Ενα, ακόμα, βαθιά ανθρωπιστικό έργο, το «Χορεύοντας με τη σιωπή» του Αλεσάντρο Κασόνα, με μια πολύ ενδιαφέρουσα, καλαίσθητα ευρηματική, πολύ ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και με συνολικά καλές ερμηνείες, μπορούν να χαρούν οι φίλοι του καλού θεάτρου. Συμπατριώτης και συγκαιρινός του Λόρκα, γέννημα-θρέμμα λαϊκό, άνθρωπος προοδευτικός, δάσκαλος των φτωχών παιδιών του λαού, ο Κασόνα πλέκει με αυτό το έργο του ένα ποιητικής διάθεσης, πολύ δυνατό ανθρώπινο δράμα. Ενα έργο μεγάλης κατανόησης και συμπόνιας για κάθε ιδιαίτερα, αθέλητα, αθεράπευτα, αβοήθητη, νοσούσα, και εύθραυστη ανθρώπινη ύπαρξη και αγανάκτησης για κάθε απάνθρωπη, ρατσιστική και εκμεταλλευτική αντιμετώπιση του ανήμπορου πάσχοντος από τους όποιους «υγιείς». Συγγενείς, ξένους, την κοινωνία. Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα του δράματος. Μια ορφανεμένη από τους γονείς της, καλόψυχη, αγνή, τρυφερή γεροντοκόρη, η οποία αν και εγκαταλειμμένη επί δεκαετίες από τον ξενιτεμένο αρραβωνιαστικό της, ζει, ουσιαστικά παριστάνει ότι ζει για να μην απελπιστεί θανάσιμα - με την ψευδαίσθηση ότι εκείνος εξακολουθεί να την αγαπά και θα επιστρέψει να την παντρευτεί και της οποίας το βάσανο χλευάζουν οι «υγιείς» οικείοι της. Ο άντρας της πεθαμένης αδελφής της και η υπηρέτρια-ερωμένη του, και έπειτα σύζυγός του, θεωρώντας τη «σαλεμένη», ζουν σε βάρος της, σκευωρώντας αρπάζουν τα χρήματα και χρυσαφικά της και την κλείνουν σε ψυχιατρείο, αδιαφορώντας ακόμη και για το αν η πράξη τους αυτή κοστίσει τη ζωή και του αυτιστικού μοναχογιού του άντρα από τον πρώτο του γάμο. Αυτό το αυτιστικό παιδί είναι το δεύτερο πάσχον πρόσωπο του έργου. Ενα πλάσμα, ορφανεμένο πολύ μικρό από τη μάνα του, που ζει χάρη στην αγάπη και την τρυφερότητα της ψυχικά πληγωμένης, εκπληκτικά μητρικής, γεροντοκόρης θείας του. Το άμοιρο παιδί μόνο με εκείνην νιώθει ασφάλεια, ηρεμία, αγάπη, χαρά. Μόνο εκείνη μπορεί να το νιώσει, να το αγαπά όπως είναι, να το μάθει το καλό ώστε να αντιδράσει στο κακό προφέροντας και τις πρώτες του λέξεις. Το «ναι» του στο καλό και το «όχι» του στο κακό. Ενα «όχι» νίκης κατά της αρρώστιας του, έστω κι αν του κόστισε τη ζωή. Το έργο σε μετάφραση Ιουλίας Ιατρίδη, με ευρηματικό σκηνικό και καλαίσθητα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, σκιώδεις φωτισμούς της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, αισθαντική μουσική του Πάνου Δορμπαράκη, διασκευασμένο από τον Νίκο Καραγεώργο, ευτύχησε με την ευφάνταστη, αλλά και με μέτρο, «ποιητικά» ευαίσθητη σκηνοθεσία του ίδιου. Σκηνοθεσία που ευδοκίμησε υποκριτικά, βασιζόμενη κυρίως στο ευέλικτο υποκριτικό εύρος και στη μεγάλη πείρα της Μίρκας Παπακωνσταντίνου, στο μέτρο, στην ερμηνευτική λιτότητα αλλά και αισθαντικότητα του Κώστα Αρζόγλου, αλλά και στην εκφραστικότητα του ελπιδοφόρου νέου ηθοποιού Προμηθέα Αλειφερόπουλου (στο ρόλο του αυτιστικού παιδιού). Αξιόλογοι ερμηνευτικά είναι και οι Χρήστος Βασιλόπουλος, Αννα Μονογιού, Σταυριάνα Πανδή.