Κυριακή 10 Φλεβάρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ριζικό

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ηθελα να τους γνωρίσω. Ηταν το κάτι άλλο αυτοί. Ζούσαν στη διπλανή Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Τους έγραψα. Η απάντηση ήρθε μαζί με την πρόσκληση. Ξεκίνησα. Εν' απόγεμα και μια νύχτα με το τρένο και το πρωί στο σπίτι τους σε μια μικρούπολη της διπλανής χώρας. Με περίμεναν πρόσχαροι. Καθίσαμε στο σαλονάκι. Ετσι αντικριστά να βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Εγώ βιαζόμουνα. Ηθελα να περάσω στο θέμα μου. Είπα: τι λες συντροφάκο, ν' αρχίσουμε; Ταράχτηκε, κοκκίνισε, κοίταξε δίπλα τη γυναίκα του. Αυτή τον ενθάρρυνε. Ο Κωστής άρχισε. Ετσι μου την αφηγήθηκε την ιστορία τους και έτσι την κατέγραψα...

Είμαι γεννημένος σε βουνίσιο χωριό μα και κοντά στη θάλασσα. Ο Ηλιος του Αιγαίου και το μαϊστράλι μπήκανε μέσα μου, μ' ανάθρεψαν.

Και τώρα ακόμα σαν πέφτω να κοιμηθώ ακούω τα θροίσματα των δασών, τα βογκητά του πελάγους.

Δε μείνανε ζωντανά στη μνήμη μου μονάχα αυτά. Αλλά και τα βάσανα. Βάσανα απ' τα πρώτα ακόμα παιδικά μου χρόνια.

Το θρανίο τ' άφησα απ' τη Δεύτερη του Δημοτικού. Δέκα χρονώ παιδαρέλι με βάλανε τσοπάνο. Ο πατέρας μου δεν μπόραγε να τα κουμαντάρει. Δυο αδερφές μου πέθαναν κοριτσόπουλα. Απ' τη δυστυχία. Ενας αδερφός μου σκοτώθηκε στ' αλβανικό.

Αν είχα χαρές τσοπάνος;

Ναι, είχα. Μ' άρεζε ν' ανεβοκατεβαίνω στα διάσελα, να κουβεντιάζω με τ' αστέρια, να παίζω με τη φλογέρα μου σιγοντάροντας το τραγούδι των πουλιών.

Είχα χαρές, είχα και τρομάρες.

Κοιμόμουν ολομόναχος στο μαντρί κι έρχονταν τις νύχτες οι λύκοι. Μα και τη μέρα συναπαντιόμουν με τα τρισκατάρατα αυτά ζουλάπια. Είχα στο κοπάδι που βόσκαγα κι ένα βιτούλι. Ενα κατσικάκι. Αυτό τ' αγάπαγα ξέχωρα. Ητανε ήμερο, γλυκό κι είχε ένα τόσο χαριτωμένο κεφαλάκι. Κοιμούνταν πάντα πλάι μου σα να 'μαστε αδερφάκια. Και μια νύχτα, ήρθε να μου το φάει ο λύκος. Τ' αρπάζει ξέδαργα απ' το σβέρκο, το πιάνω εγώ απ' τα πισινά του τα πόδια. Τράβα ο λύκος, τράβα εγώ. Βέλαζε πνιγμένα το βιτούλι. Δε χάνω καιρό σηκώνω την αγκλίτσα μου και γκαπ, του κοπανάω του λύκου μια στο κεφάλι. Θα πόνεσε, τ' άφησε το βιτούλι. Πάει λίγο πιο κει, στάθηκε, απόμεινε να μας κοιτάζει με κείνα τα λαίμαργα μάτια του που πετούσαν φωτιές. Κι εγώ, με την αγκλίτσα υψωμένη. «Ελα ντε ξανά άμα σε βαστάει».

Σηκώθηκα κι άρχισα να τον κυνηγάω το λύκο με τις πέτρες, με την αγκλίτσα, με τις φωνές.

