Το μέγεθος των προβλημάτων, που θα προκληθούν από την πολιτική του λιγότερου κράτους και στις τράπεζες - που με τόση συνέπεια προωθεί η κυβέρνηση των "εκσυγχρονιστών" του "νέου" ΠΑΣΟΚ με την πολιτική μερικής ή ολικής ιδιωτικοποίησης κρατικών τραπεζών - εξαρτάται από τις διαπιστώσεις, αλλά και απαντήσεις που δίνει κανείς στα παρακάτω, κρίσιμα ερωτήματα:
Αποτελεί κοινό μυστικό, ότι όσο μεγαλύτερος ήταν ο έλεγχος του κράτους στο τραπεζικό σύστημα (το κράτος κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών των μεγάλων τραπεζών), τόσο περισσότερο η εκάστοτε κυβέρνηση μπορούσε να επηρεάσει - θετικά ή αρνητικά - τους όρους χρηματοδότησης της οικονομίας ή της συγκέντρωσης των λαϊκών αποταμιεύσεων. Με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και τώρα με τη μερική ή ολική ιδιωτικοποίηση των κρατικών τραπεζών, περιορίζονται δραστικά - αν δεν καταργούνται - τα περιθώρια άσκησης νομισματοπιστωτικής πολιτικής με εθνικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά κριτήρια. Η δυνατότητα που είχε μέχρι τώρα η εκάστοτε κυβέρνηση, να εξασφαλίζει ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (με το διοικητικό ορισμό των επιτοκίων) ή φτηνό χρήμα για την κάλυψη των δημόσιων ελλειμμάτων (υποχρέωνε τις κρατικές τράπεζες να αγοράζουν κρατικούς τίτλους με χαμηλά επιτόκια), τώρα, στην ουσία, εξαφανίζονται.
Η απάντηση, είναι πως με την κυριαρχία των ιδιωτών, στο τραπεζικό σύστημα, θα ενταθεί και η εκμετάλλευση, τόσο των μικροαποταμιευτών όσο και των δανειοληπτών με μικρά και μεσαία εισοδήματα. Του λόγου το αληθές, επιβεβαιώνουν: Πρώτον, ότι η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, δεν ωφέλησε τους μικροκαταθέτες και τους δανειολήπτες με μικρομεσαία εισοδήματα, αλλά τους έβλαψε ανεπανόρθωτα. Φτάνει μια ματιά, στα επιτόκια ή στις τιμές συναλλάγματος, πριν και μετά την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος. Οποιος κάνει αυτού του είδους τις συγκρίσεις, θα διαπιστώσει έκπληκτος, ότι οι διαφορές στα επιτόκια ή τις τιμές συναλλάγματος των κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών, είναι ανύπαρκτες. Θα διαπιστώσει ακόμα, ότι μεγάλωσε σημαντικά η "ψαλίδα" ανάμεσα στα βασικά επιτόκια χορηγήσεων και τον πληθωρισμό, ενώ έκλεισε περισσότερο η "ψαλίδα" ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και τον πληθωρισμό. Δεύτερον, αν μέχρι τώρα, το δημόσιο μπορούσε, σχετικά εύκολα, να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες και μάλιστα με χαμηλά επιτόκια (αρκούσε μια εντολή της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών στους διοριζόμενους, από την εκάστοτε κυβέρνηση, διοικητές των κρατικών τραπεζών για να διαθέσουν οι κρατικές τράπεζες το σχετικό ποσό για την αγορά κρατικών τίτλων - με το επιτόκιο που θα τους όριζε η κυβέρνηση), τώρα, κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες, εκβιάζουν - με το μανδύα του "βασικού διαπραγματευτή" - και αποσπούν όλο και υψηλότερα επιτόκια στους κρατικούς τίτλους, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερα κέρδη με τη διόγκωση των τόκων του δημοσίου.
Το επιχείρημα που πρόβαλε την περασμένη Δευτέρα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου - ο οποίος σχολιάζοντας την προσφορά των 93 δισ. δραχμών του ομίλου Λάτση υποστήριξε ότι αυτή η εξέλιξη αποτελεί "δικαίωση της πολιτικής μας" - είναι τουλάχιστον αστείο. Και είναι αστείο, γιατί ο ίδιος, πριν από δύο μήνες, δήλωνε, δημόσια, έτοιμος να πουλήσει την Τράπεζα Κρήτης, λιγότερο και από 30 δισ. δραχμές - που είχαν προσφερθεί στον τελευταίο, άγονο, διαγωνισμό - προκειμένου να εκπληρωθεί με επιτυχία η κυβερνητική πολιτική ιδιωτικοποιήσεων.