Λιμάνι και αιγαιοπελαγίτικο χρώμα |
Και, ξαφνικά, μια ευχάριστη δροσιά μας περιβάλλει, ένας ίσκιος βαρύς, αδιαπέραστος από τον ήλιο, σαν προστατευτική ομπρέλα μας αγκαλιάζει. Αλήθεια, πώς βρεθήκαμε εδώ; - σημασία δεν έχει. Αν πιστέψουμε τον Αλτουσέρ, τότε και οι παραισθήσεις αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. Είμαστε στη Σκιάθο, στο νησί του μεγάλου μας διηγηματογράφου, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1850-1929). Περπατάμε στη μικρή χερσόνησο, στο κόσμημα του νησιού, στο Μπούρτζι. Με δέος ακουμπάμε επίμονα το βλέμμα στην ανάγλυφη μορφή του Παπαδιαμάντη. Τα ενετικά ερείπια που σώζονται από την καταστροφή που εξαπέλυσε ο Φραντζέσκο Μοροζίνι το 1660 προσδίδουν μεγαλύτερη αίγλη στο χώρο. Νεοκλασικά κτίρια στεγάζουν κάποιο σχολείο. Μουσικό πρέπει να είναι, από τα ανοιχτά παράθυρα ξεχύνονται παιδικές μελωδικές φωνούλες... Οχι, τελικά δεν είναι σχολείο, είναι το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου. Πλάι του υπάρχει ένα υπαίθριο θέατρο όπου πραγματοποιεί πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μα πώς δεν το είχαμε παρατηρήσει έως τώρα; Καθόμαστε στο Δημοτικό Καφενείο με την πλάτη την πόλη, ποιος έχει διάθεση να δει κόσμο τούτη τη στιγμή; Κανείς. Ο καφές έρχεται. Επιτέλους, ο ήλιος, αποκαμωμένος και ο ίδιος από τα ζεματιστά καμώματά του, βασιλεύει πάνω στα γαλήνια νερά, χαρίζοντας τους λίγο από το χρυσάφι του.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Παπαδιαμάντης |
Αναρωτιέται κανείς γιατί οι Ελληνες ονειρεύονται το Μπαλί, τις Σεϊχέλες και άλλα μέρη εξωτικά και μακρινά καταφεύγοντας σε διακοποδάνεια, θαλασσοδάνεια για την ακρίβεια, όταν σε λίγες μόνο ώρες μπορούν να βρεθούν στον επίγειο και παραθαλάσσιο παράδεισο, όπως είναι οι Κουκουναριές. Πώς φτάσαμε μέχρι εκεί; Μα, φυσικά, κολυμπώντας. Μια πευκόφυτη περιοχή απίστευτης ομορφιάς απλώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Μια παραλία ονειρεμένη, απέραντη, αμμουδερή, φιλική. Στο ανατολικό της άκρο εκβάλλει ένα μικρό ποτάμι, του οποίου οι όχθες συνδέονται με ένα γραφικό γεφύρι. Το φεγγάρι, λαμπρό, φωτεινό εμφανίζεται στο κεντημένο με μικρά αστραφτερά αστεράκια μπλε βαθύ τούλι του ουράνιου στερεώματος. Η ήρεμη θάλασσα μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε και πάλι στα υγρά σωθικά της, υποσχόμενη θαύματα. Να επουλώσει τα εγκαύματα που μας προκάλεσε η απευθείας έκθεση στο μεσημεριανό αθηναϊκό ήλιο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βουτάμε και κολυμπάμε, ακολουθώντας το ασημένιο μονοπάτι που χαράζει η σελήνη. Και, γύρω - γύρω, πότε με πρόσθιο, πότε με ύπτιο, πότε ανάσκελα ακίνητοι σαν πεθαμένοι για να κρατάμε δυνάμεις, αλλά και να έχουμε θέα τον ουρανό, φτάνουμε στο Ασέληνο. Σκοτάδι απόλυτο και ησυχία. Η ανάσα της θάλασσας μόλις που ακούγεται. Σαν ψίθυρος. Μα, πού πήγε το φεγγάρι; Αυτή η πανέμορφη περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, με την όμορφη αμμουδερή ακτή είναι δική μας. Μόνοι, ολομόναχοι, εμείς, η άμμος. Το φλύαρο αεράκι χαϊδεύει το νερό και του διηγείται ιστορίες που δυστυχώς δεν κατορθώνουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε. Στεκόμαστε ακόμα λίγο να ξαποστάσουμε. Εχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να πάμε στον Τρούλλο, στην Αγία Παρασκευή, στον Πλατανιά, στη Μεγάλη Αμμο, στις δαντελωτές ακτές της Καναπίτσας, μα και στο ιστορικό Κάστρο, το χτισμένο σε φυσικά οχυρή τοποθεσία στο βόρειο άκρο του νησιού. Στο Κάστρο που υπήρξε καταφύγιο των κατοίκων στα χρόνια Τουρκοκρατίας και των πειρατικών επιδρομών. Εδώ στη θαλάσσια περιοχή του Κάστρου το 1943 βυθίστηκε το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης».
Σοκάκι του νησιού, όπως το αποτύπωσε ο ερασιτέχνης ζωγράφος στην ακουαρέλα του |
Τ. Δ.
Οταν η φύση έχει κέφια... |
Οταν το πράσινο«αγκαλιάζει»τη θάλασσα... |