Κυριακή 28 Δεκέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
Πάει ο παλιός ο χρόνος

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμόμαστε. Μήπως γιατί χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος, που λέει και ένα ρομαντικό τραγουδάκι, και συνειδητοποιούμε πως μεγαλώσαμε κι άλλο; Μήπως γιατί τα φώτα στους δρόμους είναι πολύ δυνατά και μας αναγκάζουν να φέρουμε στο μυαλό μας το σκοτάδι των καιρών που περάσαμε; Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που μας κάνει να θυμόμαστε. Ετσι κι εγώ λέω να θυμηθώ μ' αυτό το τελευταίο σημείωμα της χρονιάς. Δε θα γράψω ούτε για την ακρίβεια της αγοράς, ούτε για τον αυταρχισμό του κυρίου Σημίτη, που κατάφερε σε μια στιγμή κομματικού πανικού να ξεπεράσει την κοινοβουλευτική δεοντολογία, που, ούτε λίγο - ούτε πολύ, ορίζει την ουσία της πραγματικής δημοκρατίας. Ούτε θα αναρωτηθώ ποιος φταίει για τη συντριβή του "Γιάκοβλεφ 42", που μια χειμωνιάτικη νύχτα "στόλισε" με τις σπασμένες φτερούγες του και τις σάρκες 71 ανθρώπων τα δέντρα της Πιερίας. Δε θα γράψω ούτε για τους ψεύτικους αϊβασίληδες που χρόνια τους περίμενα, παιδί εγώ, παραπονεμένο, με τη στέρηση να κρέμεται στα σκασμένα μου χειλάκια κι αυτοί οι αφιλότιμοι να μην έρχονται ούτε από το τζάκι, γιατί δεν είχε τέτοιο το πατρικό μας. Ούτε από το έρημο σταυροδρόμι Παπάφη και Λαχανά, όπου ένα πρωί βρήκαμε το Στέλιο, 24 χρονών τότε, μ' ένα ταγματασφαλίτικο μαχαίρι μπηγμένο στην καρωτίδα. Δε θέλω να γράψω ούτε για σένα, αδερφέ μου, που μάταια πασκίζαμε να φτιάξουμε ψεύτικο δέντρο, για να το στολίσουμε με ασημόχαρτα, βγαλμένα από τα πεταμένα τσιγαροκούτια! Εκείνα τα δύσκολα Χριστούγεννα που γέμιζαν οι δρόμοι ματωμένους επιδέσμους του Εμφύλιου. Και οι άλλοι, οι πιο μεγάλοι, με δακρυσμένα τα μάτια, σιγομουρμούριζαν: "Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς".

Θέλω να θυμηθώ, μ' αυτό το σημείωμά μου, μια τρυφερή ιστορία των παιδικών μου χρόνων κι ας λέει ο Ν. Μόρις στο "Γυμνό πίθηκο" πως η τρυφερότητα στην καθημερινή μας συμπεριφορά μας είναι κατάλοιπο του ζώου, που λίγο ως πολύ έχουμε μέσα μας, γιατί απ' αυτό καταγόμαστε!

