Κυριακή 2 Μάρτη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ιστορίες από την Ιταλία

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στη Νάπολη απεργούσαν οι τροχιοδρομικοί. Σ' όλο το μάκρος της Ριβιέρα Κιγιάια ξετυλίγονταν μια σειρά άδεια βαγόνια και στην πλατεία της Νίκης ήτανε μαζεμένοι πλήθος οδηγοί και εισπράχτορες, όλοι τους Ναπολιτάνοι ζωηροί, χαρούμενοι κι ευκίνητοι σαν τον υδράργυρο. Πάνω από τα κεφάλια τους, πίσω από τα κάγκελα του κήπου, αστράφτει στον αέρα, σαν τη λάμψη του σπαθιού, το νερό που πετάγεται από το σιντριβάνι. Τους πολιορκεί εχθρικά ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που πρέπει να πάνε στις δουλειές τους, στις τέσσερις άκρες της απέραντης πολιτείας και όλοι αυτοί οι υπάλληλοι, τεχνίτες, ψιλικατζήδες μοδιστρούλες, αποπαίρνουν θυμωμένα και έντονα τους απεργούς. Αντηχούν θυμωμένα λόγια, τσουχτερά πειράγματα και τα χέρια κουνιούνται αδιάκοπα - μ' αυτά οι Ναπολιτάνοι μιλάνε τόσο ζωηρά κι εκφραστικά όσο και με την ασίγαστη γλώσσα τους.

Από τη θάλασσα έρχεται απαλός ο μπάτης, σαλεύουν οι σκούρες πράσινες φυλλωσιές στις πελώριες φοινικιές του δημοτικού κήπου, που οι κορμοί τους μοιάζουν περίεργα με άτσαλα ποδάρια τεράστιων ελεφάντων. Μισόγυμνα παιδιά των δρόμων της Νάπολης πηδούν σαν τα σπουργίτια, γεμίζοντας τον αέρα με ξεφωνητά και γέλια.

Η πολιτεία, που μοιάζει με παλιά γκραβούρα και λούζεται γενναιόδωρα από τον καφτερό ήλιο, τραγουδάει σαν οργανέτο. Τα γαλάζια κύματα του κόλπου χτυπάνε στο πέτρινο μουράγιο, σεγκοντάροντας το τραγούδι μ' ένα βουητό από βροντερά χτυπήματα, ακριβώς σαν τα χτυπήματα που κάνει το ντέφι.

Οι απεργοί, κατσουφιασμένοι, σμαριάζουν αποφεύγοντας τις ερεθισμένες κραυγές του κόσμου, σκαρφαλώνουν στα κάγκελα του κήπου κι ανήσυχα παρατηρούν το δρυμό πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, μοιάζοντας αγέλη λύκων τριγυρισμένη από σκυλιά. Είναι ολοφάνερο πως αυτοί οι άνθρωποι, ντυμένοι με την ίδια στολή, είναι σφιχτά δεμένοι ο ένας με τον άλλον, με την ακλόνητη απόφαση να μην υποχωρήσουν κι αυτό είναι, ακριβώς, που ερεθίζει πιο πολύ το πλήθος. Ομως, ανάμεσά τους είναι και οι φιλόσοφοι: καπνίζοντας ήσυχα, νουθετούν τους πιο φανατισμένους επικριτές των απεργών:

-- Ε, σινιόρ! Τι να σου κάνει ο άνθρωπος, μια και δεν μπορεί να δώσει στα παιδιά του μακαρόνια;

Ομάδες, δυο δυο, τρεις τρεις, στέκουν κομψοντυμένοι οι αστυφύλακες και προσέχουν μήπως το πλήθος εμποδίζει την κίνηση των τροχοφόρων... Κρατούν μια αυστηρή ουδετερότητα και θωρούν με την ίδια αταραξία και τους επικριτές και τους επικρινόμενους, πειράζοντας καλόκαρδα και τις δυο μεριές, όταν οι φωνές και οι χειρονομίες παραγίνονται. Σε μια στενή πάροδο, ακουμπώντας στους τοίχους των σπιτιών, στέκουν μια αράδα καραμπινιέροι με τα κοντύκανα ελαφριά ντουφέκια τους στα χέρια, έτοιμοι για το ενδεχόμενο σοβαρής σύγκρουσης. Είναι μια αρκετά αγριωπή ομάδα ανθρώπων, με τρίκοχα καπέλα, κοντές κάπες και στα παντελόνια τους δυο κόκκινα σιρίτια σαν δυο αυλάκια αίμα.

