Τρίτη 7 Ιούλη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Οι ξεγραμμένοι

Είχαν ακουμπήσει τη ζωή τους πάνω στους βράχους του Περάματος. Εξι ψυχές, συνολικά. Αυτός, η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους. Το μεγαλύτερο, ο Αλέξης, είχε κλείσει τα δεκαπέντε και είχε βγει ήδη στη βιοπάλη. Το μικρότερο, η Αννούλα είχε τελειώσει φέτος την Τρίτη δημοτικού. Το σκολειό της ήταν δυόμισι χιλιόμετρα μακριά. Ο συνοικισμός των βράχων δεν είχε το δικό του διδακτήριο. Αλλά, μήπως είχε και τίποτε άλλο; Ούτε δρόμοι υπήρχαν, ούτε φώτα, ούτε συγκοινωνίες. Ακόμη και το νερό πήγαινε εκεί πάνω μόνο για λίγες ώρες. Οι άνθρωποι της περιοχής, φτωχοί και βασανισμένοι, διαμαρτύρονταν συνεχώς για την εγκατάλειψη που βασίλευε γύρω τους. Το κράτος όμως τους είχε ξεγράψει. Σαν να μην υπήρχαν. Μόνο κάθε τρία, τέσσερα χρόνια έδειχνε να θυμάται πως κάποιοι ζούσαν κι εκεί. Κι έρχονταν τότε πάνω στους βράχους κάποιοι κουστουμαρισμένοι, για να μοιράσουν ψεύτικες υποσχέσεις στους ξεγραμμένους, μπας και τους υφαρπάξουν έτσι την ψήφο τους. Οι γνωστές αθλιότητες των μπαγαπόντηδων της πολιτικής.

Είχαν ακουμπήσει τη ζωή τους πάνω στους βράχους και ζέσταιναν τα μικρά όνειρά τους μέσα στο χαμηλό σπιτάκι, που είχαν κτίσει εκεί. Πέτρα, πέτρα το έστηναν, οχτώ χρόνια. Κι όταν το τέλειωσαν ένιωσαν την τραχιά ζωή τους να γλυκαίνει κάπως. Είχαν κάτι δικό τους τώρα κι αυτοί. Και το κυριότερο: Είχαν ξεφύγει από την παράγκα, όπου ζούσαν μέχρι τότε. Κάποιοι άλλοι γύρω τους δεν είχαν τη δική τους τύχη. Εξακολουθούσαν να ζουν σε παραπήγματα.

Πολλές φορές, ο άντρας καθόταν μπροστά στο φτωχικό τους και το καμάρωνε. Φέτος το φθινόπωρο μάλιστα, σκεφτόταν να φτιάξει και τον αυλόγυρο του σπιτιού. Να μην είναι έτσι αβέρτα. Να μην μπαίνουν σκύλοι, γάτες, κότες και χαλάνε τους βασιλικούς και τα γεράνια, που φρόντιζε με μεράκι η γυναίκα του. Και του παραχρόνου ή κι αργότερα, έλεγε - α, τι όνειρα - να αρχίσει να χτίσει άλλο ένα δωματιάκι. Να μεγαλώσει λίγο το κουτούκι του...

Ξημέρωνε Σάββατο, όταν ο άντρας πετάχτηκε αλαφιασμένος από το κρεβάτι του. Είχε αντιληφθεί ότι κάτι καιγόταν. Βγήκε έξω και είδε έντρομος φλόγες και καπνούς στο βορινό μέρος της περιοχής. "Πυρκαγιά, πυρκαγιά!", φώναζαν οι αγουροξυπνημένοι κάτοικοι του συνοικισμού. Και έτρεχαν να αρπάξουν κουβάδες και "λάστιχα". Ξύπνησε τους δικούς του και τους έβγαλε έξω. Επειτα έτρεξε κι αυτός να βοηθήσει στο σβήσιμο της φωτιάς. Χαμένος κόπος, όμως. Νερό δεν υπήρχε. Η αντλία που ωθούσε το νερό στους "βράχους" είχε χαλάσει. Και τώρα; Ο τρόμος φάνηκε στα μάτια όλων. Και οι φλόγες όλο δυνάμωναν και προχωρούσαν προς το μέρος τους. "Καλέστε την πυροσβεστική!", φώναξε κάποιος. Σε λίγο ακούστηκαν σειρήνες και φάνηκαν τρεις αντλίες. Πώς να ανέβουν όμως εκεί πάνω, αφού δεν υπήρχαν δρόμοι;

Η φωτιά είχε ορμήσει τώρα στο συνοικισμό και έτρωγε τα φτωχόσπιτα. Κραυγές απελπισίας δονούσαν τον αέρα. Και κατάρες. Ενα ξέσπασμα των απόκληρων για τους κυβερνήτες που τους είχαν εγκαταλείψει, που τους είχαν ξεγράψει από χρόνια. Ανάμεσα στους απελπισμένους και ο άντρας. Εστεκε μπροστά στα αποκαϊδια του σπιτιού του και θρηνούσε μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά.

Οταν πέρασαν ώρες, σκούπισαν τα δάκρυά τους, έσφιξαν την καρδιά τους και ο ένας πίσω από τον άλλον άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα. Ανέστιοι, ανυπόδητοι, γυμνοί, ρημαγμένοι. Και όπως είχε πέσει γύρω τους το σούρουπο, οι σκοτεινές φιγούρες τους αναπαριστούσαν τραγικά τις τύψεις που θα έπρεπε να κυκλώνουν όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο.

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