«Ο χαρακτήρας του Κρατικού Προϋπολογισμού (ΚΠ) για το 2006 είναι βαθύτατα αντιλαϊκός, αφού υπηρετεί την κυβερνητική προσπάθεια αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών αναγκών.
Η κυβέρνηση μέσα και από τον ΚΠ προσαρμόζει τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής διαχείρισης, με γνώμονα τις σύγχρονες ανάγκες της αστικής τάξης της χώρας, δηλαδή:
Ο ΚΠ υπηρετεί τους προαναφερόμενους στόχους αναδιανέμοντας ένα σημαντικό τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας των εργαζομένων, το οποίο συγκεντρώνει το κράτος, προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.
Από την άποψη του ταξικού του προσανατολισμού, ο φετινός προϋπολογισμός κινείται στην κατεύθυνση όλων των προηγούμενων που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και της άρχουσας τάξης και στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας.
Ο ΚΠ αποτελεί εργαλείο υλοποίησης μιας πολιτικής που θυσιάζει τα λαϊκά δικαιώματα και τις κατακτήσεις στο βωμό των συμφερόντων των μονοπωλιακών ομίλων. Η γενική κατεύθυνση αυτής της πολιτικής εφαρμόζεται στο σύνολο των κρατών - μελών της ΕΕ και αποτελεί παράγοντα όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων.
Γι' αυτό και είναι αποπροσανατολιστική η διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ, που εστιάζει στη διαφάνεια του προϋπολογισμού και στις συνέπειες της περιβόητης απογραφής, σε σχέση με την αναγκαιότητα λήψης αντιλαϊκών μέτρων (π.χ. αύξηση των έμμεσων φόρων).
Η κάλπικη αντιπαράθεση κυβέρνησης - ΠΑΣΟΚ επιχειρεί μάταια να συγκαλύψει την ουσιαστική συμφωνία τους στον ταξικό προσανατολισμό της δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά και γενικότερα στους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής.
Αξονες στους οποίους συμφωνούν εξάλλου τα σοσιαλδημοκρατικά και τα φιλελεύθερα κόμματα σε ολόκληρη την ΕΕ και οι οποίοι συνοψίζονται με τη Στρατηγική της Λισαβόνας.
Πρόκειται για ένα στρατηγικό σχέδιο προώθησης των αναδιαρθρώσεων, με στόχο να γίνει η ΕΕ η πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο μέχρι το 2010. Είναι ένα συνεκτικό πλαίσιο αντιλαϊκών μέτρων με το οποίο ο ευρωενωσιακός ιμπεριαλισμός επιχειρεί να απαντήσει στις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά και να δημιουργήσει ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον σε σχέση με τις απαιτήσεις:
1. Αντιμετώπισης του ανταγωνισμού με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και την ανερχόμενη δύναμη, την Κίνα.
2. Αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, μέσα από την επιτάχυνση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, από τις ανατροπές στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
3. Επιτάχυνσης των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με την πολιτική της απελευθέρωσης των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις.
4. Νομιμοποίησης της ταξικής συνεργασίας και υποταγής της εργατικής τάξης στις επιδιώξεις του κεφαλαίου.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατά: Αύξηση των απολύσεων με ταυτόχρονη ενίσχυση της κερδοφορίας - η επίσημη ανεργία φτάνει στο 9%. Σχετική αλλά και για ορισμένα στρώματα απόλυτη εξαθλίωση των λαϊκών οικογενειών. Διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η φτώχεια αγκαλιάζει δεκάδες εκατομμύρια. Διεύρυνση της περιφερειακής ανισομετρίας μέσα στο ίδιο το κράτος, αλλά και ανάμεσα στα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ σε αυτά τα πλαίσια, επαναλαμβάνει και στην Εισηγητική Εκθεση για τον ΚΠ του 2006, την ανάγκη προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας (αγορά εργασίας, δημόσια διοίκηση, φορολογία, επενδυτικά κίνητρα κλπ.), «μεταρρυθμίσεις απαραίτητες για την αύξηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση της απασχόλησης, παράγοντες που αποτελούν τη βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της ταχείας και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης». Την όλη της οικονομική πολιτική την εντάσσει - όπως σημειώνεται στην Εισηγητική Εκθεση - στο «τρίπτυχο της ανταγωνιστικότητας, της εξωστρέφειας και της ανάπτυξης της υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας».
Σε κάθε ευκαιρία η κυβέρνηση, αλλά και οι υπόλοιποι πολιτικοί εκπρόσωποι των συμφερόντων της πλουτοκρατίας, επαναλαμβάνουν την ανάγκη για βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ως βασικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη και ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, για επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Μάλιστα προβάλουν αυτές τις ανάγκες και ως μονόδρομο για την επίλυση των λαϊκών προβλημάτων. Επιδιώκουν δηλαδή, να διασφαλίσουν τη συναίνεση των εργαζομένων, των πλατιών λαϊκών στρωμάτων σε μια πολιτική η οποία επεκτείνει τις σχέσεις ταξικής εκμετάλλευσης, αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Αυτές οι στρατηγικές επιλογές είναι αναγκαίες μόνο για τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, για να απαντήσει στην ανάγκη, στο πρόβλημα της όξυνσης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Αδιάψευστος μάρτυρας γι' αυτό είναι η ίδια η κατάσταση που βιώνει η εργατική τάξη, πλατιά λαϊκά στρώματα, αλλά και δηλώνουν τα ίδια τα στοιχεία. Την τελευταία 25ετία ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε περίπου κατά 60%, η μέση πραγματική αμοιβή αυξήθηκε μόνο κατά 15%, ακόμη και αυτή η μικρή αύξηση ανακόπτεται από την περίοδο 2003-2004, με αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί να παραμένουν καθηλωμένοι ουσιαστικά στα επίπεδα του 1981. Βλέπουμε, δηλαδή, την αδιαμφισβήτητη μείωση του μεριδίου της μισθωτής εργασίας στην πίτα της παραγόμενης, από τους ίδιους αξίας, προς όφελος του κεφαλαίου.
Στα πλαίσια της επιτάχυνσης της διαδικασίας υλοποίησης της Στρατηγικής της Λισαβόνας, η κυβέρνηση της ΝΔ κατέθεσε το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων (υποχρέωση που είχαν αναλάβει όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ από την Εαρινή Σύνοδο Κορυφής του 2005), με το οποίο εξειδικεύει, με βάση και τις ιδιαίτερες ανάγκες της εγχώριας αστικής τάξης, αυτή τη Στρατηγική. Σε αυτό καθορίζονται τέσσερις προτεραιότητες:
α) Η δημοσιονομική πειθαρχία στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
β) Η αύξηση της παραγωγικότητας.
γ) Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
δ) Η αύξηση της απασχόλησης.
Στα πλαίσια αυτά εξειδικεύει μια σειρά μεταρρυθμίσεις. Οι βασικές ενότητες των οποίων, όπως επαναλαμβάνονται και στην Εισηγητική έκθεση για τον ΚΠ, είναι:
1. Η δημοσιονομική προσαρμογή μέσα από:
2. Την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με τη δημιουργία ενός ακόμα πιο ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως αυτό θα διαμορφωθεί με το νέο φορολογικό και αναπτυξιακό νόμο, την αναμόρφωση των κριτηρίων του ΠΔ 89/1967, τις ΣΔΙΤ, την αναθεώρηση του πτωχευτικού δικαίου και της πολιτικής της γης μέσα από το νέο χωροταξικό σχεδιασμό.
Σημαντική παράμετρος αυτού του νέου, ευνοϊκότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος παραμένει η επιτάχυνση των διαδικασιών απελευθέρωσης των αγορών σε ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες και ταχυδρομεία και την πλήρη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων.
3. Τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών για έναν ευέλικτο δημόσιο μηχανισμό, πλήρως συγχρονισμένο με την ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου και την ταυτόχρονη επιδείνωση της θέσης και του βιοτικού επιπέδου των δημοσίων υπαλλήλων.
4. Τις ανατροπές σε απασχόληση, κατάρτιση και εκπαίδευση, με στόχο την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτές οι ανατροπές επικεντρώνονται στην:
Η «λογική», για παράδειγμα, ότι η αύξηση των κερδών θα οδηγήσει σε νέες επενδύσεις και σε αύξηση της απασχόλησης δεν επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα πράγματα.
Διατυμπανίζει η κυβέρνηση ότι στο νέο αναπτυξιακό νόμο έχουν υποβληθεί 890 επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 1,8 δισ. ευρώ (σημείωση: από αυτά μόνο το 25% περίπου είναι ίδια συμμετοχή, δηλαδή του επιχειρηματία) και έχουν ήδη εγκριθεί 385 από αυτά συνολικού ύψους 581 εκατ. ευρώ και προβλέπουν τη δημιουργία 2.340 θέσεων εργασίας. Τη στιγμή που από τα ίδια τα στοιχεία του προϋπολογισμού προκύπτει ότι τον Αύγουστο του 2005 οι τοποθετήσεις ελληνικών κεφαλαίων (κερδών δηλαδή) στα ξένα χρηματιστήρια και σε ξένα ομόλογα, ανήλθαν στα 12.560 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 225%, σε σχέση με τον Αύγουστο του 2003 (5.580 εκατ. ευρώ), ενώ και οι καταθέσεις Ελλήνων στο εξωτερικό έφτασαν το ίδιο διάστημα στα 13.087 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 567% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2003 (2.307 εκατ. ευρώ).