Θεσσαλονίκη. Κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός. Κάθε πέντε λεπτά το βραχνό μεγάφωνο αναγγέλλει την άφιξη ή την αναχώρηση κάποιας αμαξοστοιχίας.- Η ταχεία αμαξοστοιχία Αθηνών - Αλεξανδρουπόλεως αφίκνειται εις την πέμπτην γραμμή
και πιο ύστερα
- Προσοχή προσοχή, η ταχεία αμαξοστοιχία Θεσσαλονίκης - Μονάχου αναχωρεί εντός πέντε λεπτών από την έκτην γραμμή.
Και τότε είναι που αρχίζει η ώρα των ανθρώπων. Οι ταξιδιώτες που έρχονται, οι άλλοι που αναχωρούν. Αυτοί που αποχαιρετούν και εκείνοι που περιμένουν. Και όλοι μαζί είναι που δίνουν την ατμόσφαιρα των σιδηροδρομικών σταθμών. Λίγο πιο πέρα από τη θλίψη και κάτι παραπάνω από τη χαρά. Η ατμόσφαιρα μιας ζωής που φέρνει βόλτα σε δρόμους και σε πλατείες, μέσα σε ταχυδρομικούς σάκους και σε καλώδια τηλεφωνικά, κάτω από συριγμούς "κινητών" και ρυθμικούς χτύπους ασυρμάτων. Η ατμόσφαιρα μιας ζωής, που κινείται, που αναζητάει ανατροπές. Μιας ζωής, που τρομοκρατεί και τρομοκρατείται. Μιας ζωής, που συνουσιάζεται με την ελευθερία και γεννάει οράματα. Κι όμως ένα πρωί, δε θυμούμαι αν ήτανε μεσημέρι, το βραχνό μεγάφωνο του σταθμού δεν ανάγγειλε την άφιξη της "ταχείας αμαξοστοιχίας Αθηνών -Αλεξανδρουπόλεως". Ούτε μας είπε σε ποια γραμμή θα έμπαινε το τρένο με τα σφραγισμένα βαγόνια και τα δυσανάγνωστα ταξιδιωτικά έγγραφα. Και οι άνθρωποι του σταθμού ούτε σηκώθηκαν για να αποχαιρετήσουν ούτε να προϋπαντήσουν κανέναν. Εμειναν εκεί με μισοσβησμένα τσιγάρα ανάμεσα στα χείλια, μπροστά σε μισοπιωμένους "φραπέδες" και με τα μάτια στυλωμένα στα εξώφυλλα με τους αναπεπταμένους μηρούς και τα προεξέχοντα στήθια. Συντάγματα, απαστράπτοντα του ζόφου της νεοελληνικής κοινωνίας, όπου τα οράματα που έχουν πέραση είναι τρία: Ο τζόγος, η φτηνή σάρκα και η ΟΝΕ.
Κι όμως, το τρένο που μπήκε εκείνο το πρωί, χωρίς να το αναγγείλει το βραχνό μεγάφωνο του σταθμού, ήτανε γεμάτο με όπλα. Τα έστελνε η Αγγλία από τη Γερμανία "μέσω Βουλγαρίας", είπε η λακωνική είδηση των Μέσων. Με προορισμό το Κόσσοβο και με σκοπό τη "διαφύλαξη" της ειρήνης. Και δεν "άνοιξε" μύτη. Κανένας δεν έβρισε τη μάνα του πουλημένου διαιτητή. Ούτε πουκάμισο δε σκίστηκε. Οι εκκλησίες λειτουργούσαν κανονικά. Οι 10 άτοκες δόσεις καλά κρατούσαν, οι πανεπιστημιακές αίθουσες ανοιχτές, όπως πάντα, με τους καθηγητές να ατενίζουν αισιόδοξα το μέλλον της επιστήμης και τους φοιτητές να ερωτεύονται ατίθασες γκόμενες, κάτω από τις ανθισμένες αμυγδαλιές. Και οι μαθητές με τα σκουλαρίκια κρεμασμένα στα ατίθασα αυτιά τους; Ο μεγάλος επαναστάτης του άμβωνα, κύριος Χριστόδουλος; Οι προδομένοι άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης; Οι "εθνικόφρονες" γενικώς, σπεκουλαδόροι της ανοργάνωτης εθνικής φλυαρίας πού ήτανε εκείνο το πρωί; Και το άλλο πρωί και το πιο άλλο; Γιατί δεν μπήξανε κι αυτοί τις φωνές τους μαζί με το ΚΚΕ; Γιατί δεν ήρθανε για να ανεβούμε όλοι μαζί στην πέμπτη ή στην έκτη γραμμή, όπου σε λίγο επρόκειτο να αφιχθεί η "αμαξοστοιχία του πολέμου";
