Την παραπέρα εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου προωθεί η κυβέρνηση, όπως επιβεβαίωσε σε χτεσινή συνέντευξη ο υπουργός Πολιτισμού
Το «μάντρωμα» των δημιουργών στην αντιδραστική πολιτική της για τον πολιτισμό και της χρησιμοποίησής τους ως άλλοθι για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής επιδιώκει η κυβέρνηση μέσω του Γ' Κινηματογραφικού Συνεδρίου που διοργανώνουν 19 φορείς, υπό την αιγίδα του ΥΠΠΟ, στις 11 και 12 Μάη. Στον αντίποδα βρίσκονται τα αγωνιστικά σωματεία του χώρου που θα παλέψουν, ώστε να μετατραπεί το συνέδριο σε ένα βήμα κοινής αγωνιστικής συσπείρωσης για έναν κινηματογράφο στην υπηρεσία του λαού, σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, διεκδικώντας υποδομές και κονδύλια αποκλειστικά από το κράτος.
Οι πρώτες «αναγνωριστικές βολές» μεταξύ των δύο αυτών διαφορετικών αντιλήψεων και σκοπών δόθηκαν στη χτεσινή συνέντευξη του υπουργού Πολιτισμού, Γ. Βουλγαράκη, για το θέμα και αναμένεται να κορυφωθούν στο συνέδριο. Για τον υπουργό, το συνέδριο είναι μια «ευκαιρία για να αναμορφωθεί με ευρεία συναίνεση το θεσμικό πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου, να καθοριστούν οι προτεραιότητες και να οργανωθεί αποτελεσματικότερα η κινηματογραφική πολιτική». Θέλει να «πείσει», δηλαδή, η κυβέρνηση ότι θα λάβει «υπόψη» της και μάλιστα θα «νομοθετήσει» τα συμπεράσματα του συνεδρίου, λες και δεν έχει σαφή και δημοσιοποιημένη θέση για τον κινηματογράφο, τον οποίο αντιμετωπίζει ως αποκλειστικά εμπορικό προϊόν και ως πεδίο κερδοφορίας των μονοπωλίων του οπτικοακουστικού.
Η απάντηση ήρθε από τον εκπρόσωπο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Κ. Μαλκότση, ο οποίος τόνισε ότι η κυβέρνηση και ο υπουργός δεν είναι αφελείς, ώστε να κάνουν νόμο «τα δικά μας συμπεράσματα» και θύμισε το νόμο για τον κινηματογράφο που επιχείρησε να «περάσει» η κυβέρνηση πριν περίπου δύο χρόνια, συναντώντας την καθολική αντίδραση των φορέων. Πρόσθεσε ότι ο κινηματογράφος είναι κοινωνικό αγαθό, κτήμα του λαού και ότι σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να γίνουν οι βελτιώσεις του υπάρχοντος νόμου.
Αποδεικνύοντας τη συνέχεια - ανεξαρτήτως υπουργών - της αντιδραστικής κυβερνητικής πολιτικής για τον κινηματογράφο, ο υπουργός επανέλαβε τα περί «εκμετάλλευσης» του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας από ξένους παραγωγούς, «επιχείρημα», η επικινδυνότητα του οποίου έχει ήδη καταστεί ολοφάνερη στην άλωση και εγκατάλειψη αμέσως μετά των κινηματογραφικών υποδομών των πρώην σοσιαλιστικών χωρών από το κεφάλαιο. Σε αυτό απάντησε ο σκηνοθέτης, Ν. Κούνδουρος, ο οποίος είπε ότι τη 10ετία του '60 οι κυβερνήσεις επένδυσαν σε ανάλογη πολιτική, γυρίστηκαν ελάχιστες ξένες ταινίες στην Ελλάδα και μετά οι παραγωγοί «εξαφανίστηκαν». Κατήγγειλε, επίσης, το ΥΠΠΟ για τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση και εγκατάλειψη της Ταινιοθήκης της Ελλάδος (σ.σ. ο σκηνοθέτης είναι πρόεδρός της) υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για «ταπείνωση» του ιστορικού αυτού αρχείου. Κατέληξε πως το κράτος οφείλει να δώσει χρήματα για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Παρ' όλ' αυτά, ο υπουργός θεωρεί «στόχο» της κυβέρνησης «να αξιοποιηθεί η ελληνική κινηματογραφική τέχνη ως αιχμή του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και της προβολής της χώρας μας στο εξωτερικό», «εμμονή» η οποία υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο την κυβερνητική επιλογή για εμπορευματική χρήση του κινηματογραφικού «προϊόντος» μέσω της σύνδεσής του με το τουριστικό κεφάλαιο.
Ο πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου και της Εταιρείας Ελλήνων σκηνοθετών, Χ. Παπαδόπουλος, χαρακτήρισε τον υπουργό «σύμμαχο» της κινηματογραφικής κοινότητας στη διοργάνωση του συνεδρίου. Μόνο μετά από δημοσιογραφική ερώτηση επαναβεβαίωσε την αντίθεση των σκηνοθετών στην υπαγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου στις ΔΕΚΟ... προσπαθώντας να εμφανίσει και τον υπουργό να συμφωνεί με αυτή τη θέση(!) κάτι που όμως δεν προκύπτει ούτε από τη χτεσινή τοποθέτηση του τελευταίου.