Τον έδιωξα. Η καρδούλα μου, το κατσικάκι ήρθε κοντά μου καταματωμένο, τρέμοντας σύγκορμο.

Εν' άλλο απόβραδο, καθώς οδήγαγα το κοπάδι στο μαντρί είδα να περνάει από πλάι μας πάλι ένας λύκος. Πώς έγινε; Αρπάζει μια γίδα. Πάλι τα ίδια. Τράβα ο λύκος, τράβα εγώ. Και με την αγκλίτσα κατακέφαλα.

Τον κυνήγησα...

Εδώ σταμάτησε για μια στιγμή ο Κωστής. Σήκωσε το κεφάλι του που το 'χε σκυμμένο, κοίταξε φευγαλέα, μια εμένα, μια τη συντρόφισσά του, συνέχισε.

-- Οταν δε συναπαντιόμουν με λύκους, όταν δεν άκουγα τ' άγριο ουρλιαχτό τους, ήταν ωραία στο βουνό. Σου το 'πα. Ανεβοκατέβαινα τις λιόλουστες κορφές και τραγούδαγα κι εγώ μαζί με τα πουλιά. Επινα νεράκι απ' τις ανάβρες και δε χόρταινα να περιτριγυρίζω τα μάτια μου στις κατάφυτες απλωσιές και πέρα στο βαθύ, το καταγάλανο πέλαγος...

-- Ηθελες να 'σαι πάντα στο βουνό, Κωστή, να σταδιοδρομήσεις, όπως λέμε, εκεί;

-- Το πιο τρανό μου όνειρο ήταν η θάλασσα. Ναυτικός ήθελα να γίνω. Να ταξιδεύω με τα καράβια στα πέλαγα, στους ωκεανούς, να βλέπω κι όλο να βλέπω καινούριους τόπους.

-- Και τι άλλο πόθησες σαν παιδί;

-- Οχι πλούτια. Ενα σπιτάκι πόθησα. Αυτό μονάχα. Ξέρεις; Το πατρικό μας, κάλλιο να το 'λεγες σπηλιά. Σ' έναν οντά, κατάχαμα, δέκα νομάτοι. Από τότε μπήκε μέσα μου αυτός ο καημός. Ν' αποκτήσω ένα απλόχωρο σπιτάκι. Και να 'ναι κοντά στη θάλασσα...

Εγινε κάποιο διάλειμμα. Η γυναίκα πρόσφερε αναψυκτικά. Και μετά, εγώ ο φιλοξενούμενος:

-- Τσοπανόπουλο, λοιπόν, στα δέκα σου χρόνια και παλέματα με τους λύκους. Και υστέρα;

-- Υστερα ήρθαν οι άλλοι λύκοι. Του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Αυτοί 'ταν πιο άγριοι και πιο λυσσασμένοι για αίμα. Τους γνώρισες. Μπήκαμε τα παιδαρέλια κι οι νέοι στην ΕΠΟΝ. Για τα μένα, σου λέω την αλήθεια. Αυτή 'ταν η πραγματική άνοιξη της ζωής μου. Σμίξαμε εκεί όλη η νέα γενιά του χωριού. Κουβεντιάζαμε όμορφα. Και περνάμε μέρος στον αγώνα της αντίστασης. Εγώ - περφάνια μου - φύλαγα σκοπός κι έκανα το σύνδεσμο με τους αντάρτες. Τους πήγαινα και φαγητό. «Καλώς το τσοπανόπουλο», λέγαν καθώς μ' έβλεπαν και γω αναφτέρωνα...

Υστερα ήρθε η άλλη κατάσταση.

Ο εμφύλιος. Λίγο πιο κατ' απ' το χωριό μας στρατοπέδευσε ένα τάγμα. Με φυλάκισαν κι εμένα. Είχα κάνει, λέγαν, «πολλά εγκλήματα». Και θα μ' εκτελούσαν. Μ' είχαν σ' απομόνωση.