Ξάφνου οι καβγάδες, οι κοροϊδίες, οι κατηγόριες και οι νουθεσίες καταλαγιάζουν, κάτι καινούργιο περνάει πάνω από το πλήθος, οι απεργοί κατσουφιάζουν πιο πολύ και ταυτόχρονα στριμώχνονται πυκνότερα καθώς από το πλήθος βγαίνει η κραυγή:

-- Ο στρατός!

Κοροϊδευτικά και θριαμβευτικά σφυρίγματα από τους απεργούς ανακατώνονται με ζητωκραυγές και ένας παχύς άνθρωπος, με αλαφρό γκρίζο κοστούμι και παναμά, αρχίζει να χοροπηδάει χτυπώντας τα πόδια του στο λιθόστρωτο. Οι οδηγοί και οι εισπράχτορες ανοίγουν αργά δρόμο ανάμεσα στον κόσμο και προχωρούν προς τα βαγόνια τους. Μερικοί ανεβαίνουν επάνω. Τα μούτρα τους σκοτεινιάζουν πιο πολύ, καθώς σπρώχνουν το πλήθος για να περάσουν, με σφιγμένα δόντια, σαϊτεύοντας τραχιά δώθε κείθε κουβέντες σ' αυτούς που τους κλείνουν το δρόμο. Γίνεται ησυχία.

Από το μουράγιο της Σάντα Λουτσία προχωρούν με ανάλαφρο, χορευτικό βάδισμα τα μικροσκοπικά σταχτιά στρατιωτάκια, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια και κουνώντας μηχανικά και ομοιόμορφα τ' αριστερά τους χέρια. Μοιάζουν με τενεκεδένια στρατιωτάκια, σαν κουρντισμένα παιχνίδια. Τα οδηγεί ένας όμορφος, ψηλός αξιωματικός, με σμιχτά φρύδια και περιφρονητικά στριμμένα χείλια, δίπλα του χοροπηδάει ένας κορμάτος άντρας, με ψηλό καπέλο, μιλώντας ασταμάτητα και κόβοντας τον αέρα με αδιάκοπες σπαθάτες χειρονομίες.

Το πλήθος παραμερίζει γύρω στα βαγόνια. Οι στρατιώτες σκορπίζουν στο μάκρος σα σταχτιές χάντρες για ν' ανέβουν πάνω στους εξώστες των βαγονιών, όμως πάνω στους εξώστες είναι και οι απεργοί.

Ενας άνθρωπος με ψηλό καπέλο και μερικοί ακόμα σπουδαίοι που τον τριγυρίζουν φωνάζουν κουνώντας αγριεμένοι τα χέρια τους:

-- Τελευταία φορά... Ούλτιμα βόλτα! Ακούτε;

Ο αξιωματικός στρίβει άκεφα τα μουστάκια του, γέρνοντας το κεφάλι. Ο άνθρωπος με την καπελαδούρα τρέχει κοντά του και κάτι του φωνάζει βραχνιασμένα, ο αξιωματικός τον λοξοκοιτάει, τεντώνεται, φουσκώνει το στήθος του και δίνει φωναχτά διαταγές.

Οι στρατιώτες ανεβαίνουν στους εξώστες των βαγονιών, από δυο στο καθένα, ενώ οι οδηγοί και οι εισπράχτορες πηδούν κάτω ο ένας μετά τον άλλο.

Στον κόσμο αυτό φάνηκε αστείο. Αρχίζουν να γιουχαΐζουν, να σφυρίζουν, να χαχανίζουν, μα ξαφνικά καταλαγιάζουν: σωπαίνουν και με τραβηγμένα βλοσυρά πρόσωπα και ορθάνοιχτα τρομαγμένα μάτια, μέσα σε βαριά σιγή, πλησιάζουν το πρώτο βαγόνι.

