Θέατρο "Σμαρούλα"
Bob Foss & Fred Ebb "Chicago".
Σκηνοθεσία - Χορογραφία: Gillian Gregory
Σκηνικά - Κοστούμια: Terry Parsons.
Μουσική: John Kander.
Μουσική διδασκαλία - Διεύθυνση ορχήστρας: Γιώργος Θεοδοσιάδης.
Φωτισμοί: Nick Richings.
Το μιούζικαλ καταλαμβάνει τελευταία όλο και περισσότερο χώρο στις αθηναϊκές σκηνές. Οφείλουμε δε να ομολογήσουμε ότι η εν γένει παρουσίασή του βελτιώνεται, αν κρίνουμε μάλιστα από τη φετινή μεταφορά του κλασικού "Chicago" στο θέατρο "Σμαρούλα". Φυσικά, λείπουν ακόμα οι κατάλληλες για το είδος φωνές, εφόσον οι ελληνικές δραματικές σχολές δεν προετοιμάζουν τους εκπαιδευόμενους ηθοποιούς για παραστάσεις μιούζικαλ. Στο "Chigago" των B. Foss & F. Ebb, για παράδειγμα, ο μόνος ηθοποιός που ξεχωρίζει, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις της ιδιαίτερης αυτής σκηνικής γραφής, είναι ο Δάνης Κατρανίδης, ο οποίος κατορθώνει να συγκεντρώνει τις επιμέρους παραμέτρους του θεάματος και να αποδίδει με ακρίβεια το καθόλου: Ο Δ. Κατρανίδης ερμηνεύει, ελέγχοντας την υποκριτική δυναμική του ρόλου του (Μπίλι Φλιν), χορεύει με άνεση και με την ίδια άνεση τραγουδάει, χωρίς να βιάζει τις νότες και χωρίς να "τραβάει από τα μαλλιά" το νόημα του στίχου. Ομως, ο Δάνης Κατρανίδης είναι, μαζί με ελάχιστους Ελληνες ηθοποιούς του θεάτρου, κάτι σαν φαινόμενο ιδιότυπου σκηνικού ήθους, το οποίο δεν ανακαλύπτουμε βέβαια τώρα!
Ωστόσο, η παράσταση του "Σμαρούλα" είναι προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια: κλασική στο αφαιρετικό της είτε αναφερόμαστε στα σκηνικά, είτε στα κοστούμια του Terry Parson, είτε ακόμα και στους έξυπνους φωτισμούς του Nick Richings, αφήνει να διαφανεί η ελληνική πρόταση, την οποία διατυπώνει ο Gillian Gregory, με φαντασία και ευρηματικότητα. Η σκηνοθεσία του αθηναϊκού "Chicago" στηρίζεται στους μεστούς ρυθμούς, στις καίριες αλλαγές των καταστάσεων και πιστεύω, ότι με πιο εύκαμπτους φωνητικώς κυρίως ηθοποιούς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για άρτιο θέατρο - θέαμα. Ωστόσο, οι "φιλότιμες" προσπάθειες είναι πολλές. Η Νατάσα Μανίσαλη (Μάμα Μόρτον) σε όλες σχεδόν τις εμφανίσεις της τονίζει με μεγάλη επιτυχία τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά του ρόλου της, προβάλλοντας τη χυμώδη φυσική της πληθωρικότητα. Ο Χρήστος Κάλοου (Μαίρη Σανσάιν) δημιουργεί, επίσης, ιδιαίτερο σύστημα ανεξάρτητης παρουσίας που λειτουργεί στη βάση μιας ενδιαφέρουσας υφολογίας του ρόλου. Ο κ. Κάλοου ενσαρκώνει πράγματι το οξύμωρο της ετερότητας, δίνοντας στο κοινό ενδείξεις και όχι αποδείξεις, προστατεύοντας έτσι το πρόσωπο της αναφοράς από την αναγωγή του σε καρικατούρα.
Θα μπορούσαν επίσης να ενταχθούν στα θετικά της παράστασης οι Μπέσσυ Μάλφα (Βέλμα Κέλι) και Κερασία Σαμαρά (Ρόξι Χαρτ), αν είχαν λάβει την κατάλληλη μουσικοχορευτική φωνητική παιδεία. Αμφότερες παρουσιάζουν σκηνικό ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά ειδικώς στη δυναμική του ταμπεραμέντου και στην αισθητική των εκφραστικών κινήσεων. Εντούτοις, η Μπ. Μάλφα καταφεύγει σε υπερβολικούς λαρυγγισμούς - γρυλίσματα, για να "εκτελέσει" ένα ωδικό μέρος του ρόλου της, ο οποίος θα ήθελε ίσως μια λιγότερο ευτραφή ηθοποιό. Η Κ. Σαμαρά δεν κατορθώνει, εξάλλου, να συνταιριάσει υποκριτική αλήθεια φωνητικές επιδόσεις και χορό. Ο σκηνοθέτης τη βοηθάει εμφανέστατα να συνυπάρξει με το θίασο και να "διορθώσει" βασικές φωνητικές κυρίως αδυναμίες, αλλά το εγχείρημα "πέφτει στο κενό" και η ηθοποιός καταφεύγει συχνά στο σχηματικό για να καλύψει μια αδικαιολόγητη, προφανή υποτονικότητα.
Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η παρουσία του Κοσμά Ζαχάροφ, στο ρόλο του Εϊμος Χαρτ, ρόλο τον οποίο ο σκηνοθέτης αδίκως δεν εκμεταλλεύεται αδικώντας, εκ παραλλήλου, έναν ευαίσθητο ηθοποιό, ικανό να ερμηνεύσει με τον τρόπο του το διαφορετικό της παράστασης, μεταφραζόμενο σε κοινή ανθρώπινη αμηχανία.
Κριτική: Μαρίκα ΘΩΜΑΔΑΚΗ