Σύμφωνα με μελέτη της ICAP, το 1993 αυξήθηκαν τα χρέη της "ιδιωτικής πρωτοβουλίας" κατά 18,2%. Οι συνολικές οφειλές 11.600 επιχειρήσεων άγγιξαν τα 8 τρισ. δραχμές από 6,7 τρισ. το 1992. Ωστόσο, ελέω λιτότητας, αυξήθηκαν σημαντικά τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων
Παγιώνεται η "νέα" γενιά προβληματικών επιχειρήσεων - μέσω της υπερχρέωσης - στο χώρο της βιομηχανίας και του εμπορίου. Την ίδια ώρα ενισχύεται ο "σκληρός" πυρήνας εκείνων των επιχειρήσεων που αυξάνουν με σημαντικούς ρυθμούς τα κέρδη του. Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των οικονομικών στοιχείων 11.600 επιχειρήσεων - βιομηχανικών εμπορικών και παροχής υπηρεσιών - για το 1993 που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η εταιρία ICAP. Συγκεκριμένα, η έρευνα "δείκτης πιστοληπτικής ικανότητας" έγινε με βάση 4.500 βιομηχανικές επιχειρήσεις, 4.800 εμπορικές και 2.300 επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP από τη σύγκριση των ισολογισμών του 1993 και του 1992 βιομηχανικών επιχειρήσεων προκύπτει αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά 72%.Επίσης, αύξηση των μεσοπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά 68% και, τέλος, μείωση των ιδίων κεφαλαίων κατά 43%!Αντίθετα, οι κερδοφόρες επιχειρήσεις "συγκράτησαν" το κόστος παραγωγής, το οποίο αυξήθηκε μόλις κατά 1,8% έναντι της αύξησης των πωλήσεων κατά 11%.
Από την εξέταση των ισολογισμών των εμπορικών επιχειρήσεων προέκυψε υπερδιπλασιασμός των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (109%), μείωση του περιθωρίου μεικτού κέρδους κατά 9% και αύξηση των χρηματοοικονομικών δαπανών κατά 79%. Αντίθετα, οι λίγες και υπερκερδοφόρες είχαν μείωση των βραχυπρόθεσμών υποχρεώσεων κατά 37% και αύξηση του περιθωρίου μεικτού κέρδους κατά 24%.
Από τη σύγκριση των ισολογισμών 1993 και 1992 των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (εκτός τραπεζών και ασφαλειών) προέκυψε τριπλασιασμός των απαιτήσεων (219%), υπερτριπλασιασμός των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (247%) και αναστροφή του κερδοφόρου αποτελέσματός τους από κέρδη 2,2 δισ. σε ζημιές 0,6 δισ. δρχ. Αντίθετα, το κερδοφόρο κομμάτι των εταιριών παροχής υπηρεσιών αύξησε τα καθαρά πάγια κατά 74%, τα ίδια κεφάλαια κατά 188%, μείωσε τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις κατά 51% και αύξησε το περιθώριο λειτουργικού κέρδους κατά 869% (από 0,6 δισ. δρχ σε 5,5 δισ. δρχ. )!
Συνολικά οι 11.600 επιχειρήσεις του "δείγματος της έρευνας της ICAP έχουν οφειλές που προσεγγίζουν το 1993 τα οκτώ (8) τρισεκατομμύρια δραχμές έναντι 6,74 τρισ. δρχ. το 1992!Από το ίδιο δείγμα άριστη έως καλή πιστοληπτική ικανότητα είχε το 1993 το 48,9% των επιχειρήσεων έναντι του 49,1% το 1992. Ικανοποιητική είχε το 1993 το 13,9% έναντι του 14,2% το 1992. Τέλος, "ευαίσθητη έως ανύπαρκτη" πιστοληπτική ικανότητα είχε το 37,25 των επιχειρήσεων το 1993 έναντι του 36,7% το 1992. Με απλά λόγια χειροτέρευσε, αυξήθηκε το ποσοστό των "προβληματικών" επιχειρήσεων.
Την ίδια περίοδο οι εταιρίες με ανύπαρκτη πιστοληπτική ικανότητα δεν είχαν καθόλου καθαρά κέρδη, ενώ μειώθηκε από 11,8% σε 9,3% των εταιριών που είχαν κέρδη με πιστοληπτική ικανότητα "ικανοποιητική". Τέλος, το ποσοστό των εταιριών με άριστη πιστοληπτική ικανότητα που αύξησαν τα καθαρά κέρδη τους αυξήθηκε από 88,2% το 1992 σε 90,7% το 1993... τα πραγματικά καθαρά κέρδη είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα. Ετσι, η ICAP παρατηρεί ότι ο υπερδιπλασιασμός των ζημιών των επιχειρήσεων χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητα επηρεάζει τόσο την αύξηση των κερδών των "υγιών" επιχειρήσεων όσο και τη μείωση σε πραγματικούς αριθμούς των κερδών του συνόλου των εταιριών.
Σχετικά με την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων η ICAP επισημαίνει ότι: Οι εταιρίες με άριστη πιστοληπτική ικανότητα αύξησαν την αποδοτικότητα των κεφαλαίων τους από 12,19% το 1992 σε 14,12% το 1993.
Αντρέας ΠΕΤΣΙΝΗΣ