Σάββατο 29 Απρίλη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
"Σφίξτε τα λουριά" μέχρι το 1999!

Τις ανησυχίες της αστικής τάξης της χώρας και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών για ενδεχόμενη "χαλάρωση" της οικονομικής πολιτικής, μετέφερε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας κατά την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης

Συνέχιση της πολιτικής λιτότητας τουλάχιστον μέχρι το 1999 και μάλιστα σε σκληρότερη μορφή, με πρόσχημα την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του προγράμματος "σύγκλισης", συνιστά τώρα στην κυβέρνηση η Τράπεζα της Ελλάδος, ακολουθώντας τα "χνάρια" των συνταγών του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΣΕΒ. Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα, που έστειλε χτες από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος ο διοικητής της, Λ. Παπαδήμος.

Εκφράζοντας την ανησυχία του για το διογκούμενο κύμα αμφισβήτησης της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προς τις πολιτικές δυνάμεις που αποδέχτηκαν και ψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, υπενθυμίζοντας ότι για να έχει επιτυχία η συγκεκριμένη οικονομική πολιτική απαιτείται η συναίνεση των πολιτικών φορέων, αλλά και των "κοινωνικών εταίρων" που αποδέχονται τον "ευρωπαϊκό" προσανατολισμό της χώρας. Μεταφέροντας τις ανησυχίες εκείνων που κερδίζουν από τη συγκεκριμένη πολιτική, ο Λ. Παπαδήμος έστειλε προειδοποιητικό μήνυμα ότι η "σταθεροποίηση" της οικονομίας, όχι μόνο δεν επιτρέπει την οιαδήποτε χαλάρωση, αλλά αντίθετα απαιτεί διαρκή και μακροχρόνια λιτότητα. "Το μέγεθος και η φύση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας - υποστήριξε - απαιτούν συνεχή και μακροχρόνια προσπάθεια σε όλους τους τομείς της οικονομικής πολιτικής". Αρνητικός ήταν εξάλλου και σε κάθε ενδεχόμενο υποχώρησης και ικανοποίησης λαϊκών αιτημάτων από την πλευρά της κυβέρνησης. "Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί - αναφέρει - ότι, με δεδομένο το μέγεθος των δημοσιονομικών ανισορροπιών, η ικανοποίηση αιτημάτων για παροχές ασυμβίβαστες με τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους, εκτονώνει προσωρινά ορισμένες κοινωνικές πιέσεις, αλλά μεταθέτει διογκωμένο το κόστος των παροχών στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον"!

Κατά το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η εφαρμογή της πολιτικής λιτότητας δεν είναι από μόνη της ικανή να συγκινήσει την αστική τάξη να προχωρήσει σε παραγωγικές επενδύσεις. Κατά την άποψή του, παράλληλα με την πολιτική λιτότητας απαιτείται και διαρθρωτική προσαρμογή,βασικό στοιχείο της οποίας θα αποτελέσει η "απελευθέρωση της αγοράς εργασίας" από διοικητικούς περιορισμούς, αλλά και το πιο σημαντικό, η συνέχιση της προσπάθειας για "δημοσιονομική εξυγίανση". Με τον όρο "δημοσιονομική εξυγίανση" εννοεί φυσικά την περικοπή των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα του κρατικού προϋπολογισμού σε συνδυασμό με την επιβολή νέων φόρων, προκειμένου τα επόμενα χρόνια "να επιτευχθούν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα".

Αναφερόμενος στις εξελίξεις του τρέχοντος έτους, ανέφερε ότι οι προοπτικές διαγράφονται ευνοϊκές, υπό την αίρεση, βέβαια, ότι θα συνεχιστεί με συνέπεια η πολιτική της λιτότητας που έχει εξαγγελθεί και έχει ενσωματωθεί στον κρατικό προϋπολογισμό και το πρόγραμμα "σύγκλισης". Με έμφαση, επίσης, σημειώνει ότι η πολιτική λιτότητας έχει μέλλον, καθώς μέχρι σήμερα έχουμε διανύσει "μόνο το πρώτο στάδιο μίας ευρύτερης και μακροχρόνιας διαδικασίας προσαρμογής". Προειδοποιεί μάλιστα ότι η προσδοκία των αγορών - δηλαδή των μεγαλοεπιχειρηματιών - είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο θα παραμείνει σταθερή στη σημερινή της πολιτική, αλλά αυτή θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να επιταχυνθεί..

Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι από την πλευρά της η κεντρική τράπεζα θα συμβάλλει στο μέτρο του δυνατού στην επίτευξη της "οικονομικής σταθερότητας" μέσω της ασκούμενης συναλλαγματικής πολιτικής της "σκληρής" δραχμής και της χαμηλής πιστωτικής επέκτασης. Επισήμανε, όμως, μεταθέτοντας έτσι τις ευθύνες για τους βραδείς ρυθμούς "σταθεροποίησης της οικονομίας" στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ότι αυτό δεν αρκεί. Απαιτείται - όπως ανέφερε - η επιτάχυνση της διαρθρωτικής προσαρμογής και της "δημοσιονομικής εξυγίανσης".

