Με τις καταθέσεις δύο μελών του πληρώματος του σαπιοκάραβου «ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ», που βυθίστηκε στις 26 Σεπτέμβρη 2000 στη θάλασσα της Πάρου, παίρνοντας μαζί του στον υγρό τάφο 80 ανθρώπους συνεχίστηκε χτες η δίκη από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά.
Οπως σημείωσε ο ναύτης Ν. Βούρλος, ο οποίος λίγο πριν την πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες Πόρτες είχε φύγει από τη γέφυρα: «Το πλοίο ταξίδευε πάντα με τις υδατοστεγείς πόρτες ανοιχτές». Αναφερόμενος μάλιστα στο φωτισμό του πλοίου, μετά την πρόσκρουση είπε: «Η ηλεκτρομηχανή ανάγκης δούλευε κανονικά και στο πλοίο υπήρχε φωτισμός... μέχρι και η γιρλάντα ήταν αναμμένη!» Να σημειωθεί ότι όλοι οι ναυαγοί που έχουν καταθέσει μέχρι σήμερα στη δίκη έχουν αναφέρει ότι μετά την πρόσκρουση προκλήθηκε μπλακ άουτ και υπήρχαν μόνο τα φώτα μπαταρίας.
Στο πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου, όπου υπήρχε μία παρατήρηση η Νο 11, η οποία όμως ήταν σβησμένη, αναφέρθηκε ο Ελ. Βλάχος, συνταξιούχος λιμενικός σήμερα, ο οποίος την περίοδο του ναυαγίου εργαζόταν στο Τμήμα Ναυτολόγησης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Ο Ε. Βλάχος όταν ρωτήθηκε από τους δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής για το γεγονός ότι η παρατήρηση ήταν σβησμένη απάντησε: «Δε γνωρίζω ποιος την έσβησε ούτε και ποιος έδωσε άδεια απόπλου στο πλοίο!».
Να σημειωθεί ότι η παρατήρηση αυτή υπήρχε στο πιστοποιητικό ασφαλείας από τις 18/7/2000 και ζητούσε από την εταιρεία να υποβάλει διορθωμένα σχέδια γενικής διάταξης και μελέτες αριθμού επιβατών. Πράγμα που δεν είχε γίνει ούτε μέχρι τη μέρα του ναυαγίου. Να σημειωθεί ότι για το θέμα της παρατήρησης και του παράνομου απόπλου του πλοίου στις 18/7/2000 δικάστηκαν πέρσι και αθωώθηκαν σε μια δίκη - παρωδία οι ανώτεροι αξιωματικοί του λιμενικού.