Ερχεται κρυφά ένας στρατιώτης και μου λέει: «Διψάς;» «Διψώ» του λέω. Μου φέρει νερό, πίνω. Λίγο μετά, ξανάρθε. Μου λέει: «Πεινάς;», «Πεινώ» του λέω. Μου φέρνει φαΐ στην καραβάνα του.

Σα νύχτωσε για τα καλά, ξανάρθε πάλι. «Σήκω τώρα κι ακολούθαμε ογλήγορα», μου κάνει. Σηκώθηκα τρομαγμένος, μα τον ακολούθησα. «Πού το πας αυτό το λυκόπουλο;» τόνε ρωτάει ένας με γαλόνια. «Δε θα τον ματαειδείς» τ' αποκρίθηκε ο στρατιώτης με υπονοούμενα. Λίγο παραόξω ρίχνει μια-δυο μπαταρίες στον αέρα και μου λέει: «Τώρα φύγε, πάρε δρόμο κι όσο μπορείς πιο γρήγορα...».

Το 'βαλα στα πόδια. Νύχτα ήταν. Χάθηκα. Ξημερώματα, βρέθηκα σ' ένα κοπάδι από κυνηγημένους ανθρώπους. Τους ακολούθησα. Οπου πήγαιναν αυτοί. Και κει, ανάβει το κακό. Μας χτυπούσαν απ' ολούθε. Με ριπές, με βλήματα, με μπόμπες. Μπήκα κι εγώ στο αντιπάλεμα. Μ' όλο μου το είναι. Γιατί έβλεπα τ' άδικο. Δεν ξέρω πώς έγινε μετά, ένας κρότος που συγκλόνισε τον τόπο κι έπεσα κάτω, δεν μπορώ, δε θέλω να τη θυμηθώ ξανά αυτή τη στιγμή...

Η γυναίκα προσέτρεξε κοντά του όπως η μάνα στο παιδί που το δέρνουν οι εφιάλτες. Ηρέμησε, ξανάπιασε το νήμα:

-- Οταν συνήλθα μετά την έκρηξη και ξανάνιωσα τον εαυτό μου, πήρα να ψαχουλεύομαι. Παντού. Στο κορμί, στο κεφάλι μη κι έχω καμιά λαβωματιά. Τίποτα. Κάτι βαρύ όμως, πολύ βαρύ, ένιωθα στα πόδια. Ηθελα να σηκωθώ. Δεν το μπορούσα. Μα πρέπει, έλεγα, πρέπει να δω πού πήγαν οι άλλοι. Τίποτα πάλι. Αρχισα να σβαρνίζομαι. Πήγα ένα - δυο μέτρα πιο κει. Σταμάτησα. Κάτι είχε δεθεί πίσω μου και με κρατούσε και μ' έσφαζε. Γυρίζω, τι να δω. Το 'να μου πόδι κρεμόταν από το δέρμα του κι είχε μπλεχτεί σ ' αγκαθόθαμνο. Εσβησε το φως από τα μάτια μου. Χάθηκα...

Και πάλι σηκώθηκε η γυναίκα του μα ο Κωστής την καθησύχασε. Συνέχισε:

-- Οταν ξανάνοιξα τα μάτια μου το δεξί μου πόδι το 'βλεπα εκεί, μπλεγμένο στ' αγκάθια...

-- Και το άλλο, Κωστή, το αριστερό;

Σήκωσε μ' άγνοια παιδιού τους ώμους του.

-- Πού να ξέρω; Είχε κοπεί ολότελα, θα πετάχτηκε μαζί με τις πέτρες και τα χώματα ποιος ξέρει πού...

Σβαρνίστηκα μ' όση δύναμη είχα, με πείσμα, μ' αγωνία.

-- Πού ήθελες να πας, τι ζητούσες:

-- Να βρω τους δικούς μας που είχαν σκορπίσει. Ελεγα να γλιτώσω μπάρεμ τα γόνατα, να μπορώ να περπατώ με τα γόνατα. Αυτή η ελπίδα μου 'χε απομείνει. Αυτό ήθελα.