Στην εισήγηση με θέμα "Η ελληνική οικονομία και η οικονομική πολιτική", μεταξύ άλλων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επισήμανε ότι το 1994:

  • Σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος προς την ατεύθυνση της σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά διαπίστωσε πως η απόσταση που χωρίζει τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας από τους βασικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής (υψηλό ρυθμό ανάπτυξης και νομισματική σταθερότητα), εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Επισήμανε ακόμη ότι στις δημοσιονομικές εξελίξεις του 1994 σημειώθηκε πρόοδος, αλλά ότι το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν προσέγγισε το επίπεδο που απαιτείται για να γίνει δυνατή η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και στη συνέχεια η μείωσή του ως ποσοστού του ΑΕΠ, το οποίο στο τέλος του 1994 είχε διαμορφωθεί στο 113,4% του ΑΕΠ.
  • Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ήταν βραδεία, ενώ δεν αποκλείεται να οι παράγοντες που λειτούργησαν δυσμενώς στη μείωση των τιμών κατά το παρελθόν να εμφανιστούν και πάλι. Σε αντίθεση με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, που προσδοκά μονοψήφιο πληθωρισμό το Μάη, ο ίδιος προσδιόρισε το διάστημα αυτό στους επόμενους δύο - τρεις μήνες.
  • Το έλλειμμα των δημοσίων επιχειρήσεων διογκώθηκε αισθητά. Πρότεινε, η μείωση του ελλείμματος των δημοσίων επιχειρήσεων το 1995, να αντιμετωπιστεί μέσω της αύξησης των τιμολογίων, χωρίς όμως να προσδιορίσει και το ύψος των αυξήσεων.
  • Η ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, διατηρήθηκε το 1994 σε υψηλά επίπεδα, με κίνδυνο να προσλάβει διαστάσεις οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος. Στο σημείο αυτό ανέφερε ότι μείωση της ανεργίας προϋποθέτει ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 3%.
  • Κατά το 1995 και σύμφωνα με τους στόχους της οικονομικής πολιτικής, οι πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων θα μειωθούν περαιτέρω. Οπως ανέφερε, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας (εκτός γεωργικού τομέα) αναμένεται να μειωθεί σημαντικά.
  • Το ΑΕΠ της χώρας το 1994 αυξήθηκε κατά 1,5%.Ωστόσο, ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας ήταν αισθητά χαμηλότερος στην Ελλάδα από τον αντίστοιχο ρυθμό στις λοιπές χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ. Για το 1995 αναμένεται ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και σε συνδυασμό με την εκτέλεση των μεγάλων έργων το σύνολο των επενδύσεων θα σημειώσει υψηλό ρυθμό ανόδου.
  • Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε το 1994 κατά 942 εκατ. δολάρια, ενώ αντίθετα στο ισοζύγιο των άδηλων πόρων το θετικό πλεόνασμα αυξήθηκε κατά 1.531 εκατ. δολάρια. Για το 1995 αναμένεται περαιτέρω διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και θετικότερες εξελίξεις του ισοζυγίου άδηλων συναλλαγών.
  • Η πολιτική της "σκληρής" δραχμής πρόκειται να ακολουθηθεί και το 1995, με συνέπεια η μεσοσταθμική διολίσθηση ως προς τα κυριότερα ξένα νομίσματα να μη καλύπτει τη διαφορά του πληθωρισμού της Ελλάδας με τις χώρες αυτές.
Συνταγές για νέα μέτρα

Ομολογώντας δημόσια ότι η συγκεκριμένη πολιτική έχει εκτοπίσει από την ντόπια αγορά τα ελληνικά προϊόντα, ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν σε τέλμα, ότι η υπόθεση της ανάκαμψης παραμένει "εύθραυστη", ότι το χάσμα που μας χωρίζει γενικά από τις άλλες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από τους στόχους του προγράμματος "σύγκλισης" παραμένει μεγάλο, ο διοικητής της τράπεζας συνέστησε και νέα μέτρα, όπως:

  • "Να προωθηθεί άμεσα η φορολογική μεταρρύθμιση που έχει δρομολογηθεί" και "να συνεχιστεί η προσπάθεια εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και ηβελτίωση της αποτελεσματικότητας και ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών". Δηλαδή, να αυξηθούν τα φορολογικά βάρη για τα "υποζύγια" του πληθωρισμού και να αυξηθούν τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ.
  • Να επιδιωχτεί η μείωση των ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης με νέα "μέτρα για τη συγκράτηση των δανειακών τους αναγκών στα προβλεπόμενα όρια". Μεταξύ άλλων, προτείνει "να ενταθούν οι προσπάθειες είσπραξης των καθυστερούμενων οφειλών και ασφαλιστικών εισφορών και να εξαντληθούν τα περιθώρια για τη συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών με αποτελεσματικότερο έλεγχο των ασφαλιστικών παροχών".
  • "Να ληφθούν μέτρα με σκοπό των εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των δημόσιων επιχειρήσεων" με την επανεξέταση της τιμολογιακής τους πολιτικής.
  • Να παρθούν "μέτρα που να ενισχύουν την παραγωγικότητα ή να οδηγούν σε συμπίεση του κόστους εργασίας" και γενικότερα μέτρα στην κατεύθυνση της "διαρθρωτικής προσαρμογής, που θα αποβλέπουν στη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής, ώστε να μειωθεί το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων".

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