Τελικά, πού είναι, ρε σύντροφε, όλοι αυτοί οι φαφλατάδες, που μας γεμίζουν, όποια ώρα και να 'ναι, πότε τα μάτια μας και πότε τα μίζερα πιάτα μας με τις σάρκες των αιματοκυλισμένων εορταστικών εξόδων; Ολοι αυτοί, που δεν αφήνουν στεναγμό για στεναγμό, κλότσο για κλότσο, πήδημα για πήδημα, τζούρα για τζούρα, που να μη μας την περιγράψουν, γιατί στόμωσαν ξαφνικά; Ούτε ένα στρογγυλό τραπέζι. Ούτε μια του κώλου ανάλυση. Χάθηκαν και οι ειδικοί του Παντείου, οι ονειροκρίτες του ΑΠΘ. Εξαφανίστηκαν και οι στρατευμένοι ντεμέκ καλλιτέχνες, και μαζί μ' αυτούς οι οικολόγοι, οι χορτοφάγοι, οι αντιρρησίες συνείδησης και ο επί του Τύπου υπεύθυνος της Ιεράς Μητροπόλεως Αθηνών! Ολοι χαμένοι ή απλώς μπουκωμένοι! Ετσι, το τρένο του πολέμου εισήλθε ανενόχλητα εις την έκτη ή την πέμπτη γραμμή. Και όπου να 'ναι το εμπόρευμά του, φορτωμένο στις πλάτες του στερημένου ελληνικού λαού, θα ανηφορίσει για τα γήπεδα του πολέμου, εκεί όπου τα πτώματα είναι δωρεάν. Εκεί όπου ο αδελφός σκοτώνει αδελφό, γιατί αλλιώς πώς θα ήτανε πόλεμος, όπως θα έλεγε και ο Κουστουρίτσα!
Θα μείνουμε, λοιπόν, και πάλι μόνοι να χτυπάμε με τα πονεμένα μας χέρια τα κουδούνια του κινδύνου και να δείχνουμε με τεντωμένο το κόκκινο δάχτυλό μας προς τα κει, όπου το ΝΑΤΟ, όμοιο με μυθικός καλικάντζαρος, κατατρώει τις ρίζες της ζωής μας και ρουφώντας σιγά σιγά το αίμα των φοβισμένων λαών φουσκώνει και απολιθώνεται, όπως οι βδέλλες, όπως ένας αδηφάγος φαλλός του πολέμου εν στύσει; Αφήστε, λοιπόν, τους μισοπιωμένους φραπέδες σας και ελάτε μαζί μας. Να σταματήσουμε τα τρένα του πολέμου. Να καλμάρουμε τη ΝΑΤΟική στύση γιατί δε θα μας βγει σε καλό!
Πού είναι, ρε σύντροφε, όλοι αυτοί οι φαφλατάδες, που μας γεμίζουν, όποια ώρα και να 'ναι, πότε τα μάτια μας και πότε τα μίζερα πιάτα μας με τις σάρκες των αιματοκυλισμένων εορταστικών εξόδων; Ολοι αυτοί, που δεν αφήνουν στεναγμό για στεναγμό, κλότσο για κλότσο, πήδημα για πήδημα, τζούρα για τζούρα, που να μη μας την περιγράψουν, γιατί στόμωσαν ξαφνικά; Ούτε ένα στρογγυλό τραπέζι. Ούτε μια του κώλου ανάλυση. Χάθηκαν και οι ειδικοί του Παντείου, οι ονειροκρίτες του ΑΠΘ. Εξαφανίστηκαν και οι στρατευμένοι ντεμέκ καλλιτέχνες, και μαζί μ' αυτούς οι οικολόγοι, οι χορτοφάγοι, οι αντιρρησίες συνείδησης και ο επί του Τύπου υπεύθυνος της Ιεράς Μητροπόλεως Αθηνών! Ολοι χαμένοι ή απλώς μπουκωμένοι! Ετσι, το τρένο του πολέμου εισήλθε ανενόχλητα εις την έκτη ή την πέμπτη γραμμή