ΦΩΤΗ ΤΣΙΓΚΑ
Ο Νίκος Μ. Κοϊνης,επίτιμος δικηγόρος, επίτιμος πρόεδρος του Παραρτήματος Ν. Ερυθραίας και Β. Αττικής της ΠΕΑΕΑ, από το Κουπάκι Δωρίδας - Φωκίδας, πρόσφερε 50.000 δρχ. στο ΚΚΕ, στη μνήμη του εκλεκτού συμπατριώτη και συναγωνιστή του ΦΩΤΗ ΤΣΙΓΚΑ,εξαίρετου ανθρώπου, φλογερού αγωνιστή για τα ανώτερα ιδανικά της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, άξιου λαϊκού ηγέτη και καταξιωμένου επιστήμονα - δικηγόρου, που τον δολοφόνησαν στις 30-5-1946 ταπεινά όργανα της τυφλής μισαλλοδοξίας.
Με την ευκαιρία εκφράζει τα θερμά συγχαρητήριά του προς τον επίσης λαμπρό και ξεχωριστό συμπατριώτη του και αγνό αγωνιστή για τα ίδια ιδανικά Γιώργο Κατσίμπα,τ. βουλευτή, για την ευγενική προσφορά του για την ανέγερση ανδριάντα του Φ. Τσίγκα στην Αμφισσα.
Διατυπώνει, παράλληλα, και ένα βαρύτατο κατηγορώ κατά της δημάρχου Αμφισσας, Γιώτας Γαζή και της πλειοψηφίας του Δημοτικού Συμβουλίου της, για την ανιστόρητη, μικρόψυχη και μισαλλόδοξη απόφασή τους να μη δεχτούν την ανέγερση του προαναφερθέντος ανδριάντα. Απόφαση που του προκαλεί αίσθημα ντροπής για το πνεύμα που επικρατεί στην τωρινή πλειοψηφία της ηγεσίας του πρώτου δήμου και πρωτεύουσας του νομού της ιδιαίτερης πατρίδας του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ
Ο Τάκης Τομπουλίδης,από τη Θεσσαλονίκη, διαβάζοντας στο "Ρ" την αναγγελία του θανάτου του συναγωνιστή του Παναγιώτη Πετρουλάκη, ανάμεσα στ' άλλα γράφει: "Τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου με τον Παναγιώτη και άλλους ανυπόταχτους αγωνιστές - μετά από καψώνια, ξύλο, βασανιστήρια, "βρεθήκαμε" σε μια χαράδρα της Μακρονήσου σαν "αμετανόητοι". Εβδομος λόχος του Βέτο. Σύρμα. Απομόνωση. Μας "πήγανε" εκεί για αναμόρφωση.
Οι νεότεροι σε λατομεία να σπάνε πέτρα και οι άλλοι φάλαγγα με αγκωνάρια στην πλάτη και κυνηγητό με ρόπαλα. Ξύλο. Πολύ ξύλο. Ημασταν δεμένοι σαν μια γροθιά. Μοιράζαμε την ανάσα μας. Και πίστη στα ιδανικά μας και ενθουσιασμός.
Στα μέσα του Γενάρη φέρανε στο σύρμα έναν βασανιστή Αλφαμίτη με μαλλιά σαν άχυρο, πάντα αχτένιστος και αναμαλλιασμένος. Χτυπούσε άγαρμπα και γελούσε τρανταχτά. Αμα έβλεπε φίδια, και είχε πολλά, τα κυνηγούσε, τα 'πιανε με τα χέρια από το λαιμό κοντά στο κεφάλι, χαχάνιζε και μας φοβέριζε μ' αυτά.
Σ' ένα καψώνι το παράκανε. Χτυπούσε λυσσασμένα και μας αποκαλούσε "Μπούλγκαροι". Ράγισαν κάμποσα πλευρά και κεφάλια εκείνη τη μέρα. Δεν κρατήθηκε ο Παναγιώτης Πετρουλάκης, αγανάχτησε, τον άρπαξε από το λαιμό και τον τράνταξε. Θα τον έπνιγε. "Βρε κάθαρμα, ελληνικά δεν ξέρεις; Εμάς λες Μπούλγκαροι; ε;". Μπήκανε στη μέση οι δικοί μας, τρόμαξαν ν' αποσπάσουν τον βασανιστή. Είχε θολώσει το μάτι του. Κιτρίνισε ο Αλφαμίτης, κρατούσε το λαιμό του φοβισμένος. Πήγε και τα είπε στον Διοικητή του. Ηρθανε σε λίγο κουστωδία, φώναζαν, "ανταρσία", "αντίσταση κατά της Αρχής", "στρατοδικείο"." "Που είναι ο αντάρτης; "
Οι δικοί μας πήρανε τον Παναγιώτη και τον πήγανε στον κουρέα. Δικός μας εξόριστος κι αυτός. Τον κούρεψε "γουλί", του ξύρισε και το μουστάκι και σαν τραυματία τον πήγανε στο πρόχειρο "νοσοκομείο" στο τσαντίρι. Είχε που είχε αρκετούς χτυπημένους, που να τον έβρισκαν;
Σε λίγες μέρες έφυγε το χτήνος ο κοκκινοτρίχης.
Ωρα σου καλή Παναγιώτη".