Οι δύο αυτές κυβερνητικές ενέργειες πρέπει να εκτιμηθούν η κάθε μια ξεχωριστά, γιατί οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους, όπως και στην εθνική οικονομία, είναι διαφορετικές.
Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να εξεταστούν στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής συγκυρίας, της προσπάθειας επιβολής των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδίων και του πιο βάρβαρου καπιταλισμού.
Η υποτίμηση όμως, όπως και η είσοδος της δραχμής στο ευρωπαϊκό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι αποτέλεσμα της διαχείρισης αλλά των πολιτικών επιλογών των μονοπωλίων και του διεθνούς κεφαλαίου που αυτά τα κόμματα αντικειμενικά εξυπηρετούν.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση. Μια υποτίμηση να παρουσιάζεται σαν ευεργετικό μέτρο που δεν έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις ενώ η αξία του πλούτου της χώρας μειώνεται, κατά το ποσοστό της υποτίμησης, και τη διαφορά την εισπράττει το μεγάλο κεφάλαιο. Γίνεται σε όλους αντιληπτό ότι η υποτίμηση αυτή θα προκαλέσει άνοδο των τιμών, την οποία θα κληθούν να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι με τη μείωση του συνολικού τους τζίρου, γεγονός που θα οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες στην αγοραστική τους δύναμη. Η υποτίμηση αγγίζει τη μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτικών προϊόντων γιατί θα έχει άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα αλλά και στα προϊόντα που χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή τους. Είναι φανερό επίσης πως θα προκληθεί άνοδος του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει στο τέλος του χρόνου στο 2,5%, αλλά σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα ξεπεράσει το 5%. Στη μία και την άλλη περίπτωση όμως, η ουσία παραμένει η ίδια. Πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων, λήψη πρόσθετων αντιλαϊκών μέτρων για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Οι αγρότες θα χτυπηθούν ακόμα περισσότερο γιατί εκτός από την άνοδο των τιμών καταναλωτή θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και μια καθαρή μείωση εισοδήματος από την παραγωγή που θα υπερβαίνει το 1% λόγω της αύξησης των εισαγόμενων εφοδίων που έχουν μεγαλύτερο βάρος στο αγροτικό εισόδημα από τις ενισχύσεις σε ecu.
Η προβλεπόμενη αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και πολύ περισσότερο του βιοτικού επιπέδου. Η μέχρι σήμερα εμπειρία, μας έχει αποδείξει ότι το ενδιαφέρον του ξένου κεφαλαίου εντοπίζεται στην εξαγορά επιχειρήσεων, που συνήθως συνδυάζεται με περιορισμό της απασχόλησης και στην εκτέλεση τεχνικών έργων με σίγουρο και γρήγορο κέρδος ενώ είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, εργασιοβόρες ή μη, οι νέες επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η κυβερνητική πολιτική, με την υποστήριξη και των άλλων κομμάτων υποστηρικτών της ΟΝΕ και του Μάαστριχτ, ωφέλησε διπλά το κεφάλαιο. Εκμεταλλεύτηκε, ή επέβαλλε, τα υψηλά επιτόκια στήριξης της πολιτικής της σκληρής δραχμής και τη συρρίκνωση της βιομηχανίας της χώρας μας που επιβάρυναν με ένα υψηλότατο κόστος τον Ελληνα εργαζόμενο με την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας και με το κόστος στήριξης αυτής της πολιτικής που ανέρχεται σε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα η υποτίμηση δίνει τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να αγοράσει σε ακόμα πιο συμφέρουσες τιμές το "φιλέτο" των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι κερδοφόρες και βρίσκονται ακόμα κάτω από τον έλεγχο του δημοσίου.
Η υποτίμηση της δραχμής, που επιβλήθηκε, για να γίνει δεκτή για να εισαχθεί το εθνικό μας νόμισμα στο ευρωπαϊκό σύστημα, είναι πρωτοφανής. Καμιά άλλη χώρα δεν υποτίμησε το νόμισμά της μπαίνοντας στο σύστημα αυτό. Η κυβέρνηση έθεσε άμεσα το νόμισμα και την οικονομία μας στη διάθεση των Ευρωπαίων τραπεζιτών για να αποφασίσουν αυτοί στη θέση της. Ζήσαμε έτσι το πρωτοφανές διήμερο τσίρκο του "θα υποτιμηθούμε σήμερα, θα σας πούμε το πόσο αύριο".
Το ευρωπαϊκό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν αποτελεί εγγύηση για να μην υπάρξουν υποτιμήσεις στο μέλλον όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση. Αντίθετα μπορεί να επιβάλει υποτιμήσεις αν το κρίνει απαραίτητο. Αυτό άλλωστε έγινε και με άλλα νομίσματα όπως το εσκούδο και η πεσέτα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγγλία όπως και άλλες χώρες αρνούνται να βάλουν το νόμισμά τους σε αυτό το σύστημα για να μην το θέσουν υπό τον έλεγχο του γερμανικού μάρκου.
