Η υπόθεση των ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ πήρε, ήδη, το δρόμο της Δικαιοσύνης. Οι πολιτικές ευθύνες, όμως, για τη δημιουργία ενός ακόμα σκανδάλου, που συνδέεται με τις κρατικές προμήθειες, οι οποίες αναμφίβολα υπάρχουν, πρέπει να καταλογιστούν και να αποδοθούν. Η απονομή αυτών των ευθυνών δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από τους εργαζόμενους και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα, που δεν έχουν κανένα συμφέρον από την επιβολή μιας πολιτικής ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Αυτή ακριβώς την απονομή λαϊκής δικαιοσύνης είναι που τρέμουν τα κόμματα του δικομματισμού, τα οποία, τώρα που ήρθε στο προσκήνιο η υπόθεση της προμήθειας των ψηφιακών παροχών, κυρίως λόγω της άγριας σύγκρουσης των ισχυρών συμφερόντων, επιχειρούν να συσκοτίσουν τις ευθύνες τους και να αποπροσανατολίσουν για τη βασική αιτία που γεννάει τέτοια σκάνδαλα: Την ίδια την πολιτική που εφαρμόζουν.
Στην αρχή, η κυβέρνηση Σημίτη επιχείρησε να υποβαθμίσει το θέμα και μάλιστα, διά του εκπροσώπου της Δ. Ρέππα, επιχείρησε να προκαταλάβει τη Δικαιοσύνη και προεξόφλησε ότι δεν υπάρχουν παρατυπίες στο διαγωνισμό για την παροχή των ψηφιακών παροχών στις εταιρίες "Ιντρακόμ" και "Ζίμενς" (!).
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Σημίτη δεν έχει καμία διάθεση να δυσαρεστήσει και, πολύ περισσότερο, να συγκρουστεί με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τις προμήθειες στον ΟΤΕ.
Στη συνέχεια, όταν διαπίστωσε ότι το θέμα έπαιρνε διαστάσεις, προκειμένου να αποφύγει τη γενική κατακραυγή για τη μεροληπτική (επιεικής χαρακτηρισμός) στάση της υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων, προτίμησε να σφυρίξει αδιάφορα και να καταφύγει στις γενικολογίες περί της "ανάγκης να χυθεί άπλετο φως", "να λάμψει η αλήθεια" και άλλα τέτοια εύηχα, αλλά τόσο ανούσια.
Παράλληλα, η κυβέρνηση επιχείρησε αντιπερισπασμό, προκειμένου "να βάλει στο παιχνίδι" και τη ΝΔ και να την καταστήσει συνυπεύθυνη, "αποκαλύπτοντας" τη συμμετοχή του εκπροσώπου της ΝΔ Πρ. Παυλόπουλου, με τη γνωμοδότησή του υπέρ των δύο εταιριών "Ιντρακόμ" και "Ζίμενς".
Φυσικά, ούτε λέξη δεν έχει ειπωθεί από κανένα κυβερνητικό ή κομματικό στέλεχος - προς δόξαν της "πολυφωνίας"... - για τις εξόφθαλμες πολιτικές ευθύνες που επωμίζονται οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την πολιτική "ξέφραγο αμπέλι" που εφάρμοσε στον ΟΤΕ. Ταυτόχρονα όμως, δε λείπουν οι προσπάθειες, οι οποίες περιορίζονται προς το παρόν στο παρασκήνιο, να ενταχθεί η υπόθεση στην εσωκομματική διαμάχη εξουσίας. Είναι προφανές ότι οι αντιμαχόμενες ομάδες, αν τους δοθεί ευκαιρία, δε θα διστάσουν να πλήξουν τους αντιπάλους τους, με αφορμή την υπόθεση των ψηφιακών. Οπότε, από αυτή την άποψη, πρέπει να υπάρχει μια αναμονή εξελίξεων...
Η ηγεσία της ΝΔ αρχικά κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση με την κυβέρνηση και επιχείρησε να υποβαθμίσει το θέμα, οχυρωμένη πίσω από τη θέση ότι "δε σχολιάζει υποθέσεις που εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη". Οι αντιδράσεις, όμως, στο εσωτερικό του κόμματος, που εκδηλώθηκαν με την κίνηση των 24 βουλευτών, υποχρέωσαν τον Μ. Εβερτ να εγκαταλείψει την "ουδέτερη" στάση και αφ' ενός να "καταγγείλει" την παρέμβαση του κυβερνητικού εκπροσώπου και από την άλλη να απειλήσει με σύσταση εξεταστικής επιτροπής της Βουλής. Τελικά, χτες παραιτήθηκε από αυτή την ιδέα και παραμένει στην υπόθεση των γενικόλογων επισημάνσεων και διαπιστώσεων.
Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η στάση αυτή του Μ. Εβερτ, ο οποίος ουσιαστικά παραιτείται από το αντιπολιτευτικό του καθήκον να ελέγξει την κυβέρνηση, συμβάλλει αντικειμενικά στο κουκούλωμα και στο συμψηφισμό. Η εξήγηση είναι απλή: Τόσο το δικό του βλέμμα, όσο και αυτό του πρωθυπουργού είναι στραμμένο στα κελεύσματα των μεγάλων αφεντικών, την εύνοια των οποίων εκλιπαρούν.
Με αυτή, όμως, την πολιτική στάση και συμπεριφορά είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι νέα σκάνδαλα διασπάθισης και ξεπουλήματος της δημόσιας παρουσίας θα αναπαράγονται ως μανιτάρια.
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