Ητανε Χριστούγεννα, λοιπόν, Χριστούγεννα του '49. Τα χιόνια είχανε σκεπάσει τη γειτονιά. Εμείς οι μικροί καθόμαστε στο σαχνισί και κάναμε μπανιστήρι τη δεσποινίδα Ολγα, που καθάριζε τις σκάλες του σπιτιού της, και απρόσεχτη, όπως ήτανε συνήθως, άφηνε τους ωραίους μαστούς της, να κατηφορίζουν εκεί που η κόκκινη ρόμπα της έκανε ένα προκλητικό "V". Δε μιλούσαμε εμείς. Μόνο αφουγκραζόμαστε τα διάφορα μυστικά υγρά της ζωής μας να ανεβοκατεβαίνουν στις σκοτεινές γωνιές του παιδικού μας κορμιού και να ονειρευόμαστε! Ωσπου βράδιασε, ήρθε και ο πατέρας φορτωμένος μια ξύλινη καγκελόπορτα, βαμμένη πράσινη και κρατώντας στο χέρι του ένα μεταλλικό "καρτούτσο" γεμάτο μέλι. Εγώ, μόλις είδα την καγκελόπορτα, την αναγνώρισα. Ητανε από την αυλή του κουρέα της γειτονιάς, του Βασίλη του Πέππα. Το "καρτούτσο", με το μέλι, με μπέρδευε και το ανοιχτό χαμόγελο του πατέρα, που έμοιαζε πιο πολύ με γκριμάτσα και όχι με δείγμα χαράς. Εξάλλου, σπάνια ο κυρ - Χαράλαμπος χαμογελούσε. Οι απορίες μας για την καγκελόπορτα, το μέλι, που είχε αρχίσει να χύνεται, και το χαμόγελο του πατέρα λύθηκαν από τη φωνή της μάνας μου. "Εσείς απάνω, γρήγορα για ύπνο. Ο μπαμπάς σας είναι μεθυσμένος". Φώναξε. Εμείς κάναμε δυο - τρία βήματα και σταθήκαμε στο κεφαλόσκαλο. Η περιέργεια μάς άναψε τα μάτια. Δεν είχαμε, στο κάτω - κάτω, ξαναδεί τον πατέρα μας μεθυσμένο. Ητανε μια εικόνα, που τη θυμούμαι ακόμα. Κι έτσι που έχει ξεθωριάσει από τα χρόνια, μου φέρνει στο μυαλό έναν πίνακα του Βαν Γκονγκ, γεμάτον με κατακίτρινους ήλιους. Γιατί έτσι που ο πατέρας τρεκλίζοντας έκανε τα πρώτα βήματα μέσα στο σπίτι και έγειρε το "καρτούτσο", δεν πρόσεξε το μικρό γλυκό καταρράκτη που στραφτάλισε κίτρινο σα δουλεμένη χρυσαφένια κλωστή στη λάμπα των 40 κεριών. Μια λάμπα, όμοια με νυσταγμένο μάτι, που αντί να φωτίζει τα ασπρόμαυρα πλακάκια του "αντρέ", όπως έλεγε την είσοδο του σπιτιού μας η γιαγιά μου, και μάλιστα με γαλλική προφορά, τα έκανε πιο σκοτεινά. Ετσι, για να μοιάζουν με τις αθώες μας ψυχούλες, όπου περίσσευε το μαύρο. Ιδιαίτερα εκείνη την παραμονιάτικη νύχτα, που έξω άστραφτε το χιόνι ξαπλωμένο ανάσκελα στους πέτρινους δρόμους, κάτω από μια εφιαλτική πανσέληνο, που πότε σκαρφάλωνε στην ακακία που τουρτούριζε θεόγυμνη απέναντι από την πόρτα της κυρίας Μόσχας και πότε κατηφόριζε την οδό Λαχανά, περνούσε καβάλα τις ράγες του τραμ, όπου πριν από τέσσερα χρόνια είχε περάσει μ' ένα δάφνινο στεφάνι περασμένο στο λαιμό ο καπετάν - Μάρκος και αναπαυότανε στο τέλος κουρασμένη, στα πράσινα νερά του Θερμαϊκού. Και κει τη χάναμε την πανσέληνο. Και ανεβαίναμε στη μικρή μας ταράτσα να την ξαναβρούμε, να πιαστούμε από το χέρι και να ανηφορίσουμε στο Σέιχ Σου. Δεν τα καταφέρναμε, όμως. Ούτε και κείνη τη νύχτα τα καταφέραμε. Γιατί ήρθε, λέει, ξαφνικά το παραμύθι το πολέμου. Το παραμύθι, που έκλωθε πέτρινες κλωστές. Το παραμύθι, που έριχνε τις μακριές του δαγκάνες και τρυγούσε τα χαμόγελα της γειτονιάς, όπου κάθε πόρτα είχε και ένα νεκρό. Και κάθε παράθυρο πρόσμενε τον θείο από την εξορία.

Στο τέλος, η μάνα μας πήρε από το χέρι τον πατέρα και τον ξάπλωσε στο βυσσινή καναπέ. Του έβγαλε και τα βρεγμένα του ρούχα και με το κάτασπρο χέρι της άρχισε να του χαϊδεύει τα βρεγμένα του μαλλιά. Εμείς κατεβήκαμε σιγά - σιγά τις σκάλες και βλέπαμε. Εκεί αποκοιμηθήκαμε. Και ήτανε ένας ύπνος, θυμάσαι αδερφέ μου; Ομοιος με παραμύθι κι αυτός. Γιατί έτσι που η μάνα μας σαν την Πιετά κρατούσε τον άντρα της αγκαλιά, εμείς πήραμε το δρόμο για το βουνό. Χαθήκαμε μέσα στα χόρτα. Τα ρούχα μας σκίστηκαν. Τα παγωμένα μας χέρια γεμίσανε αίματα. Εκεί στην άκρη όμως, τελείωσαν όλα. Μας περίμενε το δέντρο, που δεν καταφέραμε ποτέ να το στολίσουμε. Γονατίσαμε κι αρχίσαμε να κλαίμε από τη χαρά μας. Ετσι τελείωσε η γλυκιά μας εφηβεία. Μπροστά σε ένα ψεύτικο στολισμένο δέντρο. Μπροστά σε ένα χειμωνιάτικο παραμύθι, που από τότε μας ακολουθεί και σκιάζει τις χαρές της ζωής μας. Αχ, εκείνη η πράσινη καγκελόπορτα! Πώς να μην τη θυμηθώ, τέτοιες μέρες που είναι αυτές που περνούνε, χωρίς χιόνι και χωρίς πανσέληνο;

Ετσι που η μάνα μας σαν την Πιετά κρατούσε τον άντρα της αγκαλιά, εμείς πήραμε το δρόμο για το βουνό. Χαθήκαμε μέσα στα χόρτα. Τα ρούχα μας σκίστηκαν. Τα παγωμένα μας χέρια γεμίσανε αίματα. Εκεί στην άκρη όμως, τελείωσαν όλα. Μας περίμενε το δέντρο, που δεν καταφέραμε ποτέ να το στολίσουμε. Γονατίσαμε κι αρχίσαμε να κλαίμε από τη χαρά μας. Ετσι τελείωσε η γλυκιά μας εφηβεία


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