Μεγάλο είναι, στο διάστημα 1990-1994, το άνοιγμα ανάμεσα στις τιμές που απολαμβάνουν οι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) για τα προϊόντα τους και τις αυξήσεις που πληρώνουν για την αγορά εφοδίων και γενικότερα τους συντελεστές κόστους, που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, σε τρέχουσες τιμές, από το 1990 μέχρι το 1994, ο γενικός δείκτης τιμών φυτικής και ζωικής παραγωγής αυξήθηκε κατά 54,01%, ενώ, αντίστοιχα, ο γενικός δείκτης των συντελεστών κόστους αυξήθηκε κατά 68,77%. Δηλαδή, έχουμε μια επιβάρυνση των συντελεστών κόστους, συγκριτικά, κατά 14,76 μονάδες. Κάτι, που δείχνει παραστατικά την κατάσταση που βιώνουν καθημερινά στο πετσί τους, τα τελευταία χρόνια, οι αγρότες της χώρας.
Η επιπλέον των τιμών παραγωγού αύξηση των συντελεστών κόστους αποτελεί άλλη μια αρνητική παράμετρο για την αγροτική μας οικονομία, που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην αγροτική παραγωγή. Πρακτικά, καταφέρει διπλό πλήγμα στην ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία, γιατί, από τη μία, συμβάλλει καίρια στη συρρίκνωση του εισοδήματος των παραγωγών και φυσικά, των επενδύσεων, και, από την άλλη, κάνει δυσμενέστερους τους όρους εμπορίου, σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της ντόπιας παραγωγής. Εδώ, είναι περισσότερο από εμφανής η ευθύνη των εκάστοτε κυβερνήσεων, που, όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε να σταματήσουν τη φρενήρη ανοδική πορεία των συντελεστών του κόστους, αλλά αντίθετα, με τις πολιτικές επιλογές και τα μέτρα τους, τροφοδότησαν την ακρίβεια.
Τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και η τωρινή του ΠΑΣΟΚ, έχουν "γαντζωθεί" στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θεωρούν ως πανάκεια τους νόμους της ελεύθερης - στην πραγματικότητα ασύδοτης - δράσης των εμποροβιομηχάνων στην αγορά, που προκαλεί όλη αυτή την οδυνηρή κατάσταση. Και αντί λοιπόν να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων για τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα, ώστε να επιτευχθεί η ανάκαμψη και η ανάπτυξη, προτιμούν να ενισχύουν την κάθε λογής κερδοσκοπία σε βάρος των αγροτών και κτηνοτρόφων, αδιαφορώντας για τις έως τώρα συνέπειες και για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Γιατί, σε τελική ανάλυση, και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ακολουθούν τους νόμους της απελευθέρωσης της αγοράς, αλλά έχουν βρει τρόπους να καταπολεμήσουν την αύξηση του κόστους, όπως π.χ. με την επιδότηση των στοιχείων του κόστους. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αφού απελευθέρωσαν την αγορά, π.χ. λιπασμάτων, καυσίμων, ζωοτροφών, άφησαν εντελώς ασύδοτους τους εμπόρους να πουλάνε όσο θέλουν. Κατά τα άλλα, μοιράζουν αφειδώς υποσχέσεις για μείωση της τιμής των καυσίμων για αγροτική χρήση και για μέτρα ελέγχου των τιμών. Ο στόχος είναι να κάμψουν, έστω και προσωρινά, τις δικαιολογημένες αντιδράσεις, των παραγωγών...
Εξετάζοντας κανείς τα σχετικά στοιχεία της ΕΣΥΕ για τη χρονική περίοδο 1990-1994, διαπιστώνει ότι οι δείκτες τιμών των αναλώσιμων υλικών, που συμβάλλουν στο κόστος παραγωγής και ειδικά αυτών των υλικών που απελευθερώθηκε η αγορά τους, παρουσίασαν "ρεκόρ" αύξησης. Ο δείκτης τιμών στα αναλώσιμα μέσα αυξήθηκε, στη διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας, κατά 71,02% και ο δείκτης του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου κατά 61,22%. Ειδικότερα στα καύσιμα, λιπάσματα και ζωοτροφές, προϊόντα στα οποία η κυβέρνηση ΝΔ απελευθέρωσε τις τιμές, οι αυξήσεις που σημειώθηκαν είναι "αστρονομικές". Στο τέλος του 1994, τα καύσιμα σημείωσαν αύξηση της τιμής 113,04% έναντι του '90. Ειδικά, η αύξηση έφθασε στο πετρέλαιο 145,49%, τα λιπάσματα 92,55% και τις ζωοτροφές σε 54,87%. Από κει και πέρα, στο πολλαπλασιαστικό υλικό που χρησιμοποιούν στις καλλιέργειές τους οι αγρότες, η τιμή ανέβηκε 46,05% και στα γεωργικά φάρμακα 30,69%. Στο ηλεκτρικό ρεύμα, είχαμε άνοδο της τάξης του 22,81%. Σ' ό,τι αφορά το σχηματισμό του πάγιου κεφαλαίου, το κόστος μηχανημάτων και εξοπλισμού ανέβηκε 55,01% και των κτιριακών εγκαταστάσεων 61,22%. Αξίζει να τονιστεί πως το κόστος του χρήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, μόνο στην τριετία 1990-1993 αυξήθηκε κατά 69,4%...
Από την άλλη, ο γενικός δείκτης τιμών των προϊόντων φυτικής παραγωγής που απολαμβάνουν οι αγρότες, αυξήθηκε στο διάστημα 1990-1994 κατά 54,28% και της ζωικής παραγωγής για τους κτηνοτρόφους κατά 53,35%. Στη φυτική παραγωγή, οι πιο πενιχρές αυξήσεις σημειώθηκαν στα δημητριακά 27,22%, τις βιομηχανικές καλλιέργειες 47,69% και τα εσπεριδοειδή 48,26%. Ειδικότερα, η τιμή του σκληρού σιταριού σε όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης τετραετίας σημειώθηκε αύξηση μόνο κατά 16,05% και στον καπνό 17,30%. Στη ζωική παραγωγή, οι πιο μικρές αυξήσεις σημειώθηκαν στα κοτόπουλα 33,04% και στα κρέατα 42,19%. Οσον αφορά τα κρέατα, την πιο ισχνή αύξηση είχε το βοδινό 29,73% και ακολουθεί το κατσίκι με 34,72%. Και οι αυξήσεις αυτές αναφέρονται σε τρέχουσες τιμές, που, αν αποπληθωριστούν, οδηγούν σε δραματική μείωση σε πραγματική αξία. Ολα αυτά φαίνονται παραστατικά στους πίνακες που παρατίθενται.
Κώστας ΔΕΤΣΙΚΑΣ