Ηρθαν τρέχοντας καμπόσοι. Μαζί και μια νοσοκόμα. Μόλις μ' είδε σ' αυτή την κατάσταση, χλόμιασε. Ετοιμη να λιποθυμήσει. «Τι έπαθες» της λέω, «Δεν ντρέπεσαι; Πάρε ένα μαχαίρι και κόψε γρήγορα το δέρμα. Να γλιτώσω τα γόνατα...».

Βρήκε ένα μαχαίρι, μαχαίρι του ψωμιού θα 'ταν, ανάβει σπίρτο, το περνάει στην κόψη του, έρχεται κοντά μου. Πάλι τα ίδια. Χλόμιασε. «Μην κάνεις έτσι, της λέω, πάρε θάρρος, κόψε, κόψε να γλιτώσω τα γόνατα...». Την παρακίνησαν και οι άλλοι, το 'κοψε. Μ' επέδεσε. Είχα χάσει πολύ αίμα. Λιποθύμησα...

-- Και μετά;

-- Μ' είχαν μεταφέρει σε μια καλύβα, βαθιά στο δάσος.

Η μια νύχτα έφευγε κι ερχόταν η άλλη χωρίς να μπορώ να κλείσω μάτι. Μ' είχαν αφανίσει οι πόνοι κι η πίκρα. Κατάλαβες; Πώς να το χωρέσει ο νους μου εμένα ότι δεν είχα ποδάρια, ότι τα 'χα κομμένα κάτ' απ' τα γόνατα; Εγώ, που δε χόρταινα να πιλαλώ στις στράτες, ν' αναρριχιέμαι στα βουνά, να κολυμπάω, όμοιο δελφίνι, στα πέλαγα. Κι ήμουνα τότες, μόλις δεκάξι χρονώ...

-- Κι ύστερα;

-- Βρέθηκα σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Την ευγνωμονώ. Μου 'παν οι γιατροί πως άμα κλείσουν οι πληγές θα μου περάσουν ορθοπεδικά. Πως θα μπορέσω ξανά να περπατήσω. Ως τα τότε, όλο στα χέρια τους με κουβαλούσαν. Κλαδεμένος άνθρωπος...

Που λες, δε μ' έπιανε πάλι ο ύπνος. Μια έβλεπα τον εαυτό μου να περπατάει ξανά, μια να με κουβαλούν άλλοι στα χέρια τους... Μου τα 'φεραν ένα πρωί τα ορθοπεδικά.

Μόλις τα είδα, κέρωσα. Μου 'ρθε τρέλα στο κεφάλι. Κατάλαβες; Είχα δικά μου ποδάρια, κρεάτινα και μου 'φεραν να φορέσω ψεύτικα. «Πάρτε τα από δω και να μην τα ξαναφέρετε...», ξεφώνιζα.

Ηρθαν οι γιατροί, με βοήθησαν, μου πέρασε. Ερχονταν συχνά στο προσκεφάλι μου οι γιατροί - τιμή τους. Είχαν τον τρόπο τους. Τα ξανάφεραν τα ορθοπεδικά. Μου τα φόρεσαν. Σου λέω την αλήθεια: ένιωσα τον εαυτό μου σα θεριό. Τόσο ψηλός. Γελούσα κι έκλαιγα μαζί. Ελεγα: «Τι 'ναι τούτο δω μπρε με τα μένα; Από κλαδεμένος άνθρωπος να γίνω γίγαντας». Σα γίγαντας ένιωθα.

Με πήρε ο γιατρός αγκαζέ κι όπως τα μωρουδέλια, στράτα - στράτα. Κάναμε τα πρώτα βήματα. Και με σφήνωσε την πεποίθηση ότι θα μπορέσω να περπατήσω και μόνος μου, χωρίς βαστάζους. Χωρίς αντιστήριγμα. Ετσι κι έγινε. Μήνες κατόπι τα πέταξα πέρα τα δεκανίκια.

Μια μέρα, γινόταν μάθημα στους ανάπηρους. Μπαίνω γω στην αίθουσα χωρίς δεκανίκια, σεινάμενος και κουνάμενος. Εγινε χαλασμός. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι σα να 'μουνα πρεζιντέντ. Χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, μα και καυτά δάκρυα...

