Εμφανής επιδίωξη του πρωθυπουργού, κατά τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για την πορεία της οικονομίας, την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή, ήταν να επιβεβαιώσει ότι παραμένει ένας καλός - ίσως ο καλύτερος - διαχειριστής των συμφερόντων της οικονομικής ολιγαρχίας και, κατά συνέπεια, ότι ο ρόλος του είναι κυρίαρχος στο παιχνίδι εξουσίας.
Προκειμένου να επιτύχει αυτό το στόχο ο Κ. Σημίτης, άφησε στην άκρη τις ιδεολογίες και τα οράματα και μίλησε με τη γλώσσα που γνωρίζει πολύ καλά, αυτή των αριθμών, οι οποίοι βέβαια προβάλλονται για να υποστηρίξουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει.
Δεν πρόκειται βέβαια για τυχαία τακτική. Μέσα από την επίδειξη έργου, ο Κ. Σημίτης επιδιώκει να πείσει τα λαϊκά στρώματα ότι η "οικονομία νοικοκυρεύεται" και, άρα, μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία, του "νοικοκυρέματος", με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση μπορούν να περιμένουν "καλυτέρευση της ζωής τους".
Και αυτό παρόλο που η πολιτική που εφαρμόζει έχει εξόφθαλμα αντιλαϊκή κατεύθυνση και σπρώχνει καθημερινά όλο και περισσότερους στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Ομως, πασχίζει διαρκώς να καλλιεργήσει την αντίληψη, επιδεικνύοντας τη "βελτίωση των δεικτών", ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και πρέπει όλοι να υποταχθούν στη μοίρα που έχουν διαμορφώσει τα μεγάλα αφεντικά και οι πολυεθνικές. Μάλιστα, προκειμένου να μη φανεί αναξιόπιστος και διαψευστεί μετά από λίγο, αποφεύγει συστηματικά να δώσει υποσχέσεις για καλύτερες μέρες στα λαϊκά στρώματα. Το μόνο που υπόσχεται είναι η κατάκτηση από τη χώρα μιας θέσης στο κέντρο λήψης των αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Εδώ επιστρατεύεται και η κινδυνολογία, η οποία περνά μέσα από το δίλημμα "ή ισότιμη ένταξη στην ΕΕ, ή απομόνωση και αλβανοποίηση".
Επειδή όμως η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι εργαζόμενοι κονιορτοποιεί την κυβερνητική προπαγάνδα, ο Κ. Σημίτης επιχειρεί να την αντιστρέψει και να την προσαρμόσει στα μέτρα της πολιτικής του. Ετσι, χρησιμοποιεί έννοιες όπως ανάπτυξη, παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα κ.ά., οι οποίες έχουν σαφέστατα προσδιορισμένο ταξικό περιεχόμενο από την εφαρμογή της πολιτικής της κυβέρνησης, και επιχειρεί να τις εμφανίσει ως έννοιες που ικανοποιούν τα καθολικά συμφέροντα της κοινωνίας. Δεν πρόκειται βέβαια για πρωτότυπη μέθοδο, αλλά για την κλασική μέθοδο των πολιτικών εκφραστών της άρχουσας τάξης.
Παράδειγμα: Επιχειρεί να πείσει ότι η πτώση του πληθωρισμού ευνοεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, όταν είναι πασίγνωστο ότι η μείωση του πληθωρισμού έχει πληρωθεί ακριβά από τα συνήθη υποζύγια, ενώ δεν ωφελούνται στο ελάχιστο από αυτή. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικά τα μέτρα που προτείνει η επιτροπή Σπράου για τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του πληθωρισμού. Στο σύνολό τους στρέφονται κατά των εργαζομένων, γιατί επιδιώκεται η μείωση των εισοδημάτων τουςώστε να πέσει κι άλλο ο πληθωρισμός. Αλλο παράδειγμα: Η μείωση των επιτοκίων παρουσιάζεται ως θετική εξέλιξη για τα λαϊκά στρώματα, όταν είναι γνωστό ότι έχουν ήδη χάσει, ως μικροκαταθέτες, τουλάχιστον 300 δισ. δρχ., ενώ την ίδια στιγμή εξασφαλίζεται "φθηνό χρήμα" στους μεγαλοβιομηχάνους κ.ά.
Ταυτόχρονα, η έννοια της ανάπτυξης έχει πλήρως κακοποιηθεί από τον Κ. Σημίτη. Η ανάπτυξη της κυβέρνησης συνοδεύεται με διαρκώς αυξανόμενη ανεργία, το μέγεθος της οποίας στη χώρα μας είναι απροσδιόριστο, αφού τα επίσημα στοιχεία η ίδια η Κομισιόν τα θεωρεί αναξιόπιστα και τα πετάει στο καλάθι των αχρήστων. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας ο πρωθυπουργός απέφυγε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εξαγγελία. Εναπέθεσε όλες τις ελπίδες στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία όμως σε καμία περίπτωση - το αποδεικνύει η διεθνής αλλά και η ελληνική εμπειρία - δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα.
Από την άλλη ο Κ. Σημίτης απέκρυψε από το λαό την επερχόμενη αντιλαϊκή λαίλαπα, με αιχμή την κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι φρόντισε να προϊδεάσει για τα αντιλαϊκά μέτρα, λέγοντας ότι παρόλο που η οικονομία προχωρά με βάση το πρόγραμμα "σύγκλισης", η χώρα μας - τι τρομερό! - δεν ανταποκρίνεται ακόμα στα κριτήρια του Μάαστριχτ και θα μείνει εκτός των χωρών που θα ενταχθούν στην "πρώτη ζώνη" του ΕΥΡΩ. Παράλληλα, ανέφερε ότι "τρίτο μεγάλο πεδίο διαρθρωτικών παρεμβάσεων θα αποτελέσουν ζητήματα σχετικά με την αγορά εργασίας και το ασφαλιστικό". Δε χρειαζόταν να "κουραστεί" περισσότερο. Τις επόμενες μέρες επρόκειτο να ακολουθήσει ο βομβαρδισμός της "κοινής γνώμης" μέσω των εκθέσεων του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, οι οποίες μόνο για έλλειψη συγκεκριμένων μέτρων δεν μπορούν να κατηγορηθούν. Το πακέτο των μέτρων που περιλαμβάνεται στις δύο εκθέσεις αποτελούν τον οδηγό της κυβέρνησης για το επόμενο διάστημα, ανεξάρτητα από τους ρυθμούς που θα υλοποιηθούν. Στην ημερήσια διάταξη είναι η "ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας", η κατάργηση του 8ωρου και η μείωση του βασικού μισθού, η υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων, η πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων, η μείωση των συντάξεων, η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης κ.ο.κ.
Ο Κ. Σημίτης ελπίζει ότι θα υφαρπάσει μέσω και του "κοινωνικού διαλόγου" - απάτη την κοινωνική συναίνεση και γι' αυτό αφήνει τους "φιλικούς" ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς - με τη βοήθεια των ΜΜΕ - να καλλιεργούν το έδαφος, επιδιώκοντας να αποφύγει "κοινωνικές εκρήξεις".
Παραγνωρίζει όμως ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλα περιθώρια να κάνουν πίσω. Μόνο στην αντεπίθεση, που θα αποσκοπεί στην ανατροπή αυτής της πολιτικής και την αλλαγή των συσχετισμών, μπορούν να ελπίζουν.
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