Η συμμετοχή της δραχμής στο σύστημα αυτό δεν αποτελεί εγγύηση για την είσοδο της δραχμής στο ΕΥΡΩ, όπως υποστηρίζουν οι υποστηρικτές της ΟΝΕ, που διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τον ίδιο τον πρόεδρο της Επιτροπής της ΕΕ κ. Σαντέρ. Αντίθετα δημιουργεί νέες δεσμεύσεις για τη νομισματική και οικονομική πολιτική της Ελλάδας σε βάρος των εργαζομένων και της ανεξαρτησίας της χώρας μας, ανεξάρτητα από το αν θα μπει ή όχι στο ΕΥΡΩ με τη δεύτερη ταχύτητα το 2001.
Είναι όμως μια νέα αφετηρία για να επιταχυνθούν οι ρυθμοί, να σκληρύνουν τα μέτρα, να σφίξουν περισσότερο τα δεσμά που επιβάλλει το μονοπωλιακό κεφάλαιο, με την υποστήριξη των κομμάτων που υποστηρίζουν το Μάαστριχτ και την ΟΝΕ, για τη συμμετοχή στο σύστημα αυτό, παρουσιάζοντας σαν δέλεαρ τη συμμετοχή το 2001 στο ΕΥΡΩ και αποκρύπτοντας, όπως και στο παρελθόν, ότι αν αυτό πραγματοποιηθεί οι συνέπειες για τους εργαζόμενους θα είναι ακόμα χειρότερες.
- "Σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών". Δηλαδή αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω αύξησης της φορολογίας και μείωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή συρρίκνωση των υπηρεσιών υγείας, παιδείας κλπ.
- "Ιδιωτικοποίηση". Δηλαδή ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, ΟΤΕ, ΔΕΗ, τραπεζών κλπ. σε τιμή ευκαιρίας, και αλλαγή των εργασιακών σχέσεων σε αυτές τις επιχειρήσεις.
- "Αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα". Δηλαδή περιορισμό του δημόσιου τομέα και αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των δημοσίων υπαλλήλων.
- "Μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας". Δηλαδή κατάργηση του σημερινού εργατικού κεκτημένου, και κατάργηση δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως το ημερήσιο, εβδομαδιαίο και ετήσιο ωράριο, γενίκευση της μερικής και πρόσκαιρης εργασίας και ελαχιστοποίηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης.
- "Μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης". Δηλαδή τη ριζική αναδιαμόρφωση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με την κατάργηση κεκτημένων στην περίθαλψη, στη σύνταξη και στα επιδόματα κλπ.
Τα μέτρα αυτά δεν είναι βέβαια καινούρια. Είναι τα μέτρα που επιβάλλει το Μάαστριχτ, η Λευκή Βίβλος για την Απασχόληση, η Ατζέντα 2000, η ΟΝΕ. Το ΚΚΕ είχε εκφράσει από την πρώτη στιγμή την αντίθεσή του σ' αυτές τις αποφάσεις και είχε καλέσει τους εργαζόμενους να παλέψουν ενάντια σε αυτές τις κατευθύνσεις που υποστηρίζονται από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, και ΣΥΝ παρά το γεγονός ότι τους είναι πολύ γνωστές οι αρνητικές συνέπειές τους για τη χώρα μας, την οικονομία μας, και τους εργαζόμενους. Η επικρότηση της κυβερνητικής πολιτικής από το πολυεθνικό κεφάλαιο, τους βιομήχανους και την ΕΕ, που συνοδεύεται από απαιτήσεις για ακόμα σκληρότερα μέτρα δίνει το στίγμα για το ποιοι θα είναι αυτοί που θα επωφεληθούν από αυτή την πολιτική.
Η αντιμετώπιση αυτής της πολιτικής, της επίθεσης του μεγάλου κεφαλαίου, στα δικαιώματα των εργαζομένων και του λαού μας απαιτεί να ενισχυθεί το Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο που θα βάλει φρένο στις επιλογές των μονοπωλίων, θα αναχαιτίσει τη λαίλαπα των αντιλαϊκών οικονομικών μέτρων και θα ανοίξει το δρόμο για μια άλλη ανάπτυξη της χώρας προς όφελος των εργαζομένων, για μια άλλη Ευρώπη προς όφελος των λαών.
Κράτης ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Τμήμα Ευρωβουλής
της ΚΕ του ΚΚΕ
Η υποτίμηση της δραχμής, που επιβλήθηκε, για να γίνει δεκτή για να εισαχθεί το εθνικό μας νόμισμα στο ευρωπαϊκό σύστημα, είναι πρωτοφανής. Καμιά άλλη χώρα δεν υποτίμησε το νόμισμά της μπαίνοντας στο σύστημα αυτό. Η κυβέρνηση έθεσε άμεσα το νόμισμα και την οικονομία μας στη διάθεση των Ευρωπαίων τραπεζιτών για να αποφασίσουν αυτοί στη θέση της. Ζήσαμε έτσι το πρωτοφανές διήμερο τσίρκο του "θα υποτιμηθούμε σήμερα, θα σας πούμε το πόσο αύριο".