Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Μια ηρωίδα του λαού. Το χρονικό μιας τραγωδίας
ΜΕΡΟΣ 2ο
Ανεβαίναμε σ' ένα στενό μονοπάτι, σε μια πλαγιά με αραιά έλατα και βράχια κοφτερά. Ο καιρός, από στιγμή σε στιγμή, όλο και χειροτέρευε. Ενας δυνατός αέρας με βροχή κι ύστερα από λίγο δρολάπι χιονόνερο, μας έδερνε απ' όλες τις μεριές. Η πορεία στο μονοπάτι, που όσο ανεβαίναμε τόσο πιο πολύ το σκέπαζε το στρώμα του χιονιού, γινόταν όλο και πιο πολύ το σκέπαζε το στρώμα του χιονιού, γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ενα παραπάτημα πάνω στην πέτρα, που είχε πιάσει γυαλί απ' το παγωμένο χιόνι και μπορούσες να βρεθείς στο βάθος της χαράδρας, χωρίς καμιά ελπίδα επιστροφής.
Τα μεταγωγικά του τάγματος ήταν πια αδύνατο να προχωρήσουν. Τα ξεφόρτωσαν, κι έκρυψαν πρόχειρα το μοναδικό κανόνι μας και τον άλλο βαρύ οπλισμό, εκεί γύρω στα βράχια.
Το δικό μας το μουλάρι πάλεψε φιλότιμα, όσο μπόρεσε. Στο φρύδι ενός γκρεμού, τα πισινά του πόδια γλίστρησαν πάνω στον πάγο και έπεσε προς τα πίσω. Μόλις που πρόφτασα ν' αφήσω την αλυσίδα. Θα με τραβούσε και μένα μαζί του.
Στάθηκα βουβός, κι άκουγα το κατρακύλισμα μέσα στο σκοτάδι. Το μοναδικό ζώο που πήρε μέρος στην πορεία μας κι έφτασε τόσο κοντά στον αυχένα της Νιάλας, με όλο το πολύτιμο φορτίο του, τον πολύγραφο, τις μηχανές κι όλο το υλικό του τυπογραφείου μας, χάθηκε μέσα στην άγρια χαράδρα. Μαζί του χάθηκε και το μαντολινάκι μου. Το δώρο του αδελφού...
- Προχωρείτε! Προχωρείτε!.. Μην κόβετε τη φάλαγγα! φώναζαν κάθε λίγο οι επικεφαλής. Μια καθυστέρηση, ένα κόψιμο της φάλαγγας μέσα σε κείνον το χιονιά και το σκοτάδι, ήταν κίνδυνος θανάτου για τους παραπίσω.
- Προχωρείτε! Προχωρείτε!..
Προχωρούσα μέσα στη φάλαγγα, με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, με τα μάτια μισόκλειστα. Με το ένα χέρι κρατούσα το δίκοχο, και το 'φερνα μπροστά στο πρόσωπο, για να προφυλάξω τα μάτια μου, που έπιαναν απάνω στα τσίνουρα ένα στρώμα από γυαλί.
Ενας επίτροπος προσπέρασε βιαστικά, με το χέρι λυγισμένο μπροστά στα μάτια του, σαν ασπίδα.
- Κουράγιο σύντροφοι! Προχωράτε κοντά - κοντά. Να κρατιέστε ο ένας απ' τον άλλον. Μην κόβετε τη φάλαγγα. Θα περάσουμε! Μετά τον αυχένα θα έχουμε κατήφορο. Κουράγιο!
Η πείνα μου έσκαβε το στομάχι, μέχρι βαθιά στη ραχοκοκαλιά. Στο σακίδιό μου είχα ένα μικρό κουτί γάλα, εβαπορέ. Μας τα είχαν μοιράσει στα Βραγγιανά, πριν ξεκινήσουμε. Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ, τι τρόπο βρήκα και το άνοιξα. Με την πρόκα απ' την αγκράφα του ζωστήρα ή με τα δόντια έκανα μια τρύπα στο κουτί και το ρουφούσα έτσι καθώς περπατούσαμε.
Εχω την εντύπωση πως και κείνο το λίγο γάλα, με βοήθησε πολύ ν' αντέξω στη συνέχεια της πορείας, εκεί που παλικάρια σιδερένια, ψημένα σε δυο αντάρτικα, δεν άντεξαν. Γιατί, απ' τη στιγμή που βγήκαμε απ' τα έλατα και πιάσαμε ψηλά τη γυμνή κορυφογραμμή της Νιάλας, η ανθρώπινη αντοχή ήταν παιχνιδάκι μπροστά σε κείνη την απίστευτη μανία των στοιχείων της φύσης.
Μια κουβέρτα, ξυλιασμένη, σαν άδειο καβούκι από χελώνα, έφυγε απ' τα χέρια κι απ' το κορμί κάποιου πολίτη και πέρασε δίπλα μου σφυρίζοντας. Ταλαντεύτηκε λίγο στον αέρα, σα χαρτάκι που το σηκώνει ο ανεμοστρόβιλος κι ύστερα χάθηκε στο βάθος, μέσα στη θολούρα της θύελλας, που όλο δυνάμωνε.
Είπα πιο πάνω πως είχε ξημερώσει. Μα η μέρα εκείνη δεν είχε και μεγάλη διαφορά απ' τη νύχτα... Ενας θολός άσπρος κύκλος, με ακτίνα πεντέξι μέτρα το πολύ, ήταν όλη η ορατότητα. Ενα άσπρο σταχτί σκοτωμένο κι ένα σφύριγμα μανιασμένο κι αδιάκοπο, έφερνε κύματα - κύματα το παγωμένο χιόνι, που σκόρπιζε γύρω μου το θάνατο.
Είδα δίπλα μου αντάρτες και πολίτες να πέφτουν και να πεθαίνουν σε ένα λεφτό. Εβγαζαν απ' τα ρουθούνια τους λίγο αίμα, τρεμόπαιζαν για μια στιγμή τα βλέφαρα και σε λίγο ήταν νεκροί. Πρέπει, από τον παγωμένο αέρα που αναπνέαμε, να πάθαιναν κάποια ψύξη στο στήθος, να έσπαγαν τα πλεμόνια τους!..
Είδα μια οικογένεια ολόκληρη, μια μάνα με τα δυο παιδιά της, μια κοπελίτσα μέχρι δεκαπέντε χρονών κι ένα αγοράκι ακόμα πιο μικρό, να κάθονται κι οι τρεις αγκαλιασμένοι μέσα στο χιόνι, δίπλα στο μονοπάτι... Δεν μπορούσες να σταθείς. Δεν μπορούσες να σκύψεις στον πεσμένο, να του δώσεις βοήθεια.
- Προχωρείτε! Προχωρείτε!.. Μην κόβετε τη φάλαγγα! ούρλιαζε άγρια κάθε τόσο μια φωνή πίσω μας. Να φτάσουμε κάπου, όσοι μπορέσουμε. Να γλιτώσουμε όσοι καταφέρουμε να περάσουμε αυτό τον αυχένα. Αυτή την παγωμένη ασπριδερή κόλαση!..
Πολλοί απ' τους επικεφαλής, καθώς και οι ντόπιοι σύνδεσμοι, οι οδηγοί, είχαν πεθάνει ή είχαν χαθεί. Η φάλαγγα κόπηκε... Και η πορεία συνεχιζόταν, ακέφαλη σχεδόν, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, χωρίς καμιά δυνατότητα προσανατολισμού.
ΑΥΡΙΟ ΤΟ 3ο ΜΕΡΟΣ