Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να φέρει το θέμα του Προέδρου στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό, ο πρωθυπουργός έχει εκδηλώσει την πρόθεση να αρχίσει κύκλο συζητήσεων με τους πολιτικούς αρχηγούς, όπου μεταξύ των άλλων θα θέσει και αυτό το ζήτημα. Είναι ευνόητο γιατί αυτές οι πιέσεις ασκούνται κυρίως προς την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και του ΣΥΝ, των κομμάτων, δηλαδή, που συμμερίζονται - στον ένα ή άλλο βαθμό - τις κυβερνητικές ανησυχίες για την πορεία προς την Οικονομική και Νομισματική Ενωση.
Θα είναι πολύ βολικό, αλήθεια, για την κυβέρνηση η συζήτηση να γίνεται για το ποιος ευθύνεται για την προκήρυξη των εκλογών το Μάρτη και όχι για το ποια πολιτική κρίνεται. Στήνεται, λοιπόν, ένα σκηνικό αποπροσανατολισμού, τεχνητών και εκβιαστικών διλημμάτων, με στόχο να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες της κυβέρνησης και να βγει αλώβητη η πολιτική της.
Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν, βέβαια, ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση κρίνεται η πολιτική της χωρίς τέλος μονόπλευρης λιτότητας, της κατεδάφισης του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, της κατάργησης των θεμελιακών εργασιακών δικαιωμάτων, των ταξικών φραγμών στη μόρφωση, της Ευρώπης των πολυεθνικών και των τραπεζιτών, της συνενοχής στο έγκλημα κατά της Γιουγκοσλαβίας, της αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων, του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ. Αυτή, ακριβώς, η πολιτική που καταδίκασαν με την ψήφο τους και στις εκλογές του περασμένου Ιούνη.
Εχοντας υπόψη, ότι η μοναδική εγγύηση για μια τέτοια εξέλιξη είναι η μεγαλύτερη ενίσχυση της πολιτικής επιρροής και εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ, του μόνου κόμματος που αντιστρατεύεται την ισοπεδωτική πολιτική του μονόδρομου και χτίζει καθημερινά τις προϋποθέσεις ενός Μετώπου, ικανού να ηγηθεί μιας πραγματικά άλλης πορείας, για το λαό και τη χώρα.