Τα 2/3 των Ελλήνων, σύμφωνα με σχετική μελέτη του Παντείου Πανεπιστημίου που ολοκληρώθηκε το 2003, απαντούν ότι «δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κάνεις τη δουλιά σου» και ότι «τίποτα δεν αλλάζει», με αποτέλεσμα - όταν πρόκειται για προσωπική τους υπόθεση - να δικαιολογούν τη διαφθορά σαν ένα φαινόμενο «κακό» πλην... «αναγκαίο»!
*
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Να πώς φτάσαμε:
«Εγώ απλώς προήδρευα». «Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του».
Αντρέας Παπανδρέου
«Αυτή είναι η Ελλάδα». «Οποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα».
Κώστας Σημίτης
«Το ξέρω ότι είναι μεγάλο το πρόβλημα της διαφθοράς. Είναι προτεραιότητά μου η καταπολέμησή της... Το ξέρετε κι εσείς ότι υπάρχουν επίορκοι υπάλληλοι που παραπέμπονται και δεν τιμωρούνται. Τι θέλετε να κάνω;».
Κώστας Καραμανλής
*
Είτε κάποιες από αυτές τις φράσεις εκστομίστηκαν ευθέως από τα χείλη των παραπάνω πρωθυπουργών, είτε άλλες από αυτές απλώς τους αποδόθηκαν ή τους τις «χρέωσαν», ένα είναι σίγουρο:
Ολες καταγράφηκαν και καταγράφονται στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας ως μια «απόλυτη» αλήθεια. Μια αλήθεια που εμπεδώνεται από την καθημερινότητα, μέσα από την οποία ο απλός πολίτης προσλαμβάνει τη σχέση της πολιτικής εξουσίας με τη διαφθορά ως αδιατάρακτη συνέχεια του δικομματισμού. Προϋπόθεση για να πάψει το φαινόμενο της διαφθοράς να είναι πολιτικά «κατοχυρωμένο», είναι να σπάσει αυτή η αδιατάρακτη συνέχεια.