Τη νύχτα με πονούσαν αβάσταγα τα γόνατα. Τα πέταξα πέρα τα ορθοπεδικά κι ορκίστηκα να μην τα ξαναφορέσω. Εκλαψα πάλι. Πάλι το πρωί στο κρεβάτι μου οι γιατροί. Μου δώκανε θάρρος. «Θα συνηθίσεις», μου είπαν. Τα ξαναφόρεσα.

Το πρόσωπο του Κωστή είχε πάρει τώρα μια γαλήνιαν όψη. Οπως όταν πέφτει ο ανεβασμένος πυρετός. Συνέχισε χαμογελώντας:

-- Βρισκόμουν ακόμα στο νοσοκομείο. Ξάπλα στο κρεβάτι με πόδια κομμένα. Στο διπλανό κρεβάτι ξάπλα άλλο παλικάρι με σβησμένο το φως από τα μάτια του. Εξω, στην πλατεία, γιορτή. Πανηγύρι. Μουσικές, τραγούδια, χοροί. Μου λέει ο φίλος μου με εύθυμη φωνή: «Πάμε και μεις να δούμε;». Γέλασα. Του λέω: «Να πάμε, ναι. Ομως με τι πόδια εγώ και συ με τι μάτια;». Το 'πε φωναχτά: «Βρήκα τη λύση. Θα σε πάρω στον ώμο μου. Εγώ θα περπατώ, εσύ θα βλέπεις. Θα μου λες τι γίνεται γύρω και θα γλεντούμε και μεις με τον τρόπο μας...».

Ετσι κι έγινε. Ψαχούλεψε, μ' ηύρε, μ' έβαλε στον ώμο του και να 'μαστε και μεις στο πανηγύρι. Με κομμένα πόδια εγώ κι ο φίλος μου χωρίς μάτια.

Ηπιε δυο γουλιές νερό, συνέχισε.

-- Είχα βγει πια απ' το νοσοκομείο. Μπήκα σε μια σχολή βιβλιοδετών. Την τέλειωσα με άριστα. Αρχισα να δουλεύω. Κι από τότε ως τα σήμερα στην ίδια θέση. Δεν έλειψα μήτε μια μέρα. Ποτέ δε θέλησα να δείξω ότι ήμουν ανάπηρος. Μα κι οι συνεργάτες μου με συμπεριφέρονταν ισότιμα. Εγινα μπριγαδιέρος. Αγάπησα τη δουλιά, αυτή που μου 'κανε να τα ξεχνώ όλα. Αγάπησα σαν αδέρφια και τους συνεργάτες μου. Μ' αγάπησαν κι αυτοί. Το εργοστάσιο και το κράτος μ' απένειμαν πολλές τιμητικές διακρίσεις. Τους ευχαριστώ...

Εμεινε για λίγο σκεφτικός κι ύστερα κάτι χαρούμενο ξεπήδησε απ' τη μνήμη του.

-- Μια μέρα - εχ, τι 'ναι ο άνθρωπος - μια μέρα, που λες, γυρίζοντας απ' τη δουλιά, μπορεί να 'μουνα και κατσούφης, σταματώ μπροστά σε μια αίθουσα. Από μέσα ερχόταν ήχοι μουσικής. Θέριεψα. Μπαίνω, τι να δω. Νέοι και κορίτσια μαθαίνανε χορό. Σκίρτησε η καρδιά μου. Ηθελα κι εγώ να μάθω να χορεύω. Το λαχταρούσα. Με δέχτηκαν. Κι έμαθα πολύ γρήγορα και τσάμικο και χασάπικο και ζεϊμπέκικο και... κολλητό ευρωπαϊκό. Μετά, γιορτή δεν άφηνα. Κι ούτε χορό. Κι ανεβοκατέβαινα με τα ορθοπεδικά τους γύρω λόφους, κάπως έτσι, όπως τότε που ήμουν τσοπανόπουλο, κάπως έτσι...

