Σάββατο 7 Απρίλη 2007 - Κυριακή 8 Απρίλη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΣΤΑ ΨΗΛΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ

(για τον οβελία της Λαμπρής)

ΜΕ τον οβελία τα τελετουργικά και όλα τ' άλλα τα προκαταρκτικά, τα μυστικά της τεχνικής για ένα σωστό ψήσιμο, λίγες οι εμπειρίες μας. Το τραπέζι της Λαμπρής ως τον τελευταίο πόλεμο αγνοούσε τον οβελία. Κι είχε για βασικό του πιάτο το βραστό βοδινό κρέας με την απαραίτητη σούπα, τη μανέστρα. Συνήθεια λαμπριάτικη τότε, ήταν το πρωινό στους επισκέπτες να προσφέρεται ζωμός σε βενετσιάνικα μεγάλα φλιτζάνια.

ΣΙΓΑ σιγά όμως, ο οβελίας μπήκε και στα νησιά μας. Είχαμε άλλωστε πολλές ανταλλαγές με τους γειτόνους μας, τους Ρουμελιώτες. Τυροκόμοι έμπειροι (από την Πύλαρο) δούλευαν στα τυροκομεία της Στερεάς και τροφοδοτούσαν την αγορά με καλά τυριά.

ΑΚΟΥΡΑΣΤΟΣ και σοφός μελετητής του λαϊκού πολιτισμού της Ρούμελης ο Δ. Λουκόπουλος δε σταματούσε να μας παροτρύνει να πάρουμε τις στράτες και να γνωρίσουμε τον κόσμο της, αυτά, που ο ίδιος είχε καταγράψει σε διαδρομές αμέτρητες.

ΠΙΟ πρακτικός ένας άλλος επίσης Ρουμελιώτης συγγραφέας, ο Τάκης Λάππας, μας άνοιξε του Παρνασσού τη μαγεία, που μεγαλόπρεπα κι επιβλητικά ξεκόβει κατά το νοτιά, απότομος και βραχοσπαρμένος. Ετσι η πρόσκληση για τον Παρνασσό μας έφερνε φυσικά στην Αράχοβα και μάλιστα το ρεπορτάζ εκείνο θα 'χε τη φωτογραφική στήριξη ενός έμπειρου φωτογράφου, του Σπύρου Μελετζή, που ενώ είχε τόσο μεγάλες γνωριμίες ο φακός του με την ελληνική ύπαιθρο, ο Παρνασσός τού ήταν άγνωστος κι απάτητος.

ΒΙΑΣΤΙΚΗ κι ανυπόμονη εκείνη η άνοιξη κι η Λαμπρή κι αυτή ακράτητη, μας βρήκε να ανηφορίζουμε πάνω σε γκρεμνούς αναζητώντας την Αράχοβα. Αξαφνα σε μια στροφή του δρόμου πρόβαλε η άσπρη πολιτεία του Παρνασσού με το ξεροβόρι δυνατό να μας μαζεύει ολόγυρα στο τζάκι του σπιτιού, που στις φλόγες του έφτανε απ' έξω ο θόρυβος του νερού που κατρακυλούσε στην κεντρική βρύση πάνω στο κεντρικό δρόμο.

ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ της Λαμπρής από τα χαράματα κιόλας το χωριό το σκέπαζε πυκνός καπνός. Σχεδόν σ' όλα τα σπίτια αναμμένες οι φωτιές ήταν έτοιμες. Κι ο οβελίας άρχιζε στρωτά και με υπομονή το ψήσιμο. Δεν μπορεί ο καθένας, χωρίς να 'χει εμπειρίες να δοκιμάζει το ψήσιμο του αρνιού.

ΜΠΡΟΣΤΑ μας ένας Αραχοβίτης γεροβοσκός στριφογύριζε ελαφριά σε μια φωτιά καμωμένη από θαυμάσια ξερόκλαδα τ' αρνί, που ο ίδιος είχε προετοιμάσει σαν τα «κλέφτικα σφαχτά».

ΟΤΑΝ το σφάξανε, το ξεσπλαχνίσανε κι ύστερα τ' αλείψανε μέσα κι έξω με πάχος κι αλάτι. Ράψανε έπειτα την κοιλιά του με τέσσερες βελονιές. Τα εντόσθια καλοκαθαρισμένα αλειμμένα με μυρωδικά και κομμένα σε στρογγυλά κομμάτια ψήνονται δίπλα στη μεγάλη φωτιά.

ΑΠΟ τα σπιτικά που διαβαίνουμε καλέσματα ανοιχτά, χαμογελαστά για να τσουγκρίσεις μαζί τους το ποτήρι με το δικό τους κρασί, το αραχοβίτικο. Δε σε ρωτάν ποιος είσαι, σηκώνουν το ποτήρι, προσφέρουν το μεζέ τους κι εύχονται...

ΑΥΤΟ, που ζήσαμε τότε το πρωινό της Λαμπρής, στης Αράχοβας τα δρομάκια με τους οβελίες και τα κεράσματα θα το ξαναζήσουμε μοναδικά στα Σφακιά, όταν, σε μια δημοσιογραφική αποστολή αποκλεισμένοι για μέρες στο φαράγγι της Σαμαριάς, φτάσαμε θαλασσοδαρμένοι στα Σφακιά. Δεν είχαμε προλάβει να καθίσουμε στο ζεστό καφενεδάκι και τα κεράσματα με τσικουδιά έφταναν το 'να πίσω από τ' άλλο. Σήκωναν το ποτήρι τους από το τραπέζι τους, σε καλωσόριζαν.. Κι ακολουθούσε ο άλλος...

ΑΠΟ την Αράχοβα τη γιορτινή αυτή της Λαμπρής ώρα στους συντρόφους και φίλους να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας με το κοκκινέλι της. Με το μεζέ του οβελία της. Με τη φέτα, λοιπόν, του Παρνασσού και τη φορμαέλα της, σαγανάκι ταιριαστό. Ευχές πολλές με του έλατου την ανάσα.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