Πώς η ανθρωπότητα ανακάλυψε και πάλι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μετά την κατάργησή τους από τον Θεοδόσιο. Η βιομηχανική επανάσταση και η ανάπτυξη του αθλητισμού πριν το 1896
Στις 6 του Απρίλη συμπληρώνονται 100 χρόνια από την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Τη Δευτέρα 6 Απρίλη 1896, στο "Καλλιμάρμαρο", που είχε ανακαινιστεί με χρήματα του Γ. Αβέρωφ και είχε εγκαινιαστεί μια μέρα νωρίτερα, άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού. Εξήντα χιλιάδες Αθηναίοι και Πειραιώτες, άλλοι από περιέργεια και άλλοι από σεβασμό στα ιδανικά που καλλιεργήθηκαν επί αιώνες στον ιερό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας, κατέκλυσαν το Παναθηναϊκό Στάδιο για να καμαρώσουν και να χειροκροτήσουν την πρώτη παγκόσμια αθλητική συνάντηση νέων.
Χάρη στην κληρονομιά των προγόνων της, η φτωχή και χρεοκοπημένη τότε Ελλάδα, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κινήματος, που έμελλε να κυριαρχήσει, επηρεάζοντας πολιτιστικά και οικονομικά την ανθρωπότητα.
Στον αιώνα που πέρασε άλλαξαν πολλά. Η Αθήνα των εκατό χιλιάδων, εξελίχθηκε σε μεγαλούπολη εκατομμυρίων. Η φουστανέλα του Σπ. Λούη αντικαταστάθηκε από τη φόρμα της "Αντίντας". Η κορδέλα του τερματισμού, από το φώτο φίνις. Ο κότινος, από τα παχυλά πριμ. Το κρασάκι με το οποίο οι Σπαταναίοι κέρναγαν τους μαραθωνοδρόμους το 1896, από τα στεροειδή και τις βιταμίνες. Το συναίσθημα παραχώρησε τη θέση του στα οικονομικά συμφέροντα και γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες άνθησε μια κολοσσιαία βιομηχανία θεάματος.
Αν η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διαφυλάξει το ρομαντισμό και να υπερασπιστεί τη φιλοσοφία των αγώνων της αρχαιότητας, δε φέρει αποκλειστικά την ευθύνη. Στις 23 Ιούνη 1894, όταν στο Συνέδριο της Σορβώνης ο Γάλλος διανοούμενος και οραματιστής Πιερ Ντε Κουμπερτέν κι οι εκπρόσωποι των δέκα πιο αναπτυγμένων οικονομικά κρατών της εποχής (Σουηδία, ΗΠΑ, Βοημία, Ουγγαρία, Μ. Βρετανία, Αργεντινή, Ν. Ζηλανδία, Ιταλία, Γαλλία, Ρωσία) αποδέχτηκαν την αυθόρμητη πρόταση του Δημήτρη Βικέλα για αναβίωση των αγώνων στη χώρα που γέννησε τα ολυμπιακά ιδεώδη, η Ελλάδα ήταν ένα χρεοκοπημένο κράτος. Οι Αγγλοι αξίωναν να ασκούν έλεγχο στα οικονομικά για να δώσουν νέο δάνειο, τα εκατομμύρια από τη σκληρή φορολογία πήγαιναν για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων και ο Τρικούπης την 1η του Δεκέμβρη 1893 κήρυχνε επίσημα στη Βουλή την πτώχευση του κράτους με τη φράση που έμεινε στην ιστορία, "δυστυχώς επτωχεύσαμεν".
Κι όμως η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος που μπορούσε να αναβιώσει χωρίς πισωγυρίσματα, μια φιλοσοφία που δεν έμενε μόνο στο αγωνιστικό μέρος της υπόθεσης, αλλά ήταν άριστα συνδεδεμένη με την πνευματική διαπαιδαγώγηση των νέων και την ευγενή άμιλλα μεταξύ κρατών, πόλεων και ατόμων.
Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι είχαν προ πολλού ξεκινήσει την αθλητική οργάνωση των κοινωνιών τους. Είχαν εισάγει τη φυσική αγωγή στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά τα οράματά τους κινούνταν αποκλειστικά στην καλύτερη προετοιμασία των νέων για τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Η φιλοσοφία αυτή κυριάρχησε στο γερμανικό σύστημα γυμναστικής, ενώ οι Σουηδοί ένα βήμα πιο μπροστά, συνδύασαν τις ασκήσεις φυσικής αγωγής με την ανατομία και τη βιολογία του ανθρώπου. Εγγλέζοι κι Αμερικάνοι έδιναν μεγαλύτερο βάρος στα ομαδικά παιχνίδια, αλλά πάντα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, όπου συμμετείχε το τμήμα εκείνο της νεολαίας που προερχόταν από τις πιο πλούσιες οικογένειες.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε χώρα, εκτός της Αφρικής, χωρίς κάποια μορφή σύγχρονης αθλητικής δραστηριότητας. Η Αυστραλία συναγωνιζόταν την Αγγλία στην κολύμβηση. Στις ΗΠΑ κάνουν την εμφάνισή τους οι σύλλογοι του κρίκετ, του μπέιζμπολ, του ράγκμπι, της πυγμαχίας. Στην Ινδία οι αριστοκράτες καλλιεργούν το χόκεϊ επί χόρτου. Οι Βρετανοί οργανώνουν το ποδόσφαιρο.
Η ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς, οδήγησε νομοτελειακά και στη διεθνοποίηση του αθλητισμού. Το 1881 ιδρύεται η Διεθνής Ομοσπονδία Γυμναστικής. Μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες των Αθηνών, κάνουν την εμφάνισή τους οι Διεθνείς Ομοσπονδίες Κωπηλασίας και Ιππασίας το 1892.
Η έννοια "Ολυμπιακοί Αγώνες", μετά το διάταγμα του Θεοδοσίου το 393 για την κατάργησή τους, επανέρχεται στο προσκήνιο στις αρχές του 16ου αιώνα. Ο Γερμανός δικηγόρος Γιόχαν Ακβιλ οργανώνει, το 1516 στο Μπάντεν, αγώνες επίδειξης, τους οποίους ονομάζει Ολυμπιακούς. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αγγλος δραματουργός Τόμας Κιντ (1544 - 1590), ανεβάζει στο θέατρο σκηνές από την ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων. Το 1604 ο συμπατριώτης του δικηγόρος Ρόμπερτ Ντόβερ, οργανώνει τους "αγγλικούς Ολυμπιακούς Αγώνες". Ανάλογες μαρτυρίες για διεξαγωγή αγώνων με την επωνυμία Ολυμπιακοί, έρχονται από τη Σουηδία το 1830 και το Μόντρεαλ του Καναδά το 1844.
