Η αμηχανία των διεθνών πολιτιστικών οργανισμών, για την οποία έγινε λόγος στην αρχή του κειμένου, οδηγεί, αντικειμενικά, σε αντιφάσεις ως προς την πρακτική τους προσέγγιση για τη λύση των σοβαρών προβλημάτων αλλά και την άμυνα της μνήμης απέναντι στις απειλές από τον ιμπεριαλισμό. Η δημόσια ρητορική τους σε αυτό το σημείο δεν ξεπερνά τα όρια μιας ήπιας «παρότρυνσης» προς τις κυβερνήσεις να «σεβαστούν» τις συμβάσεις που υπογράφουν. Δηλώσεις όπως της Ντουκάσι πιο πάνω («καμία χώρα δεν μπορεί να αξιοποιήσει οποιοδήποτε νομικό μέσο για να μην εφαρμόσει αυτά που έχει υπογράψει στη Συνθήκη») ακούγονται «επιθετικές» αλλά η ρωσική κυβέρνηση, για παράδειγμα, δε μοιάζει να ανησυχεί για την απειλή της ΟΥΝΕΣΚΟ να απεντάξει το Λένινγκραντ από τον κατάλογο λόγω του κτιρίου της «Γκαζπρόμ». Γενικά υπάρχει μια τάση να αντιμετωπίζονται η πολιτική και οι πολιτικοί, γενικά, ως εν δυνάμει «εχθροί» των μνημείων, οπτική που μάλλον βολεύει αφού δεν αγγίζει τις αιτίες των απειλών, αφού τότε θα έπρεπε αναγκαστικά να τεθεί και θέμα περιεχομένου της ασκούμενης πολιτικής.
Αυτό όμως οδηγεί σε ένα ακόμη αδιέξοδο. Διότι όλα τα κριτήρια που τίθενται σε συζήτηση για την επανεξέταση, π.χ., του όρου «εξέχουσα οικουμενική αξία» φέρουν τεράστιο ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο. Ο Χ. Στόβελ, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Carleton του Καναδά, ανέφερε ότι χρειάζεται «μεγαλύτερη ισορροπία, αντιπροσώπευση, προσδιορισμός, ενημέρωση όπου χρειάζεται κλπ., προκειμένου να δημιουργήσουμε έναν Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ο οποίος θα αντανακλά πλήρως την ποικιλομορφία, το εύρος και τη σχέση της ανθρώπινης ιδιοφυΐας και ικανότητας». «Ισορροπία» και «αντιπροσώπευση» είναι πρωτίστως πολιτικοί όροι. Ετσι, η «αντιπροσωπευτικότητα» τίθεται «όχι επιδιώκοντας την προσθήκη περαιτέρω τοποθεσιών συγκεκριμένου τύπου στον Κατάλογο, αλλά προσδιορίζοντας και εκθέτοντας τις σημαντικότερες ιστορίες της ανθρώπινης ανάπτυξης στον πλανήτη, όπως αυτές ενυπάρχουν σε προσεκτικά επιλεγμένες τοποθεσίες, οι οποίες μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο βασικές πτυχές αυτών των ιστοριών». Γι' αυτό θεωρεί ότι χρειάζεται «διευκρίνιση και διάκριση μεταξύ "εξέχουσας" και "οικουμενικής" στην αξιολόγηση των υποψηφιοτήτων και ιδιαίτερα την αναγνώριση του βαθμού στον οποίο όλες οι τοποθεσίες μπορούν να υποστηρίξουν θέματα οικουμενικής αξίας, αλλά μόνο ορισμένες αποτελούν εξέχοντα παραδείγματα έκφρασης αναγνωρισμένων οικουμενικών θεμάτων». Ουσιαστικά εδώ πρόκειται για απόπειρα δημιουργίας ενός «σκληρού πυρήνα» μνημείων εντός του καταλόγου, ένα είδος μνημείων «δύο ταχυτήτων», όπου στο όνομα της «πολυμορφίας» και του «σεβασμού» θα θεωρούνται όλα «σε ένα βαθμό» «οικουμενικά», αλλά μόνο ορισμένα θα είναι «εξέχοντα».
Μάλιστα, ο Στόβελ ζητά την «υιοθέτηση μιας πιο δημιουργικής προσέγγισης στη σύνταξη του Καταλόγου Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε σχέση με την υπάρχουσα που εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις πρωτοβουλίες των κρατών - μελών και δε συνιστάται από τη Συνθήκη Παγκόσμιας Κληρονομιάς». Δηλαδή, «θέλει» να μειωθεί ο ρόλος των κρατών στη σύνταξη του καταλόγου και αυτή να αφεθεί, προφανώς, σε υπερ-εθνικά θεσμικά όργανα που θα ορίζουν τι και γιατί θα εγγραφεί. Και κάνει «έκκληση» στο ICOMOS να αρχίζει ήδη το «ξεσκαρτάρισμα» των υποψηφιοτήτων σε «οικουμενικές» και «εξέχουσας» σημασίας.
Για το ποιος θα ωφεληθεί από αυτή την κατηγοριοποίηση, είναι καλό να ληφθεί πρώτα υπόψη ποιος «λύνει» και «δένει» αυτή τη στιγμή στον πλανήτη.