Δεν πρόλαβε να την πει την τελευταία λέξη κι ακούστηκε η χαρούμενη φωνή της γυναίκας του.

-- Τέλος, τέλος η παράσταση. Ωρα για φαγητό...

Γυρίσαμε ξανά στο σαλόνι. Τώρα η σειρά της συζύγου. Μα αυτή, απέφευγε. Δεν είχε τίποτα να πει. Εγώ επέμενα. Κι η γυναίκα στη δική της επιμονή.

-- Αν είναι κάτι να πω, θα 'ναι για τον άνδρα μου. Για τα μένα, τίποτα δεν έχω.

-- Εχεις, έχεις, τη διέκοψε ο Κωστής. Τον ίδιο το δρόμο πέρασες και συ. Μόνο που δε σου κόψανε τα πόδια...

Γέλασαν.

Εγώ δε σταμάτησα να παρακινώ. Η γυναίκα κάτι έκανε να θυμηθεί, τ' απόδιωξε. Υστερα το συνόψισε σε λίγες λέξεις...

-- Τους γονείς μου τους σκότωσαν οι ξένοι. Μείναμε τέσσερα ορφανά, ανήλικα. Η μεγαλύτερη ήμουν εγώ. Εγινα μάνα στα μικρότερα... Δώδεκα χρονώ κορίτσι, ήρθαν νύχτα, μ' άρπαξαν. Μου κάνανε πολύ μεγάλο κακό. Κι ακόμα τώρα με συνοδεύει. Μια κόκκινη γραμμή...

Σκουπίζει τα μάτια της. Δε θέλει να συνεχίσει για κείνα. Κάνει ένα μεγάλο πήδημα.

-- Εγώ βρέθηκα σ' άλλη χώρα, όχι σε τούτη που ήρθε ο Κωστής. Ηθελα να σπουδάσω, έτσι όπως όλα τα παιδιά που ήρθαμε μαζί. Ξεκίνησα. Μ' επιμονή. Με δίψα. Ομως το πιο πολύ στο νοσοκομείο. Μ' ακολουθούσε η κόκκινη γραμμή...

Κάτι, έμαθα. Πήρα κουράγιο. Μπήκα στη δουλιά. Οπως οι άλλοι νέοι. Κάπως έτσι. Οπως οι άλλοι...

Σε μια γιορτή γνωριστήκαμε με τον Κωστή. Είχ' έρθει για τα ορθοπεδικά του. Ηταν πολύ τολμηρός. Πάντα με το γέλιο του, με τα σκαμπρόζικα. Γνωριστήκαμε. Μια-δυο βδομάδες μετά, μου 'κανε πρόταση να γίνω γυναίκα του. Πώς δεν έπεσα λιπόθυμη...

Ναι, ήμουν κορίτσι όπως τ' άλλα. Επλαθα όνειρα κι ας ήταν αυτή η κόκκινη γραμμή που μ' ακολουθούσε, που τα σκότωνε. Ζούσα μ' ελπίδες. Τον Κωστή τον έβλεπα να περπατάει όχι όπως οι άλλοι νέοι, όμως λεβέντικα. Τον έβλεπα και σαν ήρωα. Αντιπάλεψα για μέρες και νύχτες τους δισταγμούς μου. Και του 'δωσα το λόγο. Λίγο μετά έγινα ο σύντροφος της ζωής του...

Η πρώτη κρίση ήρθε λίγο μετά το γάμο μας. Οχι, όμως, για μένα. Για τον Κωστή. Τα βράδια, πριν πέσουμε στο κρεβάτι έσβηνε το φως. Καταλάβαινα. Δεν ήθελε να τον ιδώ που θα βγάλει τα ορθοπεδικά του και πώς θα 'δειχνε χωρίς αυτά. Το πρωί σηκωνόταν πάλι πρώτος. Να μην δω που θα τα φορέσει.

Μια μέρα του λέω:

-- Αντρα. Φτάνει πια έτσι. Ελα να σε βοηθήσω να μπεις στην μπανιέρα, να κάνεις το μπανάκι σου.

Μόλις τ' άκουσε, έχασε το χρώμα του. Αρνήθηκε. Τον παρακάλεσα πολύ. Στο τέλος δέχτηκε.

Οταν ξεντύθηκε και μπήκε στο νερό, σπαρτάριζε όπως το ψάρι που βγήκε στη στεριά. Συγκλονιζόταν, έκρυβε τα κομμένα ποδιά του κι έκλαιγε σε λυγμούς.

Του φέρθηκα όπως πρέπει. Είχα πολλά αποθέματα στοργής και τ' άφησα να ξεχειλίσουν. Ηταν ο άνδρας μου. Και τον αγάπησα, τότε, ακόμα πιο πολύ. Τη νίκησε αυτή την κρίση ο Κωστής. Και το γυρίσαμε στα γέλια. Ναι, στα γέλια. Ο άνθρωπος θα πρέπει να ξέρει να γελάει κι όταν τον φαρμακώνει ο πόνος...

Ζούμε τώρα μαζί πάνω από δέκα χρόνια. Μπήκε ο ένας στην ψυχή του άλλου. Καταλαβαινόμαστε. Τη ζωή την πήραμε όπως μας ήρθε, όχι όπως θα τη θέλαμε. Κι αυτό που θα θέλαμε ήταν ένα παιδί. Δεν του το χάρισα του Κωστή και που ξέρω πόσο πολύ θα το 'θελε. Αυτή η κόκκινη γραμμή...

Ο Κωστής σηκώθηκε να βάλει μουσική, το γύρισε στα χορατά.

-- Δεν πειράζει γυναικούλα μου, σαν θα πάρω τη σύνταξη θα γυρίσουμε στην πατρίδα μας, στ' όμορφο χωριουδάκι μας, πάνω στο βουνό και κοντά στη θάλασσα. Εχει, τζάνεμ και κάποιες άλλες χαρές η ζωή για μας...

Με τ' όραμα της πατρίδας έγινε ο αποχαιρετισμός. Και με την ευχή της αντάμωσης εκεί, στα πατρικά χώματα...

Μόλις δυο βδομάδες κατόπι.

Πήρα ένα γράμμα. Του Κωστή ήταν η γραφή. Τ' άνοιξα μ' αγωνία. Διαβάσα:

«... Αγαπητέ φίλε και αδερφέ. Τι κακό είναι τούτο που μ' ηύρε; Γιατί να με χτυπήσει εμένα τόσο άπονα η μοίρα; Τι κακό έχω κάνει εγώ για ν' απομείνω έρμος, με βαθιά πληγωμένη καρδιά, με κομμένα ποδάρια; Ο άνθρωπος που στεκόταν πλάι μου, ο σύντροφος της ζωής μου, η πανάκριβη, η πολυαγαπημένη γυναικούλα μου, δεν υπάρχει πια, έφυγε για πάντα...

Εσβησε κι είναι σα να 'σβησε ο ήλιος που μας φώτιζε... Πώς δεν τη λυπήθηκε ο χάρος αυτή την πάναγνη ψυχή; Πώς δεν κιότεψε στα δικά μου ουρλιαχτά να γυρίσει πίσω;

-- Αχ!..

Δεν έχω λόγια να πω την πίκρα μου. Δεν έχω άλλα δάκρυα να χύσω. Σέρνομαι μοναχός μου στο σπίτι κι είναι τόσο άδειο, βουβό και θλιμμένο... Πάω και τη βρίσκω στο νιόσκαφτο τάφο της. Της μιλώ. Τι να της πω; Με πνίγουν οι λυγμοί. Κι αυτή, και μέσα από το χώμα θαρρώ πως μ' αποκρίνεται. Μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω να ζω. Μα πώς; Για ποιο σκοπό; Ο γυρισμός. Τίποτε άλλο δε μ' απόμεινε. Να κλείσω και τη δική μου τη ζωή εκεί που έθρεψα όλες μου τις αγάπες...».


Δημήτρης ΚΗΠΟΥΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