Παρά τη ραγδαία ανάπτυξη του αθλητισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, δύσκολα θα στεφόταν με επιτυχία η αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων σε άλλη χώρα. Ελειπε η παράδοση, ο ενθουσιασμός, η θεωρητική τεκμηρίωση της φιλοσοφίας του, στοιχεία απαραίτητα για την επιτυχία του καινούριου, την εποχή εκείνη. Αντίθετα περίσσευε η αμφισβήτηση κι η άγνοια. Ο Πιερ Ντε Κουμπερτέν έκανε αγώνα για να εισάγει τη γυμναστική στο εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας και το 1900 άκουγε με έκπληξη τους συμπατριώτες του να δίνουν προτεραιότητα στη διεθνή εμπορική έκθεση, αγνοώντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη διεξαγωγή των οποίων είχαν αναλάβει. Αν είχε γίνει πραγματικότητα η αρχική σκέψη του Πιερ Ντε Κουμπερτέν να ξεκινήσει η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1900 από το Παρίσι, οι πιθανότητες να αποτύχει η όλη προσπάθεια, ήταν πολλές. Οι Γάλλοι που ήταν πρωτοπόροι στην αθλητική οργάνωση, δεν ενθουσιάστηκαν από την ιδέα του Πιερ Ντε Κουμπερτέν για διοργάνωση των 2ων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι οργανωτές της έκθεσης, που δεν ήταν άλλοι από την αστική τάξη της εποχής, αρνούνταν όχι μόνο να εντάξουν τα αγωνίσματα στο πρόγραμμα της έκθεσης, αλλά δεν ήθελαν ούτε καν να αναφέρουν τις λέξεις Ολυμπιακοί Αγώνες. Κι ενώ οι Γάλλοι καμάρωναν για τον πύργο του Αϊφελ, στη χώρα δεν υπήρχε ούτε ένα στάδιο με στίβο. Οι αγώνες φιλοξενήθηκαν στον χορταριασμένο χώρο του ιππικού ομίλου, σε μια έκταση με δέντρα, στα κλαδιά των οποίων σταματούσαν τα ακόντια και οι δίσκοι των αθλητών και κράτησαν από το Μάη μέχρι τον Οκτώβρη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα στο Σεν Λούις, οι Αμερικάνοι απέδειξαν ότι αγνοούσαν παντελώς την ιστορία και τη φιλοσοφία των αγώνων της αρχαιότητας. Παράλληλα με το επίσημο πρόγραμμα, οργάνωσαν ανθρωπολογικούς αγώνες για τα παιδιά... των κατώτερων φυλών, με αναρριχήσεις σε στύλους και λασπομαχίες. Οι φυλετικές διακρίσεις και ο χαβαλές, σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.
Στη φτωχή Ελλάδα οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Από το 1838 καθιερώθηκε η γυμναστική κάθε Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα στα γυμνάσια, ενώ το άκουσμα και μόνο των λέξεων Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν αρκετό για να προκαλέσει χειροκρότημα και ενθουσιασμό. Το γεγονός ότι η Αθήνα των 150.000 κατοίκων, γέμισε το 1896 ένα στάδιο 60.000 θέσεων, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι οι Ελληνες ήταν έτοιμοι να αναβιώσουν τις παραδόσεις των προγόνων τους. Κι όπως έγραψε το 1984 ο Σκοτσέζος καθηγητής φυσικής αγωγής Μακ Ναμπ, "η Ολυμπιάδα του 1896 στην Αθήνα, αν και κάπως πρωτόγονη, ήταν πλημμυρισμένη από ρομαντικό ιδεαλισμό, τελέστηκε στο γεμάτο ατμόσφαιρα στάδιο και το ελληνικό κοινό, ήταν γεμάτο άδολο πάθος".
Η Ελλάδα με τον ενθουσιασμό που αγκάλιασε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εν μέρει έκανε το καθήκον της. Αν δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει στη διεθνή κοινότητα στο βαθμό που μπορούσε και θα 'πρεπε, το σεβασμό στα ιδανικά της ειρηνικής συμβίωσης, του "ευ αγωνίζεσθαι" και της πνευματικής ανάπτυξης μέσω του αθλητισμού, είναι γιατί ταυτίστηκε με συντηρητικές πολιτικές και δεν μπόρεσε στην πράξη, ή δε θέλησε, να αντισταθεί στις δυνάμεις εκείνες που είδαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως μια τεράστια οικονομική επιχείρηση.
Ο γιγαντισμός, η οικονομική εξάρτηση αθλητών και παραγόντων, η μονοπώληση των διοργανώσεων από τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες και η υποταγή των... Αθανάτων στα συμφέροντα των εταιριών, είναι στοιχεία που πρέπει να εκλείψουν, αν θέλουμε η "Κόκα - Κόλα" να μην ξανανικήσει τον Παρθενώνα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, οι αρχαίοι υμών πρόγονοι μας όρισαν να φυλάττουμε εσαεί Θερμοπύλες.