Και κει, δυο βήματα από τις ρόδες του, βλέπουν ξαπλωμένο, φαρδιά - πλατιά πάνω στις ράγες, δίχως το κασκέτο στο σταχτί κεφάλι του, τον οδηγό. Το πρόσωπό του, πρόσωπο στρατιώτη με αγριεμένα μουστάκια, ατενίζει τον ουρανό. Δίπλα του στρώνεται κατά γης ένα παλικάρι μικρόσωμο και σβέλτο σα μαϊμού κι από κοντά του δεν αργούν να στρωθούν κι άλλοι.

Ενα μουρμουρητό βγαίνει από το πλήθος, ακούγονται επικλήσεις στη Μαντόνα και κατάρες, οι γυναίκες ουρλιάζουν και βογκούν και τα παιδιά χοροπηδούν αναστατωμένα πέρα δώθε σα λαστιχένιες μπάλες.

Ο άνθρωπος με την καπελαδούρα κάτι ξεφωνίζει με υστερικές κραυγές. Ο αξιωματικός τον κοιτάζει, κουνώντας τους ώμους - οι στρατιώτες του ήρθανε για να παραλάβουν τα βαγόνια από τους τροχιοδρομικούς, μα δεν έχει καμιά διαταγή να χτυπήσει τους απεργούς.

Τότε η καπελαδούρα τριγυρισμένη από κάποιους καλοθελητές, πλευρίζει τους καραμπινιέρους και να που αυτοί πλησιάζουν τους ξαπλωμένους πάνω στις ράγες με την πρόθεση να τους σηκώσουν.

Αρχινάει ο αγώνας, ο σαματάς, μα μεμιάς όλο το σταχτί σκονισμένο πλήθος των θεατών αναταράζεται, κυματίζει, μουγκρίζει, ουρλιάζει, τινάζεται πάνω στις ράγες, ο άνθρωπος με τον παναμά αρπάζει το καπέλο του, το πετάει στον αέρα και πρώτος πέφτει πάνω στη γη, δίπλα στον τελευταίο απεργό, χτυπώντας τον στον ώμο και φωνάζοντάς του κατάμουτρα λόγια ενθάρρυνσης.

Πάνω στις ράγες αρχίζουν τότε να πέφτουν, σα να τους θέρισαν τα πόδια, κεφάτοι και ζωηροί, ένα τέτοιο πλήθος άνθρωποι, που λες πως δυο λεπτά πριν δεν ήταν εδώ. Στρώνονται κατάχαμα, γελούν κάνοντας γκριμάτσες ο ένας στον άλλον και φωνάζοντας τον αξιωματικό που, κουνώντας τα γάντια του κάτω από τη μύτη του καπελαδούρα, του λέει κάτι γελώντας και κουνώντας το ωραίο του κεφάλι.

Στις γραμμές στρώνονται όλο και περισσότεροι, γυναίκες με τα πανέρια τους και τους μπόγους τους, παιδιά ξελιγωμένα από τα γέλια, κουλουριασμένα σαν ξεπαγιασμένα κουτάβια πασαλείβονται με σκόνη και δίπλα τους ξαπλώνουν κάποιοι καλοντυμένοι άνθρωποι.

Οι πέντε στρατιώτες που στέκουν στον εξώστη του πρώτου βαγονιού, κοιτάζουν κάτω το σωρό τα κορμιά μπροστά στις ρόδες, και τραντάζονται από τα γέλια, σκύβουν και τσακίζουν στα δυο κρατημένοι στις μπάρες. Δε μοιάζουν πια καθόλου με τα τενεκεδένια στρατιωτάκια.

... Σε μισή ώρα, σ' όλη τη Νάπολη με τριξίματα και στριγκιές, ξεκινούν τα τραμ και στους εξώστες, νικητές οι οδηγοί, στέκονται με χαρούμενο χαμόγελο, και οι εισπράχτορες, μέσα στα βαγόνια, προχωρούν ρωτώντας όλο ευγένεια:

-- Εισιτήρια;

Και οι άνθρωποι τους δείχνουν τα κόκκινα και τα κίτρινα χαρτάκια, τους κλείνουν το μάτι, χαμογελούν, μουρμουρίζουν καλόκαρδα.


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