Κυριακή 16 Σεπτέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΡΑΚ
Η κατοχή συναντά νέες δυσκολίες

Περισσότερο ως άλλο ένα «επεισόδιο» εσωτερικής κατανάλωσης για την αμερικανική κοινή γνώμη μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την έκθεση Πετρέους και το διάγγελμα Μπους

Η ιμπεριαλιστική κατοχή στο Ιράκ δεν προχωράει όπως θα θέλανε οι Αμερικάνοι

Associated Press

Η ιμπεριαλιστική κατοχή στο Ιράκ δεν προχωράει όπως θα θέλανε οι Αμερικάνοι
Για μια πρώτη ευκαιρία να «συνδυαστούν» οι αντίθετες απόψεις για τον πόλεμο στο Ιράκ μίλησε στο διάγγελμά του ο Αμερικανός Πρόεδρος. Ο Τζορτζ Μπους, όπως αναμενόταν, υιοθέτησε τις εισηγήσεις του επικεφαλής των κατοχικών στρατευμάτων στο Ιράκ, στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους, και του πρέσβη στη Βαγδάτη, Ράιαν Κρόκερ, οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών του Κογκρέσου επί διήμερο στις αρχές της βδομάδας, παραδεχόμενοι ότι δεν μπορούν να πουν πότε και αν θα υπάρξει η πρόοδος που η Ουάσιγκτον επιθυμεί στο Ιράκ.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος, πιο συγκεκριμένα, προανήγγειλε την επιστροφή μέχρι το Δεκέμβρη 5.700 στρατιωτών και τη σταδιακή απόσυρση, μέχρι τον Ιούλη του 2008, πέντε μάχιμων ταξιαρχιών, κάτι που μεταφράζεται στην απόσυρση περίπου 30.000 ανδρών, συνυπολογίζοντας και την επιμελητεία τους. Κατά τον Μπους, «η επιλογή αυτή φέρνει κοντά τις αντίθετες απόψεις για τον πόλεμο στο Ιράκ, γιατί αποτελεί μια μέση λύση».

Αρκετοί Δημοκρατικοί επισήμαναν ότι ο Μπους δεν έκανε τίποτε παραπάνω από αυτό που θα γινόταν ούτως ή άλλως: Να αποσύρει σταδιακά τις επιπλέον δυνάμεις που διέταξε να αναπτυχθούν τον περασμένο Γενάρη στο Ιράκ, μόνο και μόνο γιατί πρακτικά, αν παρατεινόταν η παρουσία τους, ο αμερικανικός στρατός θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υπερκόπωσης και έλλειψης ανδρών. Το ζήτημα είναι ότι ακόμη και μετά την πραγματοποίηση των εξαγγελιών Μπους, που ξεκαθάρισε ότι θα εξαρτηθούν πολύ από την επίτευξη «προόδου», οι δυνάμεις κατοχής θα αριθμούν σταθερά περισσότερους από 130.000 άνδρες, όσους δηλαδή είχαν αναπτυχθεί και μετά το τέλος της εισβολής.

Η πολυσυζητημένη έκθεση των Πετρέους - Κρόκερ στο Κογκρέσο, που, προφανώς διόλου τυχαία, προγραμματίστηκε να συμπίπτει με την έκτη επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτέμβρη για καθαρά συμβολικούς λόγους, είναι πλέον πασιφανές ότι δρομολογήθηκε από κίνητρα εσωτερικής κατανάλωσης. Ενας στους δύο Αμερικανούς δηλώνει, πλέον, αντίθετος με τον πόλεμο και μόνο το 30% θεωρεί επιτυχημένο το χειρισμό του. Τη δυσαρέσκεια αυτή, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2008, προσπαθούν εναγωνίως να καρπωθούν οι Δημοκρατικοί, που «σφυροκοπούν» τις επιλογές Μπους, όχι στο επίπεδο του στρατηγικού στόχου, αλλά της τακτικής.

Με δύο λόγια, όλες οι «δημοκρατικές» επικρίσεις εστιάζονται στο ότι η τακτική της άμεσης εμπλοκής των αμερικανικών κατοχικών δυνάμεων σε ένοπλες συγκρούσεις στο Ιράκ, και μάλιστα η ενίσχυσή τους, δε φέρνει τα «επιθυμητά αποτελέσματα» και πιθανώς θα έπρεπε να ακολουθηθεί μια άλλη τακτική: Αυτή της ενίσχυσης των ιρακινών δυνάμεων με εντονότερο ρυθμό, έτσι ώστε να βρεθούν αυτές στην πρώτη γραμμή πυρός, με τις κατοχικές δυνάμεις να παίζουν υποστηρικτικό ρόλο μειώνοντας τον αριθμό τους. Διαφωνούν, και λογικό είναι να το πράττουν και για αντιπολιτευτικούς ψηφοθηρικούς λόγους, με τον τρόπο που το σχέδιο αυτό υλοποιήθηκε και υλοποιείται.

Αναζητώντας διεξόδους

Σε κάτι, πάντως, που οι Δημοκρατικοί έχουν δίκιο, σε επίπεδο διατύπωσης, είναι ότι ο Λευκός Οίκος απλώς «κερδίζει χρόνο». Είναι ξεκάθαρο ότι η κατάσταση στο Ιράκ, τεσσεράμισι χρόνια μετά την εισβολή, κάθε άλλο παρά έχει διαμορφωθεί έτσι όπως τα συμφέροντα που την υπαγόρευσαν και την επέβαλαν, επιδίωκαν. Παρά τον μεγάλο αριθμό τους, και παρά το γεγονός ότι υποστηρίζονται από περισσότερους από 180.000 μισθοφόρους ιδιωτικών εταιρειών, οι κατοχικές δυνάμεις δεν ελέγχουν τη χώρα. Και κυρίως, δεν έχουν διασφαλίσει την απρόσκοπτη εξόρυξη και διάθεση του ενεργειακού της πλούτου.

Παράλληλα, έχοντας καλλιεργήσει με τις επιλογές και τις ισοπεδωτικές τους επιχειρήσεις την ενδο-ιρακινή αντιπαράθεση, οι κατοχικές δυνάμεις βρίσκονται να προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις θύελλες που η ίδια η παρουσία τους απελευθέρωσε. Αντιλαμβανόμενες ότι η, άνευ όρων, σύμπραξή τους με μεγάλη μερίδα των σιιτών και τους Κούρδους (κυβέρνηση Μάλικι και Πρόεδρος Ταλαμπανί, αντιστοίχως) δεν απέφερε τα αναμενόμενα, αλλά, αντίθετα, ενέτεινε τον εσωτερικό διχασμό, στρέφονται, πλέον, τους τελευταίους μήνες προς τους σουνίτες και τους διαφωνούντες σιίτες.

Η στροφή αυτή έχει προκαλέσει δυσαρέσκεια στους ντόπιους εταίρους των κατοχικών. Κατά πολλούς, η ολοένα και μεγαλύτερη καθυστέρηση στην πραγματοποίηση του οποιουδήποτε πολιτικού βήματος για το οποίο πιέζει η Ουάσιγκτον με στόχο την επίτευξη σχετικής ηρεμίας για να λειτουργήσει επιτέλους η κυβέρνηση των συνεργατών της, δεν οφείλεται μόνο σε αδυναμία της κυβέρνησης Μάλικι και των ιρακινών δυνάμεων, αλλά σε απροθυμία να χάσουν την προνομιακή θέση που αποκόμισαν αποδεχόμενοι το ρόλο του κατοχικού συνεργάτη εξαρχής.

Από την άλλη πλευρά, τα «ανοίγματα» της Ουάσιγκτον προς τους σουνίτες αποφέρουν κάποια αποτελέσματα, αλλά αυτά δεν είναι ούτε μη αναστρέψιμα ούτε άνευ κόστους. Ισως, η χαρακτηριστικότερη περίπτωση να είναι αυτή της επαρχίας Ανμπάρ και του Σεΐκ Αμπντούλ Σατάρ Αμπού Ρίσα, του ανθρώπου που δολοφονήθηκε λίγες ώρες πριν το διάγγελμα Μπους. Ο Ρίσα, ένα χρόνο νωρίτερα, είχε αυτοπροταθεί ως σύμμαχος των κατοχικών δυνάμεων στις «δύσκολες» σουνιτικές επαρχίες με έδρα το Ανμπάρ, όπου ας μην ξεχνά κανείς ότι βρίσκονται το Ραμάντι και η Φαλούτζα, δύο πόλεις - σύμβολα σθεναρής αντίστασης στους κατοχικούς.

Το «παράδειγμα» της επαρχίας Ανμπάρ

Ο Ρίσα, προερχόμενος από τη σχετικά μικρή φυλή Ντουλάιμι, κατάφερε να ενώσει υπό την ηγεσία του 25 σουνιτικές φυλές που κυριαρχούν στην περιοχή με διακηρυγμένο στόχο την εκδίωξη κάθε εξτρεμιστικού ισλαμιστικού στοιχείου που πρόσκειται στην «αλ Κάιντα». Ο στόχος αυτός βρήκε σύμφωνη και την πλειοψηφία της σουνιτικής κοινής γνώμης, αλλά και αρκετές σουνιτικές αντιστασιακές οργανώσεις, που επανειλημμένως κατηγόρησαν την «αλ Κάιντα» για δυσφήμιση της αντίστασης και προβοκάτσιες, μέσα από τις επιθέσεις της κατά πολιτών. Η κινητοποίηση του «Συμβουλίου Σωτηρίας της επαρχίας Ανμπάρ» έφερε όντως την ηρεμία στις επαρχίες, όσον αφορά τη δράση των ισλαμιστών εξτρεμιστών, καθώς οι ίδιοι οι σουνίτες πολίτες έλεγξαν τον τόπο τους.

Η δράση αυτή ήταν σανίδα σωτηρίας για τις κατοχικές δυνάμεις, που επί σχεδόν τρία χρόνια ισοπέδωναν την περιοχή προκαλώντας ατελείωτη αιματοχυσία, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Αν και πλέον ακούγεται ιδιαίτερα ειρωνικό, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι ένα μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματολογίας του Πετρέους, πριν λίγα 24ωρα στο Κογκρέσο, για την προοπτική επίτευξης προόδου, βασίστηκε στο «παράδειγμα της επαρχίας Ανμπάρ και της σύμπραξης με τον Ρίσα»! Η αμέριστη συνεργασία του Ρίσα με τους κατοχικούς στοίχισε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στην Ουάσιγκτον, εκτός του κόστους εξοπλισμού των σουνιτών. Τουλάχιστον 70 εκατομμύρια άμεση βοήθεια, άλλα 50 εκατομμύρια αποζημιώσεις και 6.000 θέσεις εργασίας στο Ανμπάρ ήταν η τελευταία «δόση» που ανακοίνωσε ο ίδιος ο Μπους, από το Ιράκ, πριν δύο βδομάδες, σε συνάντηση με τον Ρίσα.

Οι επιλογές, όμως, του αναδυόμενου «σουνίτη ηγέτη» δεν έβρισκαν, απαραίτητα, σύμφωνους και τους υπόλοιπους φυλάρχους του Συμβουλίου ή ακόμη και μέλη της δικής του φυλής, καθώς πολλοί τάσσονται ενάντια στην «αλ Κάιντα», αλλά και ενάντια στην κατοχή. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, μέλη του Συμβουλίου δήλωναν σιβυλλικά ότι «όσους συνεργάστηκαν με τους Αγγλους, στην περίοδο της αποικιοκρατίας, ακόμη και σήμερα τους λέμε προδότες. Δεν ισχύει κάτι διαφορετικό για όσους συνεργάζονται με τους Αμερικανούς». Κατά πολλούς, το μήνυμα αυτό έγινε πράξη με τη δολοφονία του, που πολλοί αποδίδουν στο στενό του κύκλο και όχι στην «αλ Κάιντα» ή σε οργισμένους σιίτες, αφού ο Ρίσα σκοτώθηκε σχεδόν μέσα στο τεράστιο φρούριό του στο Ανμπάρ, ενώ τα μέτρα της προσωπικής του ασφάλειας ήταν ανάλογα με του Αμερικανού πρέσβη στη Βαγδάτη.

Δίκοπο μαχαίρι

Η δολοφονία Ρίσα δεν αποτελεί μόνο σοβαρότατο πλήγμα στις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να απεμπλακεί από την αποκλειστική συνεργασία με σιίτες και Κούρδους και να προωθήσει στην πρώτη γραμμή πυρός τους ίδιους τους Ιρακινούς, από όπου και αν προέρχονται, έτσι ώστε να διασφαλίσει το μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο της χώρας με το λιγότερο δυνατό κόστος σε ζωές Αμερικανών και χρήματα από το δικό της προϋπολογισμό. Αποτελεί, όπως επισήμαινε εύστοχα ο Τζέιμς Ντόμπινς, διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, «προειδοποίηση για το τι ακολουθεί».

Κατά τον Ντόμπινς, ο οποίος διατέλεσε ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ σε Κόσσοβο, Βοσνία, Αϊτή, Σομαλία και Αφγανιστάν με εξειδίκευση στις «καταστάσεις εμφυλίου», η Ουάσιγκτον βρίσκεται σε μια μάλλον δύσκολη θέση. Να τι σημειώνει αυτό το στέλεχος των γνωστών «δεξαμενών σκέψης», που, ως γνωστόν, αυτά τα «ινστιτούτα» χρηματοδοτούνται από διάφορες πλευρές: «Εχουμε μοιράσει πολλά όπλα και χρήματα σε πολλές και πολύ διαφορετικές ομάδες, σουνίτες, σιίτες, Κούρδους, ανάλογα με τον ποιον κρίναμε, ανά περίοδο, ως κατάλληλο συνομιλητή. Επιπλέον, στη χώρα δρουν περισσότεροι από 180.000 μισθοφόροι, επίσης, άρτια εξοπλισμένοι, που εκτελούν εντολές αυτών που τους πληρώνουν. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 70% των Ιρακινών κρίνει ότι επιδεινώθηκε η κατάσταση από την έναρξη της ενίσχυσης των κατοχικών δυνάμεων και πλέον του 54% (σιίτες, σουνίτες, Κούρδοι) επιθυμεί άμεση αποχώρηση. Ποιος διασφαλίζει ότι τα όπλα ή τα χρήματα που δώσαμε δε θα χρησιμοποιηθούν σε έναν αιματηρότερο εμφύλιο, όπου εμείς θα βρεθούμε στη μέση, ή δε θα στραφούν εναντίον μας όταν εξουδετερωθεί η "αλ Κάιντα" που κανείς δε μοιάζει να θέλει στο Ιράκ, και γεφυρωθούν οι μεταξύ τους διαφορές;».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