
Στην αρχή δε δώσαμε τόση σημασία στα σημάδια. Πιστέψαμε όλες πως ήταν κάτι ασήμαντο, κάποια παιδική αρρώστια, κάτι το θεραπεύσιμο σε κάθε περίπτωση. Ομως, τα συμπτώματα δεν υποχωρούσαν. Το παιδί έχανε κάθε μέρα απ' τη ζωντάνια και τη ζωηράδα του. Γιατροί, εξετάσεις, νοσοκομεία, ώσπου σαν βόμβα έσκασε η διάγνωση. Καρκίνος. Πώς; Πότε, Γιατί; Ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ. Σύγχυση, πόνος, απόγνωση, απίστευτη ταλαιπωρία. Γιατροί που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Νοσοκομεία που δε διέθεταν εξοπλισμό. Χρήματα που χρειάζονταν, αλλά δεν υπήρχαν. Γραφειοκρατία, χαρτιά και ξανά χαρτιά, διατυπώσεις... Και στη μέση ένα παιδί, ανήμπορο, ένα παιδί που πονούσε, ένα παιδί που αργόσβηνε, πολύ μακριά απ' το σπίτι του, αφού το πλησιέστερο νοσοκομείο απείχε ώρες απ' τον τόπο μας.
Η Αννα μας δεν τα κατάφερε. Εσβησε με την αγωνία του πόνου καθρεφτισμένη στα ματάκια της. Πολλά χρόνια μετά, πολλά παιδιά σαν την Αννα εξακολουθούν να μην τα καταφέρνουν. Πολλοί γονείς, φίλοι, συγγενείς εξακολουθούν να αναρωτιούνται: Αν ...υπήρχε η υποδομή να τα υποστηρίξει στη μάχη που έδιναν, θα τα κατάφερναν; Θα την κέρδιζαν;
Η οργή μας για την απώλειά της δεν καταλάγιασε ποτέ. Κάποιες φορές φουντώνει. Οπως τις συχνές - πυκνές φορές που αντικρίζουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες την καλοζωισμένη κυρία του καλού κόσμου, με τα σινιέ ταγεράκια της, να μιλά συμπονετικά για τα παιδιά με καρκίνο και για ένα κάποιο νοσοκομείο ειδικά για παιδιά, που κάπου, κάποτε θα λειτουργήσει και που αποτελεί στόχο της ζωής της. Τη βλέπω κι αναρωτιέμαι, τι ξέρει αυτή απ' τη ζωή ενός παιδιού όπως η Αννα και της οικογένειάς της; Πότε έζησε έστω μια υποψία του πόνου που ένιωσε η μαμά της Αννας για να τη φέρει στη ζωή, να τη μεγαλώνει μόνη της, να τη χάνει μόνη της; Πώς τολμά να διεκδικεί δημόσια τα εύσημα για τη φιλάνθρωπη δραστηριότητά της, όταν θα αρκούσαν τα λεφτά που ξοδεύει η ίδια και οι όμοιές της για τα ταγεράκια τους για να εξασφαλιστούν γι' αυτά τα παιδιά τα στοιχειώδη που στερούνται;
Λένε ότι τα παιδιά είναι το μέλλον του κόσμου. Αλίμονο αν το αποθέσουμε στα χέρια φιλάνθρωπων κυριών, να το διαχειρίζονται για τις δημόσιες σχέσεις τους. Αξίζουν τα πάντα. Καθήκον μας να τα διεκδικήσουμε. Για την Αννα, την κάθε Αννα.