Το 1957 ο Ιορδάνης Τσομίδης, όπως και τόσοι άλλοι δεξιοτέχνες μπουζουξήδες, θα φύγει για δουλιά στην Αμερική. Για 15 περίπου χρόνια, θα παίξει σε μαγαζιά της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες, του Σαν Φραντσίσκο, του Χόλιγουντ, του Λας Βέγκας, της Νεβάδα και αλλού. Εκεί θα γίνει ονομαστός όχι μόνον ανάμεσα στους Ελληνες ομογενείς, αλλά και στους Αμερικάνους ακροατές, αποκτώντας διάσημους φίλους και θαυμαστές, όπως ο Τζακ Νίκολσον, η Τζέιν Φόντα, η Σίρλεϊ Μακλέιν και πολλοί άλλοι.
Το 1973, ο Ιορδάνης Τσομίδης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δε θα τα καταφέρει, όμως, και θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο, που ηχογράφησε το 1966 με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Την τελευταία δεκαετία, ο Τσομίδης προτίμησε να δουλεύει σε μικρά μαγαζιά, όπου το μπουζούκι του είχε τον κυρίαρχο ρόλο. Το πρώτο που γινόταν αμέσως αντιληπτό από τους μαγαζάτορες, αλλά και τους πελάτες ήταν ότι θα ανέβαινε στο πάλκο να παίξει μόνον όταν ο ίδιος είχε τη διάθεση κι αυτό γινόταν συνήθως αργά, μετά τις δύο το βράδυ. Το πρόγραμμά του βασιζόταν στην εξής λογική: «Δεν υπάρχει πρόγραμμα, παίζουμε ό,τι μας αρέσει την κάθε φορά».
Ο αυτοσχεδιασμός ήταν ένα εξίσου βασικό χαρακτηριστικό της παρουσίας του Τσομίδη, σε αντίθεση με τη σύγχρονη καθημερινότητα, όπου στα περισσότερα - αν όχι όλα - τα μαγαζιά οι οργανοπαίχτες είναι αναγκασμένοι να λειτουργούν στην υπηρεσία του «τραγουδιστή - φίρμα», παίζοντας σχεδόν το ρόλο του καλά προγραμματισμένου τζουκ μποξ. Τα ταξίμια του Τσομίδη είναι πραγματικά ανεπανάληπτα. Ο οργανοποιός και φίλος του Παναγιώτης Βαρλάς λέει χαρακτηριστικά: «Ο Ιορδάνης μπορεί να σου παίξει μισή ώρα ταξίμι, χωρίς να επαναλάβει ούτε μια φράση, χωρίς να αντιγράψει ούτε μια πενιά».
Για τον Τσομίδη μπορούμε να υποστηρίξουμε άφοβα ότι ήταν ένας από τους πιο πλούσιους μπουζουξήδες. Πλούσιος, βέβαια, στον ήχο του και στην ποικιλία στο παίξιμό του και όχι όσον αφορά την οικονομική του κατάσταση, η οποία ήταν ίδια με αυτήν των περισσότερων παλιών σημαντικών μουσικών του λαϊκού μας τραγουδιού. Γιατί εκτός από τον μποέμικο χαρακτήρα, που δεν του επέτρεψε να κάνει κάποιες ...επενδύσεις, ο Τσομίδης κατάφερε να πάρει ένα μικρό επίδομα από το κράτος μόλις στα 73 του χρόνια